Του Γιώργου Μεντή, Αναπληρωτή Καθηγητή Νομικής Σχολής Αθηνών, Δικηγόρου
Άμεση ανάγκη επανορθωτικών μέτρων (ιδίως στον τουρισμό) για την αντιμετώπιση της στέρησης εσόδων η οποία οφείλεται στα μέτρα πρόληψης κατά της κορωναϊκής γρίππης.
Για λόγους που άπτονται, κατά την αιτιολογία των περισσότερων κυβερνήσεων, του δημοσίου συμφέροντος (μη εξάπλωση του ιού) αποφασίσθηκε (ΚΥΑ 18149/13.3.2020, 18152/14.3.2020, 18176/15.3.2020) να κλείσουν και στην Ελλάδα, μεταξύ άλλων, τα εστιατόρια, bars, καφενεία και θέατρα, από 14.3.2020 τα εποχιακά ξενοδοχεία και, πλέον, από 18.3.2020, όλα τα καταστήματα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Συγχρόνως, σε όλον τον κόσμο λαμβάνονται αυστηρότατα μέτρα απαγόρευσης ή περιορισμού των ταξιδιών και του τουρισμού. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα, με την επικουρία ενός παγκόσμιου συλλογικού πανικού που τρέφει και τρέφεται από το διαδίκτυο, να έχουν ακυρωθεί κατά 99,99% οι τρέχουσες κρατήσεις των ξενοδοχείων σε κατ’εξοχήν τουριστικούς προορισμούς όπως η Ελλάδα.
Περιοχές όπως η Κρήτη και η Ρόδος που κάθε χρόνο τέτοια εποχή υποδέχονταν τους πρώτους τουρίστες είναι τελείως άδειες. Έρ(η)μη χώρα. Εικόνα ερήμωσης επικρατεί σε παραλίες όπου μέχρι πέρυσι μεγάλα ξενοδοχεία, κτισμένα με επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ, είχαν καλές πληρότητες ήδη από τον Μάρτιο. Έρημη από τουρίστες είναι τόσο η Αθήνα όσο και η Θεσσαλονίκη, οι οποίες λόγω της αλματώδους αύξησης του τουρισμού τα προηγούμενα χρόνια, «υποδέχθηκαν» μεγάλες επενδύσεις στον χώρο των μικρών και μεγάλων ξενοδοχείων και πολυτελών καταλυμάτων (Airbnb) εν γένει. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι, ακόμη κι αν ερχόταν τώρα ένας παθιασμένος με την Ελλάδα τουρίστας στην πρωτεύουσα, στην συμπρωτεύουσα ή αλλού, δεν θα έβρισκε ταβέρνα ανοιχτή να γευματίσει ούτε καφενείο να πιει τον καφέ του.
Το ότι επιτρέπεται για λίγες ημέρες ακόμη (μέχρι 23.3.2020) να κάθεται στο δωμάτιό του στο ξενοδοχείο και να γευματίζει εκεί μέσω room-service, μόνο θυμηδία προκαλεί. Πρόκειται για ολική -προσωρινή μεν, γιατί όλα περνάνε, αλλά ολική- καταστροφή. Σύμφωνα με τις προβλέψεις έμπειρων ξενοδόχων όλη η σεζόν βαίνει χαμένη. Μάλιστα, οι Έλληνες ξενοδόχοι, οι οποίοι επλήγησαν πέρυσι (2019) από την πτώχευση του τουριστικού κολοσσού Thomas Cook, δέχονται τώρα ένα απανωτό, πολλαπλάσιας ισχύος χτύπημα με τελείως αβέβαιο αποτέλεσμα. Αρκεί να επισημανθεί ότι στις περισσότερες περιπτώσεις έχουν ανασταλεί οι συμφωνηθείσες προκαταβολές από τους tour-operators για την σεζόν 2020 αλλά και οι συμφωνηθείσες πληρωμές για τα early bookings, ενώ και τα εγγυημένα allotments έγιναν απλά allotments, με συνέπεια την ασφυξία στην αγορά λόγω έλλειψης ρευστότητας και την αδυναμία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις τους προς προμηθευτές τους, οι οποίες μάλιστα αφορούν κατά μεγάλο μέρος αγαθά και υπηρεσίες που παρασχέθηκαν την προηγούμενη σεζόν.
Και ναι μεν θα μπορούσε κανείς εκ πρώτης όψεως να συμπαραταχθεί[1] με τα έκτακτα μέτρα «λουκέτου» σε χώρους συνάθροισης περισσοτέρων ανθρώπων. Όμως τέτοια μέτρα πλήττουν, πέραν της ελευθερίας (και της θρησκευτικής), και άλλα ζωτικότατα αγαθά της μεγάλης πλειονότητας των ανθρώπων. Γι’ αυτό απαιτούνται, το ταχύτερο (δηλ. όχι στις ελληνικές καλένδες, γιατί τότε θα είναι πολύ αργά), «αντίμετρα» ή συμπληρωματικά μέτρα, μ’άλλα λόγια μέτρα επανόρθωσης των συνεπειών που προκλήθηκαν και προκαλούνται από τα δρακόντεια μέτρα πρόληψης της κορωναϊκής γρίππης.
Για εμάς τους νομικούς τα δρακόντεια αυτά μέτρα («ασφυκτικά» τα χαρακτήρισε η νεοεκλεγείσα Πρόεδρος της Δημοκρατίας) συνιστούν βέβαια κατ’εξοχήν την έννοια της ανωτέρας βίας (vis major, force-majeure, hardship, höhere Gewalt), αφού πρόκειται για τελείως απρόβλεπτες, πρωτόγνωρες, αναπότρεπτες και ανυπέρβλητες εξωγενείς συνθήκες, οι οποίες όχι απλώς επιβάλλουν αναστολή της ενοχής αλλά μπορεί να οδηγήσουν και σε μερική ή ολοσχερή απαλλαγή του οφειλέτη χωρίς αξιώσεις από την πλευρά του αντισυμβαλλομένου. Όμως, η εφαρμογή των -περί ανωτέρας βίας ή άλλων συγγενών- κανόνων στην εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση έρχεται δυστυχώς, αρκετές φορές, πολύ αργά, όταν πια το πρόβλημα έχει ήδη de facto εξαφανισθεί, η δε δικαστική λύση του προβλήματος μετά από κάποια χρόνια (π.χ. τελεσίδικη δικαστική απόφαση περί απαλλαγής του οφειλέτη λόγω ανωτέρας βίας) είναι «δώρον άδωρον», αν έχει ήδη καταστραφεί ο οφειλέτης. Συνεπώς, και γι’αυτόν τον πρακτικό λόγο επιβάλλεται η άμεση δράση του νομοθέτη.
Εργαζόμενοι και επιχειρηματίες των πληττόμενων κλάδων χρειάζονται επείγουσα ενίσχυση για να σταθούν έστω στα πόδια τους, να επιβιώσουν κατά το ενδιάμεσο διάστημα της απώλειας, ώστε να μπορέσουν, όταν λυθεί -πρώτα ο Θεός- το πρόβλημα, να επαναδραστηριοποιηθούν, να ξαναδώσουν τον άρτον τον επιούσιον στις οικογένειές τους και να ξανατονώσουν την εθνική οικονομία.
Ο ακόλουθος κατάλογος επανορθωτικών μέτρων είναι ενδεικτικός, πράγμα που σημαίνει ότι επιδέχεται αλλαγές, συμπληρώσεις και βελτιώσεις. Ωστόσο, είναι ένας πρώτος οδηγός προς την αναγκαία κατεύθυνση, προς την οποία ήδη κινείται η Πολιτεία.
Βασικοί συντελεστές του συστήματος των επανορθωτικών μέτρων είναι το Κράτος και οι Τράπεζες. Το μεν Κράτος (και δη το ελληνικό) παρά τον ευτελισμό, την απαξίωση και την άρνηση του ρόλου του που έχει δεχθεί κατά καιρούς από τους λεγόμενους «νεοφιλελεύθερους» και τα διάφορα παράκεντρα εθνικής και υπερεθνικής εξουσίας, αποδεικνύεται εν τέλει ότι είναι το μόνο που μπορεί να βοηθήσει πραγματικά, όταν έρχονται τα δύσκολα. Γι’αυτό, το σύνθημα «ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ» αποτελεί προφανές λάθος. ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΚΡΑΤΟΣ χρειαζόμαστε, και πάντως ΟΧΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ. Δεν πρέπει νάρχονται τέτοιες κρίσεις για να το καταλαβαίνουμε αυτό. Οι δε Τράπεζες (και δη οι ελληνικές), νυν αναξιοπαθούσες κυρίως λόγω της δικής τους πιστωτικής βουλιμίας αρχικά και εν συνεχεία ατολμίας στην αντιμετώπιση της κρίσης του 2010 (αλλά και λόγω της χρεωκοπίας του ελληνικού δημοσίου), καλούνται με την βοήθεια του Κράτους, της Τράπεζας της Ελλάδος, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των άλλων ευρωπαϊκών μηχανισμών, να σταματήσουν τον στρουθοκαμηλισμό και την υποκρισία και να στηρίξουν άμεσα την πραγματική οικονομία εκείνων που ρισκάρουν τα κεφάλαιά τους και την εργασία τους, δημιουργώντας και διαθέτοντας αγαθά και υπηρεσίες σ’αυτήν εδώ την χώρα.
Απαιτούνται -αμέσως- μέτρα στην εξής ιδίως κατεύθυνση:
1. Προστασία των θέσεων εργασίας (απαγόρευση απολύσεων). Επιδότηση 75%-100% του μισθού των εργαζομένων (ανάλογα με το ύψος του μισθού) στις πληττόμενες επιχειρήσεις κατά την διάρκεια της επιβληθείσης αναστολής λειτουργίας της. Ο κατώτερος μισθός πρέπει να μείνει απαραβίαστος (βλ. και άρθρο 21 §1 Συντάγματος). Εναλλακτικά, νομοθετική αναστολή των σχέσεων εργασίας στους ως άνω κλάδους με καταβολή από το Δημόσιο στους εργαζόμενους προσωρινού επιδόματος «διακοπής λειτουργίας λόγω COVID-19» για όσο διάστημα διαρκεί η αναστολή λειτουργίας των επιχειρήσεων. Το να κλείνει κανείς επιχειρήσεις είναι θέμα ισχύος, το να αντιμετωπίζει τις συνέπειες από το κλείσιμο είναι θέμα ουσιαστικής δικαιοσύνης.
Πώς θα ζήσουν οι εργαζόμενοι αυτών των επιχειρήσεων κατά το ενδιάμεσο διάστημα αφού δεν εργάζονται; Δεν είναι ηλίου φαεινότερον ότι οι συντριπτικά περισσότεροι βιοπορίζονται από την εργασία τους; Καλό μεν το «μένουμε στο σπίτι», εφ’όσον όμως μπορούμε να το χρηματοδοτήσουμε. Και πώς θα ζήσουν άραγε και οι επιχειρήσεις, όταν δεν έχουν μεν έσοδα, αλλά αναγκάζονται να πληρώνουν (για πόσο διάστημα; )τους μισθούς των εργαζομένων;
2. Νομοθετική αναστολή όλων των λοιπών ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των επιχειρήσεων των πληττόμενων κλάδων (ξενοδοχεία, εστίαση, bars, φροντιστήρια, κομμωτήρια κλπ. -και πλέον από 18.3.2020 όλων των λοιπών καταστημάτων πλην των ρητώς εξαιρουμένων έναντι Δημοσίου και ιδιωτών για όσο χρόνο διαρκεί η εκ του νόμου επιβαλλόμενη ή de facto λόγω των συνθηκών αναστολή ή διακοπή λειτουργίας (π.χ. ξενοδοχεία πόλεων 12/μηνης λειτουργίας, τα οποία κλείνουν λόγω παντελούς έλλειψης πελατείας) και για τρεις μήνες μετά την άρση της αναστολής. Στο μέτρο αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι απαιτήσεις από αξιόγραφα (επιταγές, συναλλαγματικές κλπ), μισθώματα, τέλη και φόρους. Η αναστολή αυτή συνεπάγεται ενδεικτικά την απαγόρευση καταχώρισης στον Τειρεσία, την απαγόρευση διακοπής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεφωνικών γραμμών κλπ., την απαγόρευση δικαστικών ενεργειών για τέτοιες απαιτήσεις, την νομοθετική αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως, συμπεριλαμβανομένης της συντηρητικής κατασχέσεως τραπεζικών λογαριασμών για όλο το ως άνω διάστημα (αναστολή λειτουργίας συν 3 μήνες) κλπ.
3. Απαγόρευση τόκων υπερημερίας και ανατοκισμού εις βάρος των επιχειρήσεων των πληττόμενων κλάδων καθ’όλη την διάρκεια του έτους 2020. Περιορισμός κατά 50% (δηλ. στο ήμισυ) του συμφωνηθέντος δικαιοπρακτικού (ή νόμιμου εξωτραπεζικού) επιτοκίου ενήμερης οφειλής. Το αυτό ισχύει και για τα (όποια) επιτόκια καταθέσεων. Δεν μπορεί άλλοι να υποφέρουν και άλλοι να συνεχίζουν να εισπράττουν κανονικά όλους τους τόκους «τους», σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Η απλή αναστολή των τοκοχρεωλυτικών δόσεων δεν είναι αρκετή, αφού μετά από ορισμένο διάστημα θα κληθούν οι οφειλέτες να καταβάλουν και τους παλαιούς και τους νέους τόκους. Έτσι, χωρίς διαγραφή, συσσωρεύονται οι οφειλές και διαιωνίζονται τα κόκκινα δάνεια.
4. Βραχυπρόθεσμος τραπεζικός δανεισμός -με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου- των πληττόμενων επιχειρήσεων με μόνη ασφάλεια την εκχώρηση μέρους των μελλοντικών εσόδων τους, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν άμεσες ανελαστικές δαπάνες τους (π.χ. πληρωμή παλαιότερων υποχρεώσεων, επιστροφή προκαταβολών για υπηρεσίες που δεν παρασχέθηκαν κλπ). Σημειωτέον ότι στο παρελθόν (δεκαετίες 1970 και 1980) εφαρμοζόταν επιτυχώς η τραπεζική δανειοδότηση εποχιακών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων με κεφάλαια κινήσεως ύψους 20% του τζίρου της προηγούμενης σεζόν ακριβώς για την αντιμετώπιση της νεκρής περιόδου.
Υπάρχουν σοβαρά ζητήματα ως προς την θέσπιση και εφαρμογή των ως άνω επανορθωτικών μέτρων τα οποία πρέπει να εξετασθούν προσεκτικά (αλλά πολύ γρήγορα). Για παράδειγμα, ποιες επιχειρήσεις δικαιούνται τέτοιες ενισχύσεις. Διότι δεν πλήττονται μόνον όσες διέκοψαν την λειτουργία τους. Πλήττονται και οι προμηθευτές τους, οι οποίοι είναι άξιοι προστασίας, αν, π.χ., ποσοστό άνω του 50% του τελευταίου τζίρου τους αφορά συναλλαγές με τις αμέσως πληττόμενες επιχειρήσεις.
Πλήττονται και οι ιδιοκτήτες – εκμισθωτές των καταστημάτων που έκλεισαν ή κλείνουν. Πλήττονται και οι Τράπεζες που πρέπει να διαγράψουν τόκους. Εδώ, κορυφαίο ρόλο καλείται να αναλάβει επιτέλους -και πάλι- το Κράτος. Συγκεκριμένα, βιώνουμε ήδη από την προηγούμενη οικονομική κρίση το εξής αντιφατικό και αποκαρδιωτικό φαινόμενο όσον αφορά την φορολογική νομοθεσία. Ενώ απόλυτο ζητούμενο είναι η αλυσιδωτή μείωση χρεών για να ξαναπάρει μπρος η οικονομία (διαγραφή τόκων, διαγραφή μέρους του κεφαλαίου, τώρα: απαλλαγή του μισθωτή το κατάστημα του οποίου διακόπτει αναγκαστικά την λειτουργία του, π.χ. από τα μισθώματα των 3 επομένων μηνών), ο φορολογικός νομοθέτης αντιμετωπίζει ως ΚΕΡΔΟΣ (!) για τον οφειλέτη την όποια μείωση της (δυσανάλογης και ανυπέρβλητης) οφειλής του, μείωση, η οποία μάλιστα ΔΕΝ ΕΚΠΙΠΤΕΙ από το εισόδημα του δανειστή.
Αν, για παράδειγμα, ο δανειστής (εκμισθωτής/ιδιοκτήτης), κατόπιν συμφωνίας του με τον οφειλέτη (ενοικιαστή), προς αποφυγήν δικαστικών εμπλοκών, απαλλάξει τον οφειλέτη από την καταβολή 3 ενοικίων το έτος 2020, τότε κινδυνεύει να φορολογηθεί σαν να τα έχει εισπράξει. Ο δε οφειλέτης θα θεωρηθεί ότι έχει κέρδος από αυτήν την «έκπτωση», άρα θα φορολογηθεί για το κέρδος του αυτό. Πρόκειται για ξεκάθαρα αντιαναπτυξιακή, παράλογη, στρεβλή φορολογική νομοθεσία-έκτρωμα, η οποία εμποδίζει την ελληνική οικονομία να ξαναξεκινήσει, την καθηλώνει και αποκλείει de facto το «fresh start» που είναι αναγκαίο σε τέτοιες περιόδους.
Απαιτείται το ακριβώς αντίθετο: να δοθούν, άμεσα, απλά και γενναία φορολογικά κίνητρα στους δανειστές (τράπεζες, προμηθευτές, εκμισθωτές των πληττόμενων επιχειρήσεων κλπ.) να δεχθούν την άφεση έστω μέρους του χρέους (π.χ. με την πλήρη αποδοχή εκ μέρους της φορολογικής αρχής ότι έτσι μειώνεται, χωρίς υπεκφυγές, το εισόδημα του δανειστή). Πρέπει, επίσης να μην θεωρείται κέρδος για τους οφειλέτες η υπέρ αυτών απαλλαγή από τα χρέη τέτοιων καταστροφικών περιόδων. «Ανάγκα και θεοί πείθονται», πρέπει αντιστοίχως να πεισθεί και ο Έλληνας φορολογικός νομοθέτης. Εννοείται μάλιστα ότι διοικητικά στελέχη (μέλη διοικητικού συμβουλίου κ.α.) επιχειρήσεων δανειστών, τα οποία προβαίνουν σε τέτοιες διαγραφές ή μειώσεις χρεών δεν διαπράττουν απιστία, πράγμα που πρέπει να ξεκαθαρισθεί με απλά λόγια και όχι να ρυθμίζεται με περίπλοκες διατάξεις που κάνουν ακόμη δυσχερέστερη την διαγραφή χρεών σε σχέση με το παρελθόν (προφανές αντιπαράδειγμα: το άρθρο 65 ν.4472/2017 για την απιστία τραπεζικών στελεχών που ψηφίστηκε επί της προηγούμενης κυβέρνησης).
Κατά την διάρκεια της προηγούμενης οικονομικής κρίσης, το ελληνικό κράτος «φρόντισε» (με την «συνδρομή», αν όχι επιβολή των δανειστών του) να αποφύγει την απόλυτη χρεωκοπία του, διαγράφοντας περί τα 110 δις ευρώ δικών του χρεών (κούρεμα ομολόγων). Επίσης μείωσε τις δαπάνες του, π.χ. ακόμη και από μισθώματα (μείωση 20% αρχικά και εκ νέου 20% στην συνέχεια, άρθρο 21 ν.4002/2011 και άρθρο 2 ν.4081/2011) μη μειώνοντας συγχρόνως -κατά περίεργο τρόπο- τις δικές του απαιτήσεις από μισθώματα). Παρέλειψε όμως, σε ασυγχώρητο βαθμό να αμβλύνει για τους άλλους τις συνέπειες της κρίσης, που το ίδιο κυρίως προκάλεσε, δηλαδή για τους εργαζομένους και τις επιχειρήσεις. Το ότι θέσπισε ένα είδος προσωρινής προστασίας (2010-2020) για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά (νόμος «Κατσέλη») ήταν κάτι. Κι αυτό το κάτι ήταν όμως γεμάτο με πάρα πολλά προβλήματα, τα οποία εκδηλώθηκαν σιγά-σιγά στην συνέχεια, μέχρι που φθάσαμε στην -μετά βαΐων και κλάδων από πολλούς- απόλυτη κατάργησή του.
Η νέα κρίση από την κορωναϊκή γρίππη μπορεί να είναι ένα στιγμιαίο επεισόδιο στην οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας (κατά τον Πρόεδρο των Η.Π.Α.) και κατά τούτο να μη μοιάζει τόσο με τα άλλα κραχ. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να μαθαίνουμε από τις παραλείψεις και τα λάθη μας. Χωρίς αλυσιδωτές βοήθειες και αφέσεις χρέους δεν αντιμετωπίζονται τόσο εκτεταμένες κρίσεις.
Το Ελληνικό Κράτος, κάπως πιο ελεύθερο σήμερα από τα δεσμά των δανειστών του σε σχέση με το 2010, οφείλει να αναλάβει αμέσως γενναίες νομοθετικές πρωτοβουλίες επανόρθωσης της ζημίας που υφίστανται όλοι, εργαζόμενοι και επιχειρήσεις, λόγω της επιβληθείσης διακοπής λειτουργίας ενός τόσο μεγάλου και δυναμικού κομματιού της ελληνικής οικονομίας.