Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η σχέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Κίνα ήταν πάντα διττή. Από τη μία υπήρχε ο φόβος για την αναδυόμενη αυτή δύναμη με τις υπέρμετρες κάποιες φορές φιλοδοξίες για την επέκταση της οικονομικής, αλλά και πολιτικής επιρροής της και από την άλλη το δέλεαρ της πολυπληθέστερης αγοράς στον πλανήτη για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές και των άφθονων διαθέσιμων κινεζικών κεφαλαίων για επενδύσεις. Αν και οι χώρες που βρέθηκαν στη δίνη της κρίσης χρέους και των μνημονίων, όπως και εκείνες των Βαλκανίων (που είτε είναι ήδη μέλη της Ε.Ε. είτε επιδιώκουν την ένταξή τους) δέχονταν πάντα τις περισσότερες επικρίσεις για «ελαστικότητα» απέναντι στον «δράκο» και ανοίγματα χωρίς προϋποθέσεις, ουσιαστικά η χώρα που στήριζε περισσότερο από κάθε άλλη τις εξαγωγές και την ανάπτυξή της στην κινεζική αγορά δεν ήταν άλλη από τη Γερμανία. Το τελευταίο διάστημα φαίνεται κάτι να αλλάζει.
Καταλύτης των εξελίξεων είναι ο νέος νόμος ασφαλείας, που επέβαλε το Πεκίνο στην ημιαυτόνομη περιοχή του Χονγκ Κονγκ, σε μία εμφανή προσπάθεια να περιορίσει ελευθερίες και δικαιώματα, να ενισχύσει τον έλεγχό του επί του χρηματοοικονομικού κέντρου. Η Δύση καλείται να πάρει θέση, με τις ΗΠΑ να είναι και πάλι πιο ξεκάθαρες από την Ε.Ε., αλλά και τις ευρωπαϊκές φωνές κριτικής να αυξάνονται. Μία μεταστροφή καταγράφεται και εντός της Γερμανίας.
Την περασμένη εβδομάδα η Άγκελα Μέρκελ χαρακτήρισε την Κίνα «εταίρο» και μίλησε για τις μεγάλες δυνατότητες συνεργασίας στο μέτωπο της οικονομίας, αλλά και του περιβάλλοντος, μαρτυρώντας έτσι ότι το Βερολίνο δεν θέλει σε καμία περίπτωση μία ευθέως συγκρουσιακή σχέση με την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Δεν δίστασε ωστόσο να χαρακτηρίσει παράλληλα τη χώρα του Σι Τζινπίνγκ «ανταγωνιστή» με ένα «πολύ διαφορετικό πολιτικό σύστημα», δίνοντας έμφαση στις ανησυχίες τόσο για καταστρατήγηση ελευθεριών και δικαιωμάτων όσο και στις διαμαρτυρίες γερμανικών και άλλων επιχειρήσεων για άνιση μεταχείριση και εις βάρος τους διακρίσεις στο κινεζικό έδαφος.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και δηλώσεις αρκετών Γερμάνων πολιτικών στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt και τους Financial Times. Μάλιστα ζητούσαν από την Άγκελα Μέρκελ να λάβει πιο ισχυρά μέτρα για να πιέσει την Κίνα να ανοίξει περισσότερο την οικονομία της και να βελτιώσει τις επιδόσεις της στο επίπεδο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με το πρώτο βήμα να γίνεται από το Χονγκ Κονγκ.
Το 2019 η Κίνα ήταν η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές της Γερμανίας (απορροφώντας το 7,1% του συνόλου) και ο μεγαλύτερος προμηθευτής των γερμανικών εισαγωγών (με μερίδιο 10%). Η Γερμανία εμφάνισε έτσι ένα εμπορικό έλλειμμα 15 δισ. ευρώ έναντι της ασιατικής οικονομίας. Όσο λοιπόν και εάν οι γερμανικές επιχειρήσεις έχουν σταθερά στραμμένο το βλέμμα προς Ανατολάς, το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο είναι παράγοντας που προκαλεί αναμφίβολα δυσαρέσκεια.
Σύμφωνα με τη Citi το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με την αίσθηση ότι η καγκελάριος Μέρκελ φαίνεται να αναγνωρίζει πια ότι η Κίνα δεν συγκλίνει με το οικονομικό και πολιτικό μοντέλο της Δύσης θέτει τις βάσεις για μεταστροφή στην γερμανική και ευρύτερα ευρωπαϊκή πολιτική απέναντι στον «δράκο». Η γερμανική κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας όπως και της συνεργασίας στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά θα πιέσει και τις Βρυξέλλες να εγείρουν ακόμη υψηλότερο τείχος απέναντι σε επιθετικές κινήσεις κινεζικών εταιρειών ειδικά στον τομέα της τεχνολογίας. Ήδη τόσο σε γερμανικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο έχει επιδιωθεί ένα «φρένο» σε εξαγορές εταιρειών από κινεζικούς κολοσσούς σε κρίσιμους για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά και την εθνική ασφάλεια τομείς. Δεν αποκλείεται το πλαίσιο αυτό να ενισχυθεί περαιτέρω επί γερμανικής προεδρίας. Αυτό που σίγουρα δεν περιμένουμε και δεν θα ήταν προς το συμφέρον κανενός είναι ένας ανοιχτός εμπορικός πόλεμος, όπως αυτός που εξαπέλυσαν κατά της Κίνας οι ΗΠΑ.