Διχασμένη είναι η γερμανική πολιτική αναφορικά με την έκδοση ευρωομολόγου προκειμένου να αντιμετωπιστεί η οικονομική κρίση που προκαλεί η εξάπλωση του κορωνοϊού. Την έκδοση ενός ευρωπαϊκού ομολόγου απορρίπτουν τα δύο χριστιανικά κόμματα CDU και CSU, οι Φιλελεύθεροι και το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία.
Υπέρ της έκδοσης εκφράστηκαν οι Πράσινοι και Η Αριστερά. Διφορούμενη είναι η στάση των Σοσιαλδημοκρατών. Ενώ ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς είναι αντιθέτος με την έκδοση ομολόγου, ο πρόεδρος του κόμματος Νόρμπερτ Βάλτερ-Μπόργιανς την θεωρεί ως τον «σωστότερο δρόμο».
Πρόταση για ευρωομόλογο ύψους 1 τρισ. ευρώ
Σε μια προσπάθεια να γεφυρώσουν τις διαφορές τους οι δύο πολιτικοί προτείνουν σε κοινή τους επιστολή προς την Κ.Ο. του κόμματος ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα μέτρων βοήθειας που θα ξεπερνά τα 200 δις ευρώ. Γύρω στα 100 δις ευρώ θα διατεθούν στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για δάνεια προς τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης, 50 δις ευρώ στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕ) για την παροχή δανείων σε επιχειρήσεις και 50 ως 100 δις ευρώ θα αξιοποιηθούν για τη δημιουργία ενός ταμείου για τη χρηματοδότηση της εκ περιτροπής εργασίας.
Στο μεταξύ αίσθηση προκάλεσε δήλωση του Μίχαελ Χούτερ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Γερμανικής Οικονομίας (IW) με έδρα την Κολωνία, το οποίο πρόσκειται στους εργοδότες. Ενώ στο διάστημα της ευρωκρίσης ήταν κάθετα αντίθετος με την έκδοση ευρωομολόγου, σήμερα την υποστηρίζει. Προκειμένου το ομόλογο να είναι αποτελεσματικό θα πρέπει, σύμφωνα με τον κ. Χούτερ, το μέγεθος έκδοσης να κυμανθεί στο 1 τρισ. ευρώ
Αντιθέτως, επιφυλάξεις εκφράζει ο πρόεδρος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας (Deutsche Bundesbank) Γενς Βάιντμαν. Παράλληλα όμως υποστηρίζει την αναγκαιότητα παροχής βοήθειας σε κράτη που, όπως η Ιταλία, πλήττονται σε μεγάλο βαθμό από την κρίση του κορωνοϊού. Η λύση για τις χώρες αυτές θα μπορούσε να είναι η ενεργοποίηση πιστοληπτικής γραμμής του ΕΜΣ. Σύμφωνα με τον κ. Βάιντμαν σε αυτή την περίπτωση «οι όροι οικονομικής πολιτικής δεν θα ήταν τόσο αυστηροί όπως για κανονικά δάνεια βοήθειας».
Παναγιώτης Κουπαράνης, Βερολίνο