ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ των σημαντικών καθυστερήσεων που παρατηρούνται στην έκδοση των αποφάσεων συνταξιοδότησης, ιδίως στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης, στοχεύει διάταξη που κατέθεσε ο υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Β. Μαγγίνας, στο επανακατατεθέν νομοσχέδιο του υπουργείου Απασχόλησης για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Με τη διάταξη, προβλέπεται ότι εντός 15 ημερών από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης, οι δικαιούχοι θα παίρνουν προσωρινή σύνταξη, ίση με το 80% της σύνταξης που υπολογίζεται ότι θα καταβάλλεται ως οριστική σύνταξη.
Στην περίπτωση υποβολής ανακριβών στοιχείων από την πλευρά του ασφαλισμένου που υποβάλλει τη σχετική υπεύθυνη δήλωση για συνταξιοδότηση, οι συντάξεις που θα καταβάλλονται ως προσωρινές, θα πρέπει να επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες.
Όπως δήλωσε χθες ο υπουργός Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Β. Μαγγίνας, με τη σχετική νομοθετική ρύθμιση, αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της καθυστέρησης -συχνά μακράς- απονομής συντάξεων στους δικαιούχους. Τα Ταμεία, υποχρεούνται να καταβάλουν εντός 15 ημερών από την υποβολή της αίτησης, προσωρινή σύνταξη, η οποία θα ισούται με το 80% της υπολογιζομένης να καταβληθεί ως οριστικής.
Η ρύθμιση θα ισχύει και για τις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης. Σε περίπτωση υποβολής ανακριβών στοιχείων στην υπεύθυνη δήλωση εκ μέρους του αιτούντος, οι καταβληθείσες προσωρινές συντάξεις, επιστρέφονται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες.
Η διάταξη
Συγκεκριμένα, η διάταξη αναφέρει τα εξής:
«... Οι φορείς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, το αργότερο την 15η εργάσιμη ημέρα από την υποβολή αίτησης συνταξιοδότησης λόγω γήρατος ή λόγω θανάτου, καταβάλλουν στον αιτούντα προσωρινή σύνταξη, ίση με το 80% της σύνταξης που προκύπτει με βάση τα ασφαλιστικά στοιχεία που αφορούν το χρόνο ασφάλισης και τις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη κατά περίπτωση για τον υπολογισμό της σύνταξης και τα οποία περιλαμβάνονται σε Υπεύθυνη Δήλωση του άρθρου 8 του ν.1599/1986 (ΦΕΚ Α75), όπως ισχύει, του αιτούντος που συνυποβάλλεται με την αίτηση συνταξιοδότησης και τα λοιπά δικαιολογητικά.
Το ποσό της προσωρινής σύνταξης σε καμιά περίπτωση, δεν μπορεί να είναι κατώτερο του 80% του εκάστοτε ισχύοντος κατωτάτου ορίου, ανά κατηγορία σύνταξης.
Για τις συνταξιοδοτικές περιπτώσεις κατά τις οποίες έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, στην καταβολή της ως άνω προσωρινής σύνταξης, υποχρεούται ο τελευταίος φορέας, εφόσον διαπιστώνεται ότι από το συνολικό χρόνο ασφάλισης που αναφέρεται στην Υπεύθυνη Δήλωση του αιτούντος συντρέχουν οι ελάχιστες χρονικές προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία του.
Στις περιπτώσεις διαδοχικής ασφάλισης και εφόσον ο απονέμων φορέας είναι διαφορετικός από εκείνον που χορηγεί την προσωρινή σύνταξη, τα ποσά σύνταξης που καταβλήθηκαν από τον τελευταίο φορέα δεν αναζητούνται από τον ασφαλισμένο, αλλά συμψηφίζονται με τα ποσά σύνταξης που οφείλει να καταβάλλει ο απονέμων οργανισμός
Εάν μετά τον έλεγχο των δικαιολογητικών για την έκδοση οριστικής συνταξιοδοτικής απόφασης διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση και τα στοιχεία που αναφέρονται στην Υπεύθυνη Δήλωση δεν είναι ακριβή, αναζητούνται τα ποσά των συντάξεων που εισπράχθηκαν, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα. Εφόσον δεν προκύπτει υπαιτιότητα του ασφαλισμένου, η επιστροφή των ποσών των συντάξεων γίνεται άτοκα.
Η ισχύς της παραγράφου αυτής αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από εκείνο της δημοσίευσης του νόμου αυτού.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τις εκκρεμείς αιτήσεις, εφόσον υποβληθεί από τον ασφαλισμένο η απαιτούμενη Υπεύθυνη Δήλωση».