Οι προσδοκίες για βελτίωση των προοπτικών της οικονομίας και της ζωής των νοικοκυριών εξακολουθούν να παραμένουν σε υψηλό επίπεδο. Η οικονομική πολιτική, σταδιακά αλλά σταθερά, αποκτά όλο και ευρύτερη αναπτυξιακή διάσταση, προς την κατεύθυνση ενός πιο εξωστρεφούς παραγωγικού προτύπου, σημειώνει ο ΣΕΒ στο μηνιαίο δελτίο οικονομικής δραστηριότητας. Αυτό συμβαίνει, μάλιστα, εν μέσω ενός αβέβαιου οικονομικού και γεωπολιτικού περιβάλλοντος, που μπορεί ενδεχομένως να επιδεινωθεί λόγω της απειλής του κορονοϊού από την Κίνα.
Στο πλαίσιο αυτό, η δρομολογηθείσα μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, και ιδίως η κατάργηση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης και η επιδιωκόμενη αύξηση του δημοσιονομικού χώρου με συμφωνημένη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος – στόχου κατά 1 έως 1,5 π.μ. του ΑΕΠ, είναι πολιτικές προς τη σωστή κατεύθυνση. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν ταυτίζονται απαραίτητα με την ενίσχυση των μακροπρόθεσμων αναπτυξιακών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνει ο ΣΕΒ.
Υπάρχουν τεράστιες ανάγκες για δαπάνες στην υγεία και την παιδεία/κατάρτιση/δεξιότητες, που θα πρέπει να ικανοποιηθούν κατά προτεραιότητα. Επίσης, οι ρυθμίσεις του νέου ασφαλιστικού νομοσχεδίου που έχει κατατεθεί προς ψήφιση στη Βουλή, τείνουν να διευρύνουν το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης, που είναι ήδη το μεγαλύτερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ούτε, όμως, οι πολιτικές αυτές είναι υποκατάστατα της επιτάχυνσης και της εμβάθυνσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Χωρίς τις τελευταίες, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από έλλειψη ανταγωνιστικότητας, επενδύσεων και δεξιοτήτων, με αποτέλεσμα ανεπαρκή επίπεδα παραγωγικότητας, εξαγωγικής διείσδυσης και απασχόλησης. Παράλληλα, το εργατικό δυναμικό θα συνεχίσει να απασχολείται σε δουλειές μικρής προστιθέμενης αξίας, περιορισμένης τεχνολογικής έντασης και χαμηλών αμοιβών.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ, η οικονομική κατάσταση συνεχώς βελτιώνεται, με αργούς, όμως, ρυθμούς, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία. Το 2019 σημειώθηκε για πρώτη φορά επιτάχυνση της μεταποιητικής παραγωγής χωρίς καύσιμα (+3,1% το 2019 έναντι +2,6%, +2,6%, +2,4% το 2018, 2017, 2016 αντιστοίχως), παρά την αποκλιμάκωση της αύξησης των εξαγωγών αγαθών χωρίς καύσιμα (+5,2% το 2019 έναντι +10,6% το 2018) λόγω χειροτέρευσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, η οικονομία ωφελήθηκε από την επιτάχυνση της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (+4,7% στο 9μηνο του 2019 σε τρέχουσες τιμές έναντι +2,9% στο 9μηνο του 2018), κατά βάση λόγω του εκλογικού κύκλου. Στην αύξηση αυτή συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, οι αμοιβές των μισθωτών (+2,7 π.μ.) και οι συντάξεις (+1,1 π.μ.), παρά την αύξηση των φόρων και κοινωνικών εισφορών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, τα νοικοκυριά άντλησαν λιγότερους πόρους από τις σωρευμένες αποταμιεύσεις για να στηρίξουν την κατανάλωση τους, ενώ βρήκαν και την ευκαιρία να μειώσουν τα χρέη τους, με αποτέλεσμα να επιβραδυνθεί η ιδιωτική κατανάλωση (+0,2% στο 9μηνο του 2019 σε σταθερές τιμές έναντι +1,0% στο 9μηνο του 2018) και ο όγκος των λιανικών πωλήσεων εκτός καυσίμων (+0,8% στο 11μηνο του 2019 έναντι +1,9% στο 11μηνο του 2018), μειώνοντας έτσι το ποσοστό αρνητικής αποταμίευσης (σε -2,6% στο 9μηνο του 2019 έναντι -6,6% στο 9μηνο του 2018). Σημειώνεται ότι οι αυξήσεις αυτές στα εισοδήματα δεν είναι βιώσιμες καθώς βρίσκονται σε αναντιστοιχία με την στασιμότητα της παραγωγικότητας στην οικονομία, με την Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία ανά ώρα εργασίας να μειώνεται κατά -0,2% στο 9μηνο του 2019 έναντι αύξησης κατά +0,1% στο 9μηνο του 2018. Συνεπώς, το 2020 είναι απαραίτητο να επιταχυνθούν κατά προτεραιότητα οι ιδιωτικές επενδύσεις και να αυξηθεί η παραγωγικότητα για να καταγράψει η οικονομία τους αναμενόμενους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Παρά την εντεινόμενη, πάντως, οικονομική δραστηριότητα, η αύξηση της απασχόλησης των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα έχει αρχίσει να επιβραδύνεται. Αργά η γρήγορα, μάλιστα, εάν η τάση αυτή δεν αντιστραφεί με αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας, θα αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος το 2020. Αυτό θα συμβεί διότι δεν θα επαναληφθεί η μεγάλη αύξηση της δημόσιας κατανάλωσης το 2019 λόγω των εκλογών, (+3% στο 9μηνο του 2019 έναντι -2,9% το 9μηνο του 2018), αν και θα μετριαστεί από την αναμενόμενη μείωση των φόρων και ασφαλιστικών εισφορών. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να επιδειχθεί σύνεση από την πολιτεία στην αύξηση του κατώτατου μισθού το 2020, καθώς μια επανάληψη της μαξιμαλιστικής πολιτικής του 2019 θα έχει αρνητικές συνέπειες για την οικονομία. Τα στοιχεία μισθών του ΕΦΚΑ είναι διαφωτιστικά. Η ετήσια μεταβολή του μέσου μισθού των εργαζομένων με μερική απασχόληση (καθώς, κατά τεκμήριο, επηρεάζονται περισσότερο από τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού) ανήλθε τον Ιούλιο 2019 σε +9% από +4,7% τον Φεβρουάριο του 2019, όταν σημειώθηκε η αύξηση του κατώτατου μισθού κατά +11%. Στην περίπτωση του μέσου μισθωτού (είτε εργάζεται με πλήρη είτε με μερική απασχόληση), η αντίστοιχη ετήσια μεταβολή διαμορφώθηκε τον Ιούλιο του 2019 σε +4,6% από +2,2% τον Φεβρουάριο του 2019. Ταυτόχρονα, οι μισθολογικές αυτές αυξήσεις φαίνεται να έχουν οδηγήσει σε επιβράδυνση της απασχόλησης. Ο μέσος μηνιαίος μισθός των ασφαλισμένων στον ΕΦΚΑ διαμορφώθηκε σε €951,7 το 7μηνο του 2019, έναντι €919,7 το 7μηνο του 2018 και €937,6 το 7μηνο του 2017. Αντίθετα, ο ρυθμός δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας στο 7μηνο του 2019 (+281,8 χιλ.) επιβραδύνθηκε σε σχέση με το 2018. (+289,6 χιλ.). Σημειώνεται ότι για όλο το έτος οι καθαρές προσλήψεις αυξήθηκαν κατά +127,6 χιλ. το 2019, επιβραδυνόμενες σημαντικά σε σχέση με το 2018, όταν είχαν αυξηθεί κατά +141 χιλ. Μάλιστα, ακόμη και ο τουρισμός εμφανίζει επιβράδυνση στις καθαρές προσλήψεις (κατά -3% ή -0,9χιλ., ενώ στην υπόλοιπη οικονομία η τάση είναι εντονότερη (κατά -11,1% ή -12,4 χιλ.).
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η εμπιστοσύνη της αγοράς στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένει αμείωτη. Έτσι, στις 24 Ιανουαρίου 2020 ο οίκος αξιολόγησης Fitch προχώρησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε BB από BB-, με θετικές προοπτικές για την ελληνική οικονομία, η οποία απέχει πλέον δύο βαθμίδες από το όριο των επενδυτικών ομολόγων. Η εξέλιξη αυτή άνοιξε το δρόμο για την επιτυχή έξοδο στις αγορές με την άντληση €2,5 δισ. μέσω της έκδοσης 15ετούς ομολόγου με επιτόκιο 1,9%. Σημειώνεται ότι η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου έχει έκτοτε υποχωρήσει κάτω του 1%, ενώ και το περιθώριο έναντι του αντίστοιχου Γερμανικού ομολόγου υποχωρεί ραγδαία, έχοντας διαμορφωθεί σε 1,32 π.μ. στις 12/02/2020 από 3,50 π.μ. πριν τις Ευρωεκλογές του 2019 και 1,30 π.μ. πριν την κρίση (Οκτ 2009). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την πεποίθηση των επενδυτών ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε τροχιά ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια και το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα συνεχίσει να υποχωρεί με σταθερό ρυθμό.
naftemporiki.gr