Από την έντυπη έκδοση
Του Μωυσή Λίτση
[email protected]
«Δημοψήφισμα» για την πολιτική εμπορικού προστατευτισμού του προέδρου Τραμπ θα είναι μεταξύ άλλων η εκλογική αναμέτρηση της 3ης Νοεμβρίου. Το εκλογικό αποτέλεσμα θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό αν οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν την πολιτική απομονωτισμού που εγκαινίασε ο πρόεδρος Τραμπ ή θα ανοίξει ο δρόμος για μια πολυμερή συνεργασία για την επίλυση των μεγάλων διεθνών προβλημάτων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία.
Περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών αντιπαραθέσεων και όξυνση των μετώπων που έχει ανοίξει ο πρόεδρος Τραμπ πρωτίστως με την Κίνα και δευτερευόντως με την Ευρώπη, απειλούν να επιδεινώσουν ακόμη περισσότερο το ήδη βαρύ κλίμα για την παγκόσμια οικονομία και να δυσκολέψουν τις προσπάθειες ανάκαμψης με την πανδημία του κορονοϊού σε εξέλιξη. Η παγκόσμια οικονομία αναμένεται να παρουσιάσει ύφεση 3% φέτος, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη πτώση από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του ‘30. Ακόμη και πριν από την πανδημία, οικονομολόγοι και ειδικοί προειδοποιούσαν ότι η επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα αποτελούσε σημαντική απειλή για την παγκόσμια οικονομία.
Ο εμπορικός προστατευτισμός σε συνδυασμό με τις πρωτοφανείς μειώσεις φόρων φάνηκε να αποδίδει, μέχρι που ήρθε ο κορονοϊός. Η αρχική ευφορία για τη συνεχή επί δέκα και πλέον χρόνια ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας, έδωσε τη θέση της στη μεγαλύτερη από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του ‘30 καταστροφή που επέφερε η πανδημία του Covid-19.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ χαρακτηρίστηκε από πρωτοφανείς μειώσεις φόρων για ιδιώτες και επιχειρήσεις, που διεύρυναν τις κοινωνικές ανισότητες στις ΗΠΑ, τις προσπάθειες ακύρωσης του νόμου περί υγειονομικής περίθαλψης του προκατόχου του, γνωστού ως Obamacare, τον εμπορικό προστατευτισμό, τον περιορισμό της μετανάστευσης και την απορρύθμιση με έμφαση στον ενεργειακό και χρηματοοικονομικό κλάδο.
Ο Ντ. Τραμπ επαιρόταν στις αρχές Φεβρουαρίου, λίγο πριν αρχίσουν τα lockdown, για τις επιδόσεις «ντριμ τιμ» της αμερικανικής οικονομίας, που εισερχόταν στον 128ο μήνα συνεχούς ανάπτυξης. Η πανδημία του κορονοϊού και οι παλινωδίες του Αμερικανού προέδρου όσον αφορά την αντιμετώπισή της προκάλεσαν ένα ισχυρό σοκ, το οποίο ακόμη πασχίζει να ξεπεράσει η αμερικανική οικονομία.
Ανάπτυξη για 11 έτη
Το σερί ανάπτυξης των σχεδόν 11 ετών, που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2009, έφθασε στο απόγειο τον Φεβρουάριο, με την οικονομία των ΗΠΑ να εισέρχεται σε ύφεση.
Η αμερικανική οικονομία κατέγραψε το δεύτερο τρίμηνο πρωτοφανή ύφεση 32,9% σε ετήσια βάση, παρουσιάζοντας τη μεγαλύτερη αρνητική ανάπτυξη από το 1947 που υπάρχουν στοιχεία. Μεταξύ 21 Μαρτίου και 28 Μαΐου περισσότεροι από 40 εκατ. Αμερικανοί έκαναν αίτηση για επίδομα ανεργίας. Πίσω στον Φεβρουάριο του 2020 η οικονομία φάνταζε ως ένα από τα δυνατά χαρτιά του Τραμπ. «Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβα καθήκοντα, κινήθηκα γρήγορα να αναζωογονήσω την αμερικανική οικονομία - καταργώντας αριθμό-ρεκόρ ρυθμίσεων που κατέστρεφαν την εργασία, υιοθετώντας ιστορικές φορολογικές μειώσεις-ρεκόρ και δίνοντας μάχη για δίκαιες και ανταποδοτικές εμπορικές συμφωνίες… Προχωρούμε με αχαλίνωτη αισιοδοξία και ανεβάζουμε τους πολίτες μας, κάθε φυλής, χρώματος, θρησκείας και δόγματος, ψηλά, πάρα πολύ ψηλά», διατεινόταν τον Φεβρουάριο ο Αμερικανός πρόεδρος όταν ο κορονοϊός μόλις εμφανιζόταν στις ΗΠΑ, τον οποίο ξόρκιζε ως… απλή γρίπη.
Οι φοροελαφρύνσεις
Βασικό μέλημα της οικονομικής στρατηγικής του προέδρου Τραμπ στη διάρκεια των τριών πρώτων ετών της προεδρίας του (2017-2019) ήταν η ενίσχυση της οικονομίας μέσω κυρίως περικοπών στη φορολογία. Οι ιστορικές όντως φοροελαφρύνσεις ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων, από τις μεγαλύτερες μειώσεις φόρων στην ιστορία των ΗΠΑ, αφορούσαν κυρίως τις μεγάλες επιχειρήσεις και τη μείωση του φορολογικού τους συντελεστή από 35% σε 21% και όχι ελαφρύνσεις για τον μέσο Αμερικανό.
Οι φοροελαφρύνσεις Τραμπ μπορεί άλλωστε να ευνόησαν το κλίμα στην οικονομία -κληρονομιά όπως λένε οι αντίπαλοί του από την εποχή Ομπάμα-, δημιούργησαν ωστόσο δύο προβλήματα, τα οποία όποιος εκλεγεί πρόεδρος την επόμενη Τρίτη θα κληθεί να διαχειριστεί, με την πανδημία κάθε άλλο παρά να κοπάζει: Δημοσιονομικό έλλειμμα 3,1 τρισ. δολαρίων για το οικονομικό έτος 2020, 15,2% του ΑΕΠ, το υψηλότερο από το 1945, και μεγάλη αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων. Το 2018, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας οι Αμερικανοί δισεκατομμυριούχοι πλήρωσαν μικρότερο ποσοστό φόρων απ’ ό,τι η εργατική τάξη. Σύμφωνα με μελέτη του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, ο μέσος όρος της φορολογίας που κατέβαλαν οι 400 πιο πλούσιες οικογένειες της χώρας ανερχόταν στο 23%, μία ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα λιγότερο από το 24,2% που πληρώνει το 50% αμερικανικών νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος. Τον Σεπτέμβριο του 2019, η Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε πως η ανισότητα εισοδήματος στις ΗΠΑ έχει φθάσει στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και 50 χρόνια.
Χωρίς αμφιβολία η οικονομία παρουσίασε σταθερή ανάπτυξη τα τρία πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Τραμπ. Πριν από την πανδημία ο Αμερικανός πρόεδρος επαιρόταν πως κατάφερε να μειώσει την ανεργία στο χαμηλότερο επίπεδο εδώ και μισό αιώνα.
Η ανεργία
Όντως τον Φεβρουάριο το ποσοστό της ανεργίας ανερχόταν σε 3,5%, χαμηλότερο επίπεδο εδώ και περισσότερο από 50 χρόνια. Στην πρώτη τριετία διακυβέρνησής του προστέθηκαν 6,4 εκατ. θέσεις εργασίας, λιγότερες πάντως σε σχέση με τα 7 εκατ. θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν τα τρία τελευταία χρόνια της διακυβέρνησης Ομπάμα. Τα μέτρα lockdown, όπως παντού στον κόσμο, εκτίναξαν την ανεργία στο 14,7% τον Απρίλιο, ποσοστό το οποίο ήταν το υψηλότερο από τη Μεγάλη Ύφεση του ‘30. Πάνω από 20 εκατ. θέσεις εργασίας χάθηκαν. Η κατάσταση έκτοτε βελτιώθηκε, με την ανεργία να υποχωρεί τον Σεπτέμβριο στο 7,9%. Η ανάπτυξη ανήλθε σε 2,2%, 3% και 2,3% το 2019, 2018 και 2017 αντίστοιχα, αρκετά κάτω από το 6% που υποσχόταν προεκλογικά το 2016 ο Τραμπ. Οι ψηφοφόροι εμφανίζονται πάντως διχασμένοι όσον αφορά τη διαχείριση της οικονομίας από την κυβέρνηση Τραμπ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα των Financial Times και του Ιδρύματος Peterson, το 46% των Αμερικανών εκτιμά πως οι πολιτικές Τραμπ έπληξαν την οικονομία, σε σχέση με 44% που δηλώνουν ότι βοήθησαν.
Δεν ανησυχεί η Wall Street
Για τη Wall Street δεν φαίνεται πάντως να υπάρχει ζήτημα… Τραμπ, ούτε και μετά τον κορονοϊό, την ύφεση και την ανεργία-ρεκόρ.
Ο δείκτης Dow Jones καταγράφει άνοδο σχεδόν 54% από τον Ιανουάριο του 2017 που ανέλαβε καθήκοντα ο Τραμπ και ο δείκτης S&P σχεδόν 55%. Ο χρηματιστηριακός δείκτης που κάνει πάντως θραύση είναι ο Nasdaq, με άνοδο σχεδόν 145%.
Για την ιστορία πάντως, στα δύο χρόνια θητείας του Μπαράκ Ομπάμα ο Dow έκλεισε με άνοδο 149%.