Αποτέλεσμα σκληρής και μεθοδικής δουλειάς χαρακτηρίζει την 7η έκθεση αξιολόγησης των θεσμών, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Ειδικότερα, σε ανακοίνωσή του αναφέρει πως ολοκληρώθηκε «με επιτυχία, η 7η έκθεση αξιολόγησης των θεσμών, στο πλαίσιο του καθεστώτος Ενισχυμένης Εποπτείας, στο οποίο εισήλθε η χώρα το καλοκαίρι του 2018»
Ο κ. Σταϊκούρας αναφέρει πως «πρόκειται για την τέταρτη θετική έκθεση αξιολόγησης των θεσμών σε λιγότερο από ένα χρόνο. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της σκληρής και μεθοδικής δουλειάς και της εξαιρετικής συνεργασίας των μελών της Κυβέρνησης, υπό την καθοδήγηση και τις εντολές του Πρωθυπουργού.
«Διαβάζοντας» την έκθεση ο υπουργός αναφέρει ότι «επισημαίνει την έγκαιρη και στοχευμένη υλοποίηση ενός μεγάλου πακέτου μέτρων, προκειμένου να περιοριστούν οι κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Δημοσιονομικά μέτρα και μέτρα ενίσχυσης της ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, συνολικού ύψους 20,4 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος Ιουλίου».
«Μέτρα τα οποία, μαζί με αυτά που υλοποιήθηκαν μεταγενέστερα και αυτά που ανακοινώθηκαν από τον Πρωθυπουργό στη Θεσσαλονίκη, θα υπερβούν τα 24 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020». συνεχίζει για να τονίσει πως η έκθεση υπογραμμίζει επίσης «τη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί στην υλοποίηση σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών, με θετική επίδραση στο επενδυτικό περιβάλλον και το οικονομικό κλίμα».
Συνεχίζοντας ο κ. Σταϊκούρας αναφέρει πως «ενώ κάνει θετική αναφορά και στη διαμόρφωση, μέσω επιτυχημένων εκδόσεων χρέους τους τελευταίους μήνες, και διακράτηση σημαντικού ύψους ταμειακών διαθεσίμων, ώστε να υποστηριχθεί το θετικό επενδυτικό κλίμα για την Ελλάδα και να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που απορρέουν από τη μεγάλη, σε παγκόσμιο επίπεδο, αβεβαιότητα εξαιτίας της πανδημίας.
«Η Ελληνική Κυβέρνηση θα συνεχίσει, με σχέδιο, υπευθυνότητα και αυτοπεποίθηση, αξιοποιώντας και τους πολλούς διαθέσιμους, πλέον, πόρους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την προσπάθεια για τη στήριξη της κοινωνίας, την ανάταξη της οικονομίας, και την επίτευξη υψηλής, διατηρήσιμης, έξυπνης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης», καταλήγει.