ICAP: Ερευνα για τα γυναικεία υφασμάτινα ενδύματα

Δευτέρα, 15 Οκτωβρίου 2007 16:45
UPD:22:59

Η εγχώρια κατανάλωση γυναικείων υφασμάτινων ενδυμάτων προβλέπεται ότι θα κινηθεί ανοδικά τη διετία 2007?2008, με τα εισαγόμενα προϊόντα να καλύπτουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης, επισημαίνει η ICAP στην κλαδική μελέτη για τα γυναικεία υφασμάτινα ενδύματα:

Ο κλάδος των γυναικείων υφασμάτινων ενδυμάτων εντάσσεται στον ευρύτερο κλάδο της ένδυσης, ο οποίος θεωρείται από τους σημαντικότερους της ελληνικής οικονομίας και περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων. Ο εξεταζόμενος κλάδος ακολουθεί τις τάσεις που επικρατούν στον ευρύτερο κλάδο της ένδυσης στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεταφορά μέρους ή ολόκληρης της παραγωγικής διαδικασίας αρκετών επιχειρήσεων σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους (κυρίως των Βαλκανίων), με σκοπό τη μείωση του κόστους παραγωγής των προϊόντων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητάς τους. Παράλληλα, αυξάνεται η εισαγωγική διείσδυση προϊόντων και από τρίτες χώρες, γεγονός που προκαλεί περαιτέρω όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών, όπως προκύπτει από την τελευταία έκδοση της κλαδικής μελέτης «Γυναικεία Υφασμάτινα Ενδύματα» η οποία εκπονήθηκε από τη Διεύθυνση Μελετών Οικονομικού Περιβάλλοντος της ICAP ΑΕ.

Ο κλάδος των γυναικείων υφασμάτινων ενδυμάτων χαρακτηρίζεται ως εντάσεως εργασίας, με αποτέλεσμα το εργατικό κόστος να έχει σημαντική συμβολή στη διαμόρφωση του συνολικού κόστους παραγωγής και κατά συνέπεια στην τελική τιμή του προϊόντος. Προκειμένου να πετύχουν ελαχιστοποίηση του κόστους, αρκετές είναι οι εγχώριες επιχειρήσεις που έχουν οδηγηθεί στη διάσπαση της παραγωγικής διαδικασίας και στην ανάθεση μέρους (ή του συνόλου) αυτής σε τρίτες επιχειρήσεις, που εδρεύουν κυρίως σε βαλκανικές χώρες, λόγω των μεγάλων διαφορών στο κόστος εργασίας. Η τάση αυτή έχει ενισχυθεί ακόμα περισσότερο τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της κλαδικής μελέτης, η συνολική εγχώρια παραγωγή γυναικείων υφασμάτινων ενδυμάτων παρουσίασε μείωση το χρονικό διάστημα 1996-2006, ενώ η εγχώρια κατανάλωση εμφανίζει ανοδική τάση την ίδια περίοδο.

Σημαντική είναι η αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης, η οποία αφορά επώνυμα προϊόντα που προέρχονται από διάφορες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και φθηνά προϊόντα προερχόμενα κυρίως από τρίτες χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης αφορά «πουκάμισα ? πουκαμίσες ? μπλούζες» καλύπτοντας περίπου το 47% της συνολικής αγοράς υφασμάτινων γυναικείων ενδυμάτων το 2006 και ακολουθούν τα παντελόνια με μερίδιο περίπου 22%.

Οι τάσεις της μόδας, η διαφήμιση, το διαθέσιμο εισόδημα, η τιμή αλλά και το μέγεθος του γυναικείου πληθυσμού είναι οι κυριότεροι παράγοντες που επηρεάζουν τη ζήτηση των εξεταζομένων προϊόντων.

Η εγχώρια αγορά είναι κατακερματισμένη μεταξύ πολλών επιχειρήσεων (παραγωγικών, εισαγωγικών) και εμπορικών σημάτων, η πλειοψηφία των οποίων είναι μικρομεσαίου μεγέθους. Χαρακτηριστικό είναι πάντως ότι, εταιρείες με δικό τους εμπορικό σήμα και οργανωμένο δίκτυο πωλήσεων το οποίο αναπτύσσουν μέσω ιδιόκτητων - εταιρικών καταστημάτων ή / και μέσω του θεσμού της δικαιόχρησης (franchising) έχουν μεγαλύτερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια.

Σύμφωνα με τις ισχύουσες συνθήκες και τάσεις της αγοράς, η εγχώρια κατανάλωση γυναικείων υφασμάτινων ενδυμάτων προβλέπεται ότι θα κινηθεί ανοδικά τη διετία 2007?2008, με τα εισαγόμενα προϊόντα να καλύπτουν όλο και μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης.

Παράγοντες του κλάδου επισημαίνουν ότι, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων παραγωγής γυναικείων υφασμάτινων ενδυμάτων απαιτείται καλύτερη οργάνωση και εκσυγχρονισμός της παραγωγικής διαδικασίας, επικέντρωση της παραγωγής σε διαφοροποιημένα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες απαιτήσεις των καταναλωτών και στις τάσεις της μόδας, ενημέρωση των επιχειρήσεων του κλάδου για τις διεθνείς εξελίξεις και τάσεις της αγοράς, σωστή προβολή και προώθηση των προϊόντων.

Στα πλαίσια της μελέτης πραγματοποιήθηκε χρηματοοικονομική ανάλυση αντιπροσωπευτικού δείγματος παραγωγικών και εισαγωγικών επιχειρήσεων αντίστοιχα, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επιπλέον, συνετάχθη ομαδοποιημένος ισολογισμός βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος εταιρειών. Όσον αφορά στις παραγωγικές επιχειρήσεις χρησιμοποιήθηκε δείγμα 44 εταιρειών για τη σύνταξη ομαδοποιημένου ισολογισμού, για τις οποίες υπήρχαν διαθέσιμα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία για το χρονικό διάστημα 2005-2006. Από την επεξεργασία των στοιχείων προκύπτει ότι, το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασε αύξηση κατά 17,4% το 2006 σε σχέση με το 2005. Αύξηση ποσοστού12,7% παρουσίασαν και τα ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων, την ίδια χρονική περίοδο. Οι συνολικές πωλήσεις εμφάνισαν αύξηση κατά 3,2% ενώ το λειτουργικό περιθώριο σημείωσε μείωση κατά 22,9%. Τελικά, το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων του δείγματος ήταν κερδοφόρο και τα δύο έτη, παρουσιάζοντας ωστόσο μείωση κατά 18,3% το 2006.

Αναφορικά με τις εισαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, χρησιμοποιήθηκε δείγμα 19 αντιπροσωπευτικών εταιρειών. Το σύνολο του ενεργητικού των επιχειρήσεων του δείγματος παρουσίασε αύξηση 8,9%, ενώ τα ίδια κεφάλαια εμφάνισαν άνοδο ποσοστού 12,6% το 2006/05. Αύξηση παρουσίασαν και οι συνολικές πωλήσεις των επιχειρήσεων του δείγματος κατά 11,2% ενώ το λειτουργικό περιθώριο αυξήθηκε με μεγαλύτερο ρυθμό (34,8%). Τέλος, το συνολικό καθαρό αποτέλεσμα ήταν κερδοφόρο την εξεταζόμενη διετία, σημειώνοντας μάλιστα αύξηση κατά 26,1%.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα