Το εργασιακό περιβάλλον όπως διαμορφώνεται από την επίδραση της πανδημίας του κορωνοϊού και των μέτρων για τον περιορισμό αναλύει έρευνα εθνικής κλίμακας του Ινστιτούτου Εργασίας (ΙΝΕ) της ΓΣΕΕ, σε συνεργασία με την εταιρεία Alco.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, η οποία απευθύνεται σε εργαζόμενους ιδιωτικού τομέα για την καταγραφή-μέτρηση και συγκριτική αποτίμηση δεικτών κλίματος αναφορικά με την αισιοδοξία, την εξέλιξη των αμοιβών και την ασφάλεια της θέσης εργασίας, η εργασιακή πραγματικότητα του κορωνοϊού εντείνει την εργασιακή ανασφάλεια καθώς πάνω από 7 στους 10 εργαζόμενους πιστεύει πως η πανδημία θα αποτελέσει αφορμή για διακινδύνευση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων.
Ανάμεσα στα βασικά συμπεράσματα της μελέτης βρίσκεται η επιφύλακη των εργαζομένων απάνεντι στην ραγδαία ανάπτυξη της τηλεργασίας, με το 45% να την κρίνει αρνητική όσον αφορά την επαγγελματική του εξέλιξη (έναντι 31% που την κρίνει θετική και 24% που απάντησε Δεν ξέρω/Δεν απαντώ), το 60% να την κρίνει αρνητική όσον αφορά την εξέλιξη της αμοιβής (έναντι 15% που την κρίνει θετική και 25% που απάντησε Δεν ξέρω/Δεν απαντώ), το 61% να την κρίνει αρνητική όσον αφορά τις ώρες εργασίας (έναντι 19% που την κρίνει θετική και 20% που απάντησε Δεν ξέρω/Δεν απαντώ), το 67% να την κρίνει αρνητική όσον αφορά τα εργασιακά δικαιώματα (έναντι 13% που την κρίνει θετική και 20% που απάντησε Δεν ξέρω/Δεν απαντώ) και το 52% να την κρίνει αρνητική όσον αφορά την προσωπική του ζωή (έναντι 30% που την κρίνει θετική και 18% που απάντησε Δεν ξέρω/Δεν απαντώ).
Αναλυτικότερα, τα βασικά ευρήματα συμπεριλαμβάνονται:
- Το 73% των εργαζόμενων του ιδιωτικού τομέα θεωρεί ότι η πανδημία θα αποτελέσει αφορμή να κινδυνεύσουν θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα.
- Μεγάλη επιφύλαξη των εργαζομένων καταγράφεται απέναντι στην ανάπτυξη της τηλεργασίας, ως προς μια σειρά παραμέτρων:
- Το 67% των ερωτηθέντων την αξιολογεί αρνητικά ως προς την εξέλιξη των εργασιακών δικαιωμάτων του, το 61% την θεωρεί αρνητική εξέλιξη ως προς τις ώρες εργασίας του, το 60% την θεωρεί αρνητική εξέλιξη ως προς την εξέλιξη της αμοιβής του, το 52% την αξιολογεί αρνητικά ως προς την προσωπική ζωή του και το 45% την αξιολογεί αρνητικά ως προς την επαγγελματική εξέλιξή του.
Τα υπόλοιπα ευρήματα της έρευνας καταγράφουν ανάλογες απόψεις με αυτή του Ιουνίου του 2020. Συγκεκριμένα:
- Το 32% των εργαζομένων δήλωσε ότι έχει μεταβληθεί η σχέση εργασίας τους μετά την πανδημία.
- Το 20% των εργαζομένων δήλωσε ότι μετά την πανδημία συνεχίζει να εργάζεται με τηλεργασία και το 12% με μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση.
- Ο δείκτης αισιοδοξίας παρουσιάζει μείωση: 52% των ερωτηθέντων εκφράζει απαισιοδοξία για την πορεία της χώρας (+2% σε σχέση με τον Ιούνιο), ενώ απαισιοδοξία εκφράζεται και στο θέμα της εξέλιξης των αμοιβών, με το ποσοστό όσων δηλώνουν αισιόδοξοι για τον μισθό τους να παρουσιάζει πτώση 3 ποσοστιαίων μονάδων και να διαμορφώνεται στο 32%.
- Αντίστοιχη μείωση παρατηρείται και στον δείκτη ασφάλειας της απασχόλησης, με το 54% των εργαζομένων να δηλώνουν αισιόδοξοι για τη διατήρηση της θέσης τους στην αγορά εργασίας (-2% σε σχέση με τον Ιούνιο).
Να σημειωθεί ότι στόχος της έρευνας αποτελεί η αποτύπωση με ξεκάθαρο τρόπο της ένταση του κλίματος επισφάλειας και του αυξανόμενου προβληματισμού των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα για τις αλλαγές που φέρνει η περίοδος της πανδημίας και τις πιθανές επιπτώσεις της στις εργασιακές σχέσεις.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΓΣΕΕ, «ήδη από τον Ιούνιο είχε επισημανθεί η ανάγκη ανάπτυξης ουσιαστικού θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της τηλεργασίας, μετά από εξειδικευμένο κοινωνικό διάλογο, με στόχο την ανάδειξη των θετικών και των «γκρίζων» περιοχών της. Τρεις μήνες μετά, έχουμε πλέον τη σαφή αποτύπωση αυτών των προβληματισμών και η ανάγκη πλήρους θεσμικής παρέμβασης μοιάζει επιτακτική. Τέλος, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΓΣΕΕ, επαναλαμβάνεται πως όσο η εργασία και οι εργαζόμενοι δε λαμβάνουν την υποστήριξη και την ενδυνάμωση που τους αναλογεί, οι σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας θα εντείνονται. Σε αυτή την δύσκολη - από κάθε άποψη - συγκυρία, η πλήρης επαναφορά και ενεργοποίηση του κοινωνικού διαλόγου και των Ελεύθερων Συλλογικών Διαπραγματεύσεων αποτελεί περισσότερο από ποτέ πλέον επιβεβλημένη κοινωνική αναγκαιότητα».