Θετικές διαγράφονται οι προοπτικές του κλάδου του τυποποιημένου έτοιμου φαγητού στην Ελλάδα σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ):
Οι έντονοι ρυθμοί ζωής, κυρίως στις μεγαλουπόλεις, η μείωση του ελεύθερου χρόνου, η αύξηση του αριθμού των μονομελών νοικοκυριών και η είσοδος των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που ωθούν τη ζήτηση σε υψηλότερα επίπεδα. Παράλληλα, η διείσδυση των τυποποιημένων έτοιμων φαγητών στα νοικοκυριά υποστηρίζεται από τη διάδοση των φούρνων μικροκυμάτων και των καταψυκτών χαμηλής ψύξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εγχώρια κατανάλωση προϊόντων έτοιμου φαγητού αυξάνεται την περίοδο 1998-2005 με μέσο ρυθμό 6,5% ετησίως, ενώ η δαπάνη των νοικοκυριών για τυποποιημένα έτοιμα φαγητά αποτελεί περίπου το 1,7% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης για είδη διατροφής.
Σύμφωνα με τη μελέτη, οι προοπτικές του κλάδου έτοιμου φαγητού θα ενισχυθούν αν συνδυαστούν με την προώθηση της σχετικής επιστημονικής έρευνας με στόχο την τελειοποίηση και αρτιότερη εφαρμογή των μεθόδων παραγωγής, και την περαιτέρω ανάπτυξη και οργάνωση των τμημάτων πώλησης και marketing, που θα επιτρέψει την καλύτερη προώθηση των σχετικών προϊόντων.
Από τα στοιχεία των Ερευνών Οικονομικής Συγκυρίας και Επενδύσεων του ΙΟΒΕ αναφορικά με τις επιχειρήσεις του κλάδου για το 2006 διαπιστώνεται ότι:
• Η πλειονότητα των βιομηχανικών επιχειρήσεων υποστηρίζει ότι η παραγωγική δραστηριότητα παρεμποδίζεται πρωτίστως από την ανεπάρκεια της ζήτησης (51%), ενώ σημαντικό μέρος (45,3%) επιχειρήσεων του κλάδου θεωρούν ότι δεν αντιμετωπίζουν σημαντικά προσκόμματα στην δραστηριότητά τους. Το επιχειρηματικό κλίμα πάντως του κλάδου έτοιμων φαγητών κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με το κλίμα στο σύνολο της βιομηχανίας τροφίμων και ποτών.
• Κατά την περίοδο 1997-2006 παράγοντες όπως η ζήτηση για τυποποιημένα προϊόντα έτοιμου φαγητού, οι τεχνολογικές εξελίξεις, τα κέρδη των επιχειρήσεων και τα κίνητρα για επενδύσεις (π.χ. αναπτυξιακοί νόμοι, ευρωπαϊκά προγράμματα κ.λπ.) κερδίζουν μέρος της σημαντικότητάς τους στον προσδιορισμό της επενδυτικής δραστηριότητας του κλάδου.
• Οι επενδύσεις των επιχειρήσεων του κλάδου κατευθύνθηκαν κυρίως προς την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας για τα ήδη παραγόμενα προϊόντα, την αντικατάσταση του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και την παραγωγή νέων προϊόντων. Επίσης, σημαντικές προσπάθειες πραγματοποιούνται για τη διαφοροποίηση των προϊόντων, μέσω της υιοθέτησης συστημάτων ελέγχου ποιότητας σε όλα τα επίπεδα της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά και της ανάπτυξης τεχνογνωσίας-καινοτομίας για την παραγωγή νέων ειδών.
Το εμπορικό ισοζύγιο του κλάδου εμφανίζεται συνολικά ελλειμματικό και παρουσιάζει σημάδια επιδείνωσης την περίοδο 1999-2005, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες κατηγορίες τυποποιημένων έτοιμων φαγητών οι εξαγωγές υπερτερούν των εισαγωγών. Ο όγκος των εισαγόμενων προϊόντων έτοιμου φαγητού αυξήθηκε την περίοδο 1999-2005 με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής 6% και ανήλθε το 2005 στους 39.881 τόνους από 28.179,1 τόνους το 1999. Την ίδια περίοδο, η αξία των συνολικών εισαγωγών προϊόντων έτοιμου φαγητού προσέγγισε τα 89,8 εκατ. ευρώ το 2005 από 58 εκατ. ευρώ το 1999, αύξηση που αντιστοιχεί σε μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης 7,3%. Η κυριότερη χώρα προέλευσης προϊόντων έτοιμου φαγητού το 2005 - σε όρους αξίας - ήταν η Γερμανία, η οποία καλύπτει το 19,6% του συνόλου των ελληνικών εισαγωγών τυποποιημένου έτοιμου φαγητού, ενώ με μικρή διαφορά ακολουθεί η Ιταλία (17,8%). Σημαντική είναι, επίσης, η ανοδική πορεία των εισαγωγών τυποποιημένου έτοιμου φαγητού από τη Βουλγαρία, αν και ένα μεγάλο μέρος από τα βουλγαρικά προϊόντα που εισάγονται, στην ουσία παράγεται από ελληνικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεις.
Τέλος η εξαγόμενη ποσότητα έτοιμων γευμάτων αυξάνεται με μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής κοντά στο 2,2%, με αποτέλεσμα από 21.125 τόνους το 1999 η χώρα μας να εξάγει 24.131 τόνους το 2005. Ο κυριότερος προορισμός των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων έτοιμου φαγητού είναι η Γερμανία, στην οποία καταλήγει - κατά μέσο όρο - το 26,9% της συνολικής αξίας των εξαγωγών, ενώ ακολουθεί η Γαλλία με 22,8% και η Κύπρος με 8,1%.