Αυξήσεις μισθών 5,4% διεκδικεί η ΓΣΕΕ

Παρουσίαση της Έκθεσης για την Ελληνική Οικονομία 2007
Τρίτη, 04 Σεπτεμβρίου 2007 15:27

Την Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία 2007 παρουσίασαν σήμερα σε συνέντευξη Τύπου ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ.

Κατά την ομιλία του στην Ημερίδα παρουσίασης της Έκθεσης, ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ, καθηγητής Σάββας Ρομπόλης υπογράμμισε πως για να διατηρηθεί η αγοραστική αξία των μέσων ονομαστικών μισθών των μισθωτών και για να μην υπάρξει αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας, θα πρέπει οι αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών να ισούνται με το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας της εργασίας.

Όπως επεσήμανε, το συμπέρασμα αυτό της Έκθεσης του ΙΝΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση 2007, συνδυαζόμενο με το υψηλό χρέος των νοικοκυριών στην χώρα μας (στα 185,046 δισ. ευρώ το χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών στο τέλος Απριλίου 2007, αυξημένο κατά 19,2% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2006), το οποίο χρηματοδοτεί την ιδιωτική κατανάλωση, αναδεικνύει και άλλους παράγοντες αβεβαιότητας στην ελληνική οικονομία, οι οποίοι αναφέρονται στο μέλλον της απασχόλησης και του εισοδήματος των εργαζομένων στην Ελλάδα.

Για το λόγο αυτό ο κ. Ρομπόλης εκτίμησε πως η αύξηση της εγχώριας ζήτησης στην οποία βασίστηκε η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1996-2007, πιθανότατα να επιβραδυνθεί κατά τα επόμενα έτη, καθώς ο ρυθμός αύξησης της πιστωτικής επέκτασης προς τα νοικοκυριά σταδιακά θα μειώνεται με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προοπτική της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου.

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η αύξηση του πραγματικού εισοδήματος ανά κάτοικο, δεν μπορεί να στηρίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση που χρηματοδοτείται κυρίως από τον δανεισμό, αλλά στην αύξηση του όγκου των εξαγωγών, στις παραγωγικές επενδύσεις, στην βελτίωση της παραγωγικότητας και γενικότερα στην στρατηγική της «ευφυούς ανάπτυξης».

Όσον αφορά την αύξηση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, διευκρινίστηκε ότι αυτή αφορούσε σε κατοικίες και σε κατασκευές και όχι στο πιο κρίσιμο τμήμα τους που είναι οι επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό. Έτσι, η αύξηση κατά 12,6% των συνολικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου το 2006 προέρχεται από αύξηση 20,1% στις κατασκευές και μόνο 3,8% στον μηχανικό εξοπλισμό. Οι εξελίξεις αυτές, σημείωσε ο καθηγητής, αποτυπώνουν τον προσανατολισμό των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου περισσότερο προς την δημόσια κατασκευαστική και ιδιωτική στεγαστική αγορά και λιγότερο προς την τεχνολογική αναβάθμιση, την αλλαγή και την μεταμόρφωση της βιομηχανικής υποδομής με στόχο την αναβίωση του βιομηχανικού τομέα. Όμως, εάν η αγορά των κατασκευών και των ακινήτων στην Ελλάδα απορροφήσει σημαντικά μερίδια σε εργασία και κεφάλαιο, τότε θα μιλάμε για μια κακότροπη προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας, στις νέες προκλήσεις και πιέσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Κι αυτό γιατί όπως υπογράμμισε, μεσοπρόθεσμα, η ενδεχόμενη ύφεση στην αγορά των κατασκευών και της κατοικίας, συνοδευόμενη και από συνθήκες βιομηχανικής υποβάθμισης, θα σημάνει τον κίνδυνο μίας σοβαρής επιδείνωσης του ρυθμού μεγέθυνσης στην χώρα μας.

Για το λόγο αυτό, εκτίμηση του ΙΝΕ είναι ότι οι δημόσιες επενδύσεις θα πρέπει να αναλάβουν προωθητικό ρόλο της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και των ιδιωτικών επενδύσεων, στην κατεύθυνση της περιφερειακής, της καινοτομικής, και της βιομηχανικής ανασύστασης του οικονομικού σχηματισμού.

Τέλος κατά την παρουσίαση της Έκθεσης υπογραμμίστηκε πως η διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών χωρίς ταυτόχρονη αύξηση των επενδύσεων σε μηχανολογικό εξοπλισμό αυξάνει το εξωτερικό χρέος χωρίς ταυτόχρονα να δημιουργεί τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την άνετη εξυπηρέτηση αυτού του χρέους κατά τα επόμενα έτη και ιδιαίτερα όταν :

α) το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 245 δις. ευρώ (2007)ή 84.000 ευρώ ή 87.000 ευρώ με τους τόκους ανά τετραμελή οικογένεια,

β) δύο στους τρεις μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα έχουν καθαρές μηνιαίες αποδοχές που κυμαίνονται από 501 ευρώ έως 1000 ευρώ καθώς και πάνω από το 50% των μισθωτών του ευρύτερου δημόσιου τομέα έχει καθαρό μηνιαίο εισόδημα από 1001 ευρώ έως 1500 ευρώ,

γ) η φορολογική επιβάρυνση είναι αυξημένη στην εργασία (από 34,1% του ΑΕΠ το 1995 σε 38% του ΑΕΠ το 2005), ενώ αυτή του κεφαλαίου βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα (από 11,8% του ΑΕΠ το 1995 σε 15,4% του ΑΕΠ το 2004),

δ) το μερίδιο των κερδών στον επιχειρηματικό τομέα κατείχε (2004) την πρώτη θέση μεταξύ των κρατών -μελών της Ε.Ε.-15 (56,1% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας έναντι 37,9% του μέσου όρου της ευρωζώνης και 36,3% της ΕΕ-27) και

ε) η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων κατά το 2006 αφορά κατά 70% σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης (20% μερική απασχόληση και 50% προσωρινή απασχόληση).

Οι εξελίξεις αυτές (αναπτυξιακές, εργασιακές, εισοδηματικές, δημοσιονομικές, φορολογικές) στην Ελλάδα αναδεικνύουν τα ζητήματα του νέου αναπτυξιακού προτύπου, της ανισοκατανομής του εισοδήματος και της μονομερούς επιβάρυνσης της μισθωτής εργασίας, ως τα σοβαρότερα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, συμπέρανε ο διευθυντής του ΙΝΕ.

Το εισοδηματικό διεκδικητικό πλαίσιο της ΓΣΕΕ

Στην ομιλία του ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, έθεσε τέσσερα βασικά ζητήματα τα οποία θα αποτελέσουν το εισοδηματικό διεκδικητικό πλαίσιο της ΓΣΕΕ.

1. Αυξήσεις πραγματικών μισθών και ειδικότερα ουσιαστικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό (γενικός προσανατολισμός των αυξήσεων με ιδιαίτερη έμφαση στο κατώτατο μισθό-ΕΓΣΣΕ 2008).

2. Ουσιαστική αύξηση του επιδόματος ανεργίας και επέκταση της διάρκειας χορήγησης του.

3. Αλλαγές στο φορολογικό σύστημα προς όφελος της μισθωτής εργασίας

4. Χορήγηση επιδόματος θέρμανσης για στήριξη των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων (αντιμετώπιση επιπτώσεων από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και της έμμεσης φορολογίας στα καύσιμα που εκφράζεται ως % της τιμής).

Ειδικά για τον πληθωρισμό, ο κ. Παναγόπουλος έκανε λόγο για πληθωρισμό κερδών και σημείωσε ότι η μείωση της ανταγωνιστικότητας τιμής δεν οφείλεται στις αυξήσεις των μισθών, αλλά στην αδιάκοπη αύξηση των περιθωρίων κέρδους (όπως επίσης στην συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ / ανατιμημένο ευρώ).

Όσον αφορά την αντιστοιχία των μισθών σε Ελλάδα και Ευρώπη, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ ανέφερε πως ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα (σε ευρώ) αντιστοιχεί στο 54% των προηγμένων χωρών της ΕΕ-15 που έχουν θεσμοθετημένο κατώτατο μισθό σε εθνικό επίπεδο, (και στο 66% σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης).

Όπως είπε, για να διατηρηθεί η αγοραστική αξία των μέσων ονομαστικών αποδοχών των μισθωτών την επόμενη διετία, θα πρέπει αυτές να ανέλθουν σε 3,1% το 2007 και 3,1% το 2008, ενω για να μην έχουμε αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας θα πρέπει οι ονομαστικές αποδοχές να αυξηθούν κατά 3,1% + 2,3% = 5,4% ετησίως(άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας της εργασίας). Για τις κατώτατες αποδοχές, σημείωσε ότι θα πρέπει να υπάρξει μία πραγματική αύξηση της τάξης του 4%.

Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ χαρακτήρισε το φορολογικό σύστημα στην Ελλάδα μηχανισμό ανισοκατανομής του εισοδήματος σε βάρος της μισθωτής εργασίας και σε όφελος των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. «Για να ανατραπεί αυτή η κατάσταση –τόνισε- επιβάλλεται καταρχήν η εφαρμογή της προοδευτικής φορολογίας σε όλες τις κατηγορίες και πηγές εισοδημάτων (σήμερα η προοδευτική φορολογία εφαρμόζεται στους μισθωτούς και η αναλογική φορολογία εφαρμόζεται στις Α.Ε και στις Ε.Π.Ε) καθώς επίσης και η άμεση ουσιαστική και αποτελεσματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της φοροκλοπής και φοροαπαλλαγής».

Για το ύψος του επιδόματος ανεργίας, ο κ. Παναγόπουλος χαρακτήρισε λανθασμένη και κοινωνικά άδικη την επίκληση των δημοσιονομικών περιορισμών για την μη ικανοποίηση του αιτήματος της ΓΣΕΕ για επίδομα ανεργίας στο 80% των βασικών αμοιβών και τη διεύρυνση του χρόνου καταβολής του.

Εξάλλου ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ επανέλαβε το αίτημα της Συνομοσπονδίας για καταβολή επιδόματος θέρμανσης 600 ευρώ στις κατηγορίες των νοικοκυριών με εισόδημα έως 11.000 ευρώ και 300€ στις κατηγορίες εισοδήματος από 11.000 έως 15.000€.

Τέλος, για την ανασυγκρότηση της Πελοποννήσου και των πυρόπληκτων περιοχών, ο κ. Παναγόπουλος γνωστοποίησε πως η ΓΣΕΕ θα καταθέσει στο άμεσο μέλλον τεκμηριωμένες προτάσεις, οι οποίες απορρέουν από την έρευνα του Ινστιτούτου σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο που έχει αρχίσει εδώ και δύο χρόνια και αφορά τη Δυτική Ελλάδα.

Η Εκθεση

Η Έκθεση «Ελληνική Οικονομία και Απασχόληση» έτους 2007, αποτελείται από δέκα μέρη, τα οποία συγκροτούνται σε οκτώ ενότητες. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται στις εξελίξεις των μακρο-οικονομικών μεγεθών (ΑΕΠ, επενδύσεις, παραγωγικότητα εργασίας, εργατικό δυναμικό, απασχόληση, ανεργίας, κερδοφορία, μισθοί, τιμές, πληθωρισμός) και των δημοσιονομικών μεγεθών (έσοδα, δαπάνες, έλλειμμα, δημόσιο χρέος, φορολογικό σύστημα). Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στην απασχόληση, την ανεργία και την εξέλιξη των αμοιβών στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τρίτη ενότητα αναφέρεται στις σύγχρονες εξελίξεις στις εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση, εξετάζοντας το Πράσινο Βιβλίο για τον «εκσυγχρονισμό» της εργατικής νομοθεσίας καθώς και το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η τέταρτη ενότητα επεξεργάζεται τις σύγχρονες εξελίξεις στην αγορά εργασίας και τις επιδράσεις στην εκπαίδευση και στην δια βίου μάθηση, την πιστοποίηση και αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από μία οπτική κριτικής προσέγγισης και ανάδειξης ενός ουσιαστικού ρόλου, της δια βίου μάθησης. Η πέμπτη ενότητα αναφέρεται στην καινοτομία, την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα μίας νέας δημόσιας διαχείρισης της γνώσης και της καινοτομίας, αποτυπώνοντας ταυτόχρονα τα συμπεράσματα από μελέτες περιπτώσεων επιχειρήσεων: κονσερβοποιίας ροδάκινων και άλλων φρούτων (Ημαθία), παραγωγής ενδυμάτων (Θεσ/νίκη), παραγωγής λογισμικού (Θεσ/νίκη) και επιχειρήσεις εφοδιαστικής (logistics) (Αττική). Η έκτη ενότητα αναφέρεται στον δανεισμό των νοικοκυριών εξετάζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά τους και διερευνώντας το επίπεδο και τις πτυχές του δανεισμού και του χρέους των νοικοκυριών στην Ελλάδα. Η έβδομη ενότητα εξετάζει τις σύγχρονες εξελίξεις κλάδων της ελληνικής οικονομίας (διυλιστήρια, λιμάνια, τράπεζες) διερευνώντας τις προοπτικές ανάπτυξής τους με δημόσια διαχείριση υπό την προϋπόθεση ολοκλήρωσης των επενδυτικών προγραμμάτων, βελτίωσης των συστημάτων οργάνωσης και αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Τέλος, η όγδοη ενότητα αξιολογεί τις «μεταρρυθμιστικές» παρεμβάσεις στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ από την δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα