Τις επιδράσεις του προγράμματος αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας από το ΤΑΙΠΕΔ στην ελληνική οικονομία καταγράφει μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών με τίτλο «Η μακροοικονομική και κοινωνικοοικονομική επίδραση του προγράμματος αξιοποίησης της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου».
Στο σύνολο του προγράμματος υπολογίζεται ότι οι ιδιωτικοποιήσεις ενίσχυσαν το ΑΕΠ της χώρας κατά περίπου €1 δισ. ετησίως κατά μέσο όρο την περίοδο 2011-2019. Την ίδια περίοδο, η μέση επίδραση στην αγορά εργασίας πλησίασε τους 20.000 πλήρως απασχολούμενους.
Σημαντικό μέρος της επίδρασης των ιδιωτικοποιήσεων προήλθε από επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο σύνολο της οικονομίας. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, υπολογίζεται ότι περίπου €5,6 δισ. πάγιες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα από το 2011 έως και το Β’ τρίμηνο του 2019 μπορούν να αποδοθούν στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Προκύπτει έτσι ότι σε κάθε 1 ευρώ αρχικών εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 1,02 ευρώ πάγιων επενδύσεων στο σύνολο της οικονομίας.
Τονίζεται ότι οι επιδράσεις από τις ιδιωτικοποιήσεις δεν περιορίζονται στο χρονικό διάστημα που ολοκληρώνεται κάθε συναλλαγή, αλλά εκτείνονται χρονικά στο μέλλον και σε πολλές περιπτώσεις ενισχύονται διαχρονικά με αποτέλεσμα να ενισχύεται σημαντικά η οικονομική δραστηριότητα. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στο γεγονός ότι πραγματοποιούνται σημαντικές επενδύσεις από τους νέους διαχειριστές των περιουσιακών στοιχείων, ενώ αλλάζει και το επιχειρηματικό υπόδειγμα διαχείρισης, συχνά και με την υιοθέτηση συστημάτων περιβαλλοντικής παρακολούθησης. Τέλος, μέσω των διασυνδέσεων με άλλες παραγωγικές διαδικασίες σε τοπικό και εθνικό επίπεδο, η αυξημένη δραστηριότητα λόγω ιδιωτικοποίησης επιφέρει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα για το ΑΕΠ, την απασχόληση και τα δημοσιονομικά έσοδα της χώρας.
Η μελέτη παρουσιάστηκε σήμερα από τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, Νίκο Βέττα και στελέχη του Ιδρύματος, παρουσία του εκτελεστικού πρόεδρου του ΤΑΙΠΕΔ, Άρη Ξενόφου και του διευθύνοντος συμβούλου του Ταμείου, Ριχάρδου Λαμπίρη, σε διαδικτυακή εκδήλωση. Την παρουσίαση προλόγισε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας.
«Η μελέτη αποτελεί μια επιστημονικά τεκμηριωμένη αξιολόγηση των ιδιωτικοποιήσεων καθ’ όλη την διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν, η οποία δεν καταγράφει απλώς το οικονομικό αποτέλεσμα του προγράμματος αξιοποίησης της περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά αναδεικνύει μια κρυμμένη υπεραξία. Την κληρονομιά που αφήνουμε πίσω μας, μέσω της ωρίμανσης της περιουσίας του δημοσίου με δανειοδοτικές και διοικητικές παρεμβάσεις, την εξοικονόμηση πόρων, τον λειτουργικό μετασχηματισμό των εταιρειών, την ανάταση του γεωστρατηγικού ρόλου της χώρας στους κλάδους της ενέργειας και του διαμετακομιστικού εμπορίου. Είναι η απόδειξη ότι η τεχνογνωσία, η τεχνοκρατική αντίληψη, ο σχεδιασμός, αλλά και το όραμα μπορούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να υπηρετήσουν τον στόχο της εθνικής ανάπτυξης. Το αμέσως επόμενο διάστημα και κυρίως οι επόμενοι δώδεκα μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι για την ανάκαμψη και το αναπτυξιακό στοίχημα της χώρας. Είναι χρέος μας να αναδείξουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις επενδυτικές ευκαιρίες, με κριτήρια βιώσιμης ανάπτυξης, υπεύθυνης επιχειρηματικότητας και θετικό κοινωνικό αποτύπωμα» ανέφερε κατά την παρουσίαση της μελέτης ο εκτελεστικός πρόεδρος του ΤΑΙΠΕΔ, Άρης Ξενόφος.
«Τα αποτελέσματα της μελέτης του ΙΟΒΕ αποτελούν την πιο ισχυρή απόδειξη του αναπτυξιακού έργου που επί χρόνια παράγει το ΤΑΙΠΕΔ. Τα σημαντικά και μακροχρόνια πολλαπλασιαστικά οφέλη της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας για την οικονομία και την κοινωνία αναδεικνύονται σήμερα με τη σφραγίδα αξιοπιστίας του ΙΟΒΕ. Η ενίσχυση των ιδιωτικοποιήσεων αποτελεί κομβικό πυλώνα για την οικονομική ανάκαμψη που έχει ανάγκη η χώρα. Για αυτό και στο ΤΑΙΠΕΔ θα συνεχίσουμε με τον ίδιο ζήλο, μεθοδικότητα και διαφάνεια να επικοινωνούμε τις επενδυτικές ευκαιρίες που προσφέρει η χώρα μας, να προσελκύουμε άμεσες ξένες επενδύσεις και να στηρίζουμε την υλοποίησή τους για μια νέα, σύγχρονη Ελλάδα» σημείωσε σχετικά ο διευθύνων σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ, Ριχάρδος Λαμπίρης.
Ολοκληρωμένες ιδιωτικοποιήσεις
Η ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ ΑΕ) έχει ήδη οδηγήσει σε θεαματική αύξηση του όγκου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων, εγκαθιστώντας το λιμάνι του Πειραιά στην 4η θέση στην Ευρώπη (από 17η θέση το 2007) και στην 1η θέση στη Μεσόγειο. Λαμβάνοντας υπόψη και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, ο αντίκτυπος από τη συγκεκριμένη ιδιωτικοποίηση στο ετήσιο ΑΕΠ της χώρας αναμένεται να ανέλθει σε €375 εκατ. σε ορίζοντα δεκαετίας από €90 εκατ. το 2018, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ. Σε όρους απασχόλησης, η συνολική επίδραση υπερβαίνει τις 1,6 χιλ. θέσεις εργασίας το 2018, ενώ αναμένεται να φτάσει τις 5,5 χιλ. θέσεις εργασίας.
Ισχυρές επιδράσεις στην οικονομία καταγράφονται και στην περίπτωση της παραχώρησης της διαχείρισης των 14 περιφερειακών αερολιμένων στην Fraport Greece. Για τον εκσυγχρονισμό, την ανάπτυξη και την επέκταση των υποδομών των αεροδρομίων, η εταιρεία υλοποιεί επενδύσεις που θα ξεπεράσουν τα €463 εκατ. ως το τέλος του 2020. Σε ορίζοντα δεκαετίας από την ιδιωτικοποίηση η ετήσια επίδραση στο ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει τα €630 εκατ., ενώ σε όρους απασχόλησης αναμένεται να ανέλθει σε 11,6 χιλ. θέσεις εργασίας.
Όσον αφορά στο ξενοδοχειακό συγκρότημα Αστήρ Παλάς Βουλιαγμένης, μαζί με τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν για τη ριζική αναβάθμιση του, εκτιμάται ότι η συνολική επίδραση στο ΑΕΠ ανέρχεται σε €107 εκατ. το 2018, ενώ αναμένεται να διαμορφωθεί στα επίπεδα των €50 εκατ. σε ορίζοντα δεκαετίας.
Στην περίπτωση των ΤΡΑΙΝΟΣΕ και ΕΕΣΣΤΥ, η αξιοποίηση της τεχνογνωσίας της FSI στην παροχή σιδηροδρομικών υπηρεσιών αναμένεται να οδηγήσει σε αυξημένα λειτουργικά έσοδα κατά 27% για την κοινή εταιρεία στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, εφόσον η οικονομική ύφεση που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό δεν έχει μακροχρόνιες επιδράσεις.
Τέλος, σημαντικές είναι οι προοπτικές για ισχυρές θετικές κοινωνικοοικονομικές επιδράσεις και από την αξιοποίηση των περιφερειακών λιμένων της χώρας. Η εισροή νέων κεφαλαίων, η ενισχυμένη εταιρική διακυβέρνηση και η ανάπτυξη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών από στρατηγικούς επενδυτές με μακροχρόνιο όραμα για τη λειτουργία των περιφερειακών λιμένων μπορεί να συμβάλλει με αποτελεσματικό τρόπο στην ουσιαστική αναβάθμιση των λιμενικών υποδομών της χώρας