Από την έντυπη έκδοση
Ειδοποιητήρια για την καταβολή υπέρογκων ποσών φόρων, τόκων και προσαυξήσεων έλαβαν εν μέσω των εορτών 71.000 μισθωτοί εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι, οι οποίοι είχαν εισπράξει το 2013 αναδρομικά ποσά αποδοχών, που τους οφείλονταν από τα έτη 2001 έως 2012, αλλά δεν τα δήλωσαν στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλαν το 2014 κι έτσι δεν φορολογήθηκαν γι' αυτά μαζί με τα υπόλοιπα εισοδήματα του έτους 2013. Τα ποσά που καλούνται να πληρώσουν ορισμένοι εξ αυτών φθάνουν ακόμη και σε επίπεδα δεκάδων χιλιάδων ευρώ.
Πρόκειται για φορολογούμενους τους οποίους είχαν εντοπίσει οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (AAΔΕ) ύστερα από ηλεκτρονική διασταύρωση των στοιχείων των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλαν το 2014 για το 2013, με τα στοιχεία των βεβαιώσεων αποδοχών έτους 2013 που είχαν αποστείλει για τους ίδιους φορολογούμενους στην ΑΑΔΕ οι εργοδότες τους και τα ασφαλιστικά τους ταμεία. Το σύνολο των περιπτώσεων που είχαν εντοπιστεί από τη διασταύρωση αυτή ανερχόταν σε 190.000, όμως τελικά ελέγχθηκαν πλήρως οι 71.000 με τα πιο μεγάλα ποσά αδήλωτων αναδρομικών.
Η προθεσμία παραγραφής
Η αιτία για την οποία δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθούν πλήρως όλες οι υποθέσεις ήταν ότι το αρχείο με τα αποτελέσματα της διασταύρωσης εστάλη στις ΔΟΥ για έλεγχο και βεβαίωση των φόρων και των προστίμων με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, έξι μόλις εργάσιμες ημέρες πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία έληγε η προθεσμία παραγραφής όλων αυτών των υποθέσεων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με νεότερες πληροφορίες της «Ν», η διασταύρωση είχε διενεργηθεί από τη Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης της ΑΑΔΕ πριν από περίπου δύο χρόνια και οι αρμόδιες για τον έλεγχο κεντρικές υπηρεσίες της Αρχής είχαν ενημερωθεί σχετικά με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τα αρχεία, όμως, με τα αποτελέσματα της διασταύρωσης εστάλησαν τελικά στις αρμόδιες ΔΟΥ για τελικό έλεγχο και καταλογισμό φόρων, τόκων και προσαυξήσεων στα μέσα Δεκεμβρίου 2019, λίγες μόλις ημέρες πριν από την 31η Δεκεμβρίου 2019, ημερομηνία κατά την οποία εξέπνεε η προθεσμία για την παραγραφή των συγκεκριμένων υποθέσεων (οι υποθέσεις παραγράφονταν στις 31/12/2019 επειδή αφορούσαν στα εισοδήματα του έτους 2013).
Πιο αναλυτικά, από τη διασταύρωση που είχε γίνει προ διετίας είχαν εντοπιστεί περίπου 190.000 περιπτώσεις μισθωτών (ιδιωτικών-δημοσίων υπαλλήλων) και συνταξιούχων οι οποίοι εισέπραξαν εντός του 2013 αναδρομικά ποσά αποδοχών (καθυστερούμενα από τους εργοδότες, επιδικασθέντα από δικαστήρια κ.λπ.), τα οποία αφορούσαν έτη από το 2001 έως το 2012, αλλά δεν προέκυπτε ότι τα είχαν συμπεριλάβει στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του έτους 2014, που υπέβαλαν για το 2013, παρά το γεγονός ότι τα ποσά αυτά είχαν συμπεριληφθεί στις βεβαιώσεις αποδοχών που είχαν αποσταλεί ηλεκτρονικά στο σύστημα TAXISnet.
Κι ενώ τα αρχεία με τα αποτελέσματα της διασταύρωσης, στα οποία αποτυπώνονταν τα στοιχεία 190.000 μισθωτών και συνταξιούχων, φερόμενων να μην έχουν δηλώσει αναδρομικά ποσά αποδοχών, ήταν στη διάθεση των υπηρεσιών της ΑΑΔΕ εδώ και δύο χρόνια, μόλις την Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019 η Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης απέστειλε στις ΔΟΥ της χώρας τα συγκεκριμένα αρχεία μαζί με ένα τρισέλιδο έγγραφο (το υπ' αριθμόν πρωτοκόλλου ΔΕΑΦ Α 1174594 ΕΞ 2019) στο οποίο περιλαμβάνονταν εντολές και οδηγίες για τον έλεγχο των υποθέσεων. Με το έγγραφο αυτό, η Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης κάλεσε συγκεκριμένα τους προϊσταμένους και τους αρμοδίους υπαλλήλους των ΔΟΥ να προχωρήσουν άμεσα σε έλεγχο και εκκαθάριση των υποθέσεων των φορολογουμένων αυτών, αρχίζοντας από τις περιπτώσεις με τα μεγαλύτερα ποσά. Η εντολή προς τους εφοριακούς ήταν να ολοκληρώσουν τους ελέγχους το συντομότερο δυνατό, εντός των ελαχίστων εργασίμων ημερών που απομένουν μέχρι το τέλος του 2019, ώστε τα ειδοποιητήρια με τα οποία θα καταλογίζονται οι επιπλέον φόροι εισοδήματος, οι προσαυξήσεις και τα πρόστιμα να εκδοθούν το αργότερο μέχρι τις 31/12/2019 και οι υποθέσεις να μην υποπέσουν σε παραγραφή. Ωστόσο, επειδή ο αριθμός των υποθέσεων ήταν πολύ μεγάλος -υπολογίζονταν σε 190.000, όπως ήδη αναφέραμε- και ο χρόνος που απέμενε πλέον στις ΔΟΥ να επεξεργαστούν τα στοιχεία που τους απεστάλησαν, να εκδώσουν τα ειδοποιητήρια πληρωμής και να τα αποστείλουν στους φορολογούμενους ήταν πλέον ελάχιστος, διεγράφη σοβαρός κίνδυνος παραγραφής μεγάλου αριθμού υποθέσεων.
Το θέμα αυτό, μάλιστα, είχε προκαλέσει και τεράστια αναστάτωση στους εργαζομένους στις ΔΟΥ, οι οποίοι, έχοντας να αντιμετωπίσουν τον τεράστιο φόρτο εργασίας που ήδη είχε συσσωρευτεί στις υπηρεσίες τους τις τελευταίες μέρες του 2019, βρέθηκαν ξαφνικά αντιμέτωποι και με την υποχρέωση -και κυρίως με την ευθύνη- να ελέγξουν μέσα στις ελάχιστες εργάσιμες μέρες που απέμεναν έως το τέλος του 2019 περίπου 190.000 υποθέσεις φορολογουμένων της παραπάνω περίπτωσης, να εκδώσουν και να κοινοποιήσουν στους φορολογούμενους αυτούς τα ειδοποιητήρια για την πληρωμή των φόρων και των προσαυξήσεων έως τις 31/12/2019, καθώς από την 1η Ιανουαρίου 2020 οι εν λόγω υποθέσεις παραγράφονταν.
Τα εκκαθαριστικά
Εντέλει, έπειτα από υπερεργασία πολλών υπαλλήλων στις ΔΟΥ, κατέστη δυνατό να ελεγχθούν πλήρως 71.000 περιπτώσεις φορολογουμένων που όντως δεν είχαν δηλώσει το 2014 στις φορολογικές τους δηλώσεις αναδρομικά αποδοχών που είχαν λάβει το 2013 και αφορούσαν καθυστερούμενα ή επιδικασθέντα ποσά μισθών και συντάξεων των ετών 2001-2012. Για τις περιπτώσεις αυτές εκδόθηκαν και αναρτήθηκαν στους λογαριασμούς των φορολογουμένων στο ΤΑΧΙSnet ισάριθμα εκκαθαριστικά σημειώματα στα οποία αναγράφονται ποσά φόρων, τόκων και προσαυξήσεων προς πληρωμή συνολικού ύψους 93 εκατ. ευρώ. Κάθε παραλήπτης εκκαθαριστικού καλείται δηλαδή να καταβάλει ποσό 1.310 ευρώ κατά μέσο όρο.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχουν περιπτώσεις φορολογουμένων προς τους οποίους κοινοποιήθηκαν εκκαθαριστικά για την πληρωμή ποσών της τάξεως των 10.000, των 30.000 ή ακόμη και των 40.000 ευρώ. Τα καταλογισθέντα ποσά είναι πολύ μεγάλα σε αρκετές περιπτώσεις όχι μόνο επειδή τα αδήλωτα αναδρομικά ήταν της τάξεως των πολλών χιλιάδων ευρώ, αλλά και επειδή η καθυστέρηση με την οποία έγινε η διαδικασία του τελικού ελέγχου είχε ως συνέπεια να συσσωρευτούν τόκοι και προσαυξήσεις πολλών μηνών που ανέβασαν τα αρχικά ποσά μη καταβληθέντων φόρων σε επίπεδα υψηλότερα ακόμη και κατά 60%. Συγκεκριμένα, τα ποσά των τόκων και των προσαυξήσεων που καταλογίστηκαν ήταν πολύ μεγάλα, καθώς αυτά υπολογίστηκαν με 0,73% ανά μήνα και ήδη είχαν περάσει περισσότεροι από 60 μήνες από την ημερομηνία που άρχισαν να «μετρούν».
Έως 31 Ιανουαρίου και σε μία δόση οι πληρωμές
Οι φόροι και τα πρόστιμα που καταλογίστηκαν στους 71.000 φορολογούμενους που δεν δήλωσαν τις αναδρομικές αποδοχές που εισέπραξαν πρέπει να πληρωθούν σε μία δόση έως 31 Ιανουαρίου 2020. Σημειώνεται ότι από τις υπόλοιπες 119.000 υποθέσεις, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζουν πηγές της ΑΑΔΕ, παραγράφηκαν τελικά περί τις 35.000, οι οποίες δεν ελέγχθηκαν κατά προτεραιότητα επειδή αφορούσαν μικρά ποσά αδήλωτων αναδρομικών, ενώ σε περισσότερες από 74.000 υποθέσεις διαπιστώθηκε ότι αφορούσαν περιπτώσεις φορολογουμένων που είχαν ήδη υποβάλει τροποποιητικές δηλώσεις για τα αναδρομικά που εισέπραξαν.