Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ύστερα από χρόνια κρίσης, ασθενικής ανάπτυξης και πολιτικών «σεισμών», με την συντριβή παραδοσιακών κομμάτων κεντροαριστεράς και σε μικρότερο βαθμό της κεντροδεξιάς και την δυναμική άνοδο λαϊκιστικών και ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να παίρνουν το μήνυμα: Η υπερβολική δημοσιονομική πειθαρχία, η εμμονική σχεδόν εφαρμογή της λιτότητας έχει παρενέργειες. Το πράσινο φως για την αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας δόθηκε. Αλλά η τελική συμφωνία δεν θα έρθει εύκολα.
Όσοι προσδοκούσαν ένα οριστικό αντίο στη λιτότητα και στον περιβόητο στόχο του 3% για το δημοσιονομικό έλειμμα, που δεν έχει οικονομική ή άλλη εξήγηση, θα πρέπει σίγουρα να περιμένουν αρκετά. Ωστόσο μέσα στο 2020 οι συνθήκες θα μπορούσαν να ωριμάσουν για να σπάσει ή να χαλαρώσει με κάποιον τρόπο αυτό το «ταμπού», που δέχεται εδώ και χρόνια βολές ως ένα στοιχείο που υπηρετεί μόνο το πρώτο σκέλος του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Τα τελευταία χρόνια αμφισβητείται ακόμη και το εάν υπηρετεί τη σταθερότητα. Ας δούμε όμως πώς φτάσαμε στο σημείο να αναγνωρίσουν οι Βρυξέλλες και οι ευρωπαϊκές ηγεσίες την ανάγκη αλλαγών.
Όταν η κρίση χρέους απείλησε με διάλυση την Ευρωζώνη την περίοδο 2010-12, η απάντηση των Ευρωπαίων ήταν όχι μόνο να μην αμφισβητήσουν τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας, αλλά να τους καταστήσουν ακόμη πιο αυστηρούς με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Compact).
Και εάν στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες των μνημονίων θεωρήθηκε τότε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση από την σκληρή λιτότητα(το mea culpa του ΔΝΤ ήρθε πολύ αργότερα), γιατί έπρεπε και οι υπόλοιποι να ακολουθήσουν, έστω και σε μικρότερες δόσεις, την ίδια συνταγή; Με την απόσταση των δέκα χρόνων και το πλεονέκτημα της εκ των υστέρων αποτίμησης των αποτελεσμάτων, ολοένα και περισσότεροι σήμερα ομολογούν πως αυτό ήταν λάθος.
Στην τελευταία ετήσια έκθεσή του το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο- το οποίο συμβουλεύει τον εκτελεστικό βραχίονα της Ε.Ε., την Κομισιόν- αναγνωρίζει ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες εμφανίζουν «μία σειρά από αδυναμίες» και συστήνει την αναθεώρησή τους κατά τρόπο, που να επιτρέπεται στα κράτη να αυξάνουν τις «παραγωγικές» επενδύσεις και να δίνουν τονωτικές ενέσεις στην ανάπτυξη ακόμη και σε περιόδους, που άλλα σφίγγουν το ζωνάρι. Τα μακροοικονομικά δεδομένα που θέλουν την ευρωπαϊκή οικονομία να αναπτύσσεται με αισθητά πιο αδύναμους ρυθμούς από την αμερικανική την τελευταία διετία και δύο μεγάλα μέλη του ευρώ, τη Γερμανία και την Ιταλία, να απειλούνται με ύφεση έχουν συμβάλλει στα μέγιστα στο να ενισχυθούν οι φωνές για χαλάρωση του πλαισίου.
Το Βερολίνο βεβαίως επιμένει στη δική του γραμμή. Επισήμως σε εθνικό επίπεδο δεν εγκαταλείπει το δόγμα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Αλλά αφήνει ένα παράθυρο για να το παρακάμψει. Πώς; Μέσω της σύστασης κρατικά ελεγχόμενων οργανισμών, που θα εκδώσουν πράσινα ομόλογα για την χρηματοδότηση μεγάλων project καθαρής ενέργειας και πράσινης τεχνολογίας. Η μάχη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής έχει κόστος. Αλλά παράλληλα αναδεικνύεται συνολικά για την Ευρώπη σε μία ευκαιρία στροφής σε επενδύσεις και πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης.
Ακόμη ένα πεδίο, που προσφέρει τέτοιου είδους ευκαιρίες, είναι και ο ψηφιακός μετασχηματισμός. Η χώρα μας έχει ακόμη πολλά βήματα να κάνει. Αλλά δεν είναι η μόνη που έχει μείνει πίσω. Η «γκρίνια» για την υποαπόδοση της Ευρώπης σε αυτόν τον τομέα συγκριτικά με τις ΗΠΑ, αλλά και τις μεγάλες ασιατικές οικονομίες είναι ολοένα και εντονότερη.
Το Ευρωπαϊκο Δημοσιονομικό Συμβούλιο αναφέρει ρητά τους δύο αυτούς τομείς- ψηφιακές υποδομές και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής- στη λιστα των «παραγωγικών» επενδύσεων. Το Συμβούλιο δεν παραλείπει να επικρίνει υπερχρεωμένες χώρες ότι δεν έχουν κάνει αρκετά για να μειώσουν τα βάρη τους, αλλά παραδέχεται- και αυτό έχει σίγουρα τη σημασία του- ότι οι προσπάθειες, που απαιτούνται στην βάση μίας αυστηρής ερμηνείας των κανόνων ενδεχομένως να είναι «δυσανάλογα μεγάλες».
Η πρότασή του ουσιαστικά είναι να ξεφύγουμε από τη λογική «ένα κουστούμι για όλους» και να προχωρήσουμε σε στόχους «κομμένους και ραμμένους» για τις ειδικές ανάγκες του κάθε κράτους- μέλους, που βεβαίως θα πρέπει και πάλι να γίνονται σεβαστοί. Η πειθαρχία δεν εγκαταλείπεται. Αλλά μάλλον θα γίνει πιο ευέλικτη.
Aυτό το θέλουν πια πολλές πολιτικές δυνάμεις, που είδαν την δύναμή τους να συρρικνώνεται τα τελευταία χρόνια- κάτι για το οποίο, όπως σχολίαζαν πρόσφατα οι FT «δεν φταίνει οι λαϊκιστές, αλλά η σκληρή λιτότητα».