Από την έντυπη έκδοση
Του Αντώνη Τσιμπλάκη
[email protected]
Να ανοίγει η «ψαλίδα» στις τιμές μεταξύ του συμβατικού πετρελαίου που χρησιμοποιείται σήμερα για ναυτιλιακό καύσιμο, με το νέο πετρέλαιο με περιεκτικότητα σε θείο μέχρι 0,5% που θα χρησιμοποιούν τα πλοία από τον Ιανουάριο του 2020, «βλέπει» σε ανάλυσή της η Alphatanker.
Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά, οι καθυστερήσεις στην τοποθέτηση συστημάτων καθαρισμού ρύπων στα πλοία, αλλά και οι αμφιβολίες που υπάρχουν για τις δυνατότητες εφοδιασμού της αγοράς με τις απαραίτητες ποσότητες του νέου καυσίμου μπορεί να δημιουργήσουν μια διαφορά τιμής ανάμεσα στα δύο προϊόντα που θα φτάσει ακόμα και τα 400 δολάρια ο τόνος.
Στο Ρότερνταμ
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει, τον επόμενο μήνα (Ιανουάριος 2020, όπου και ισχύει ο νέος κανονισμός του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού για καύσιμα με περιεκτικότητα σε θείο μέχρι 0,5%), στο λιμάνι του Ρότερνταμ, που είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, η τιμή του συμβατικού πετρελαίου θα πέσει στα 200 δολάρια ο τόνος, ενώ το πετρέλαιο με περιεκτικότητα σε θείο μέχρι 0,5% (VLSFO) θα είναι περίπου στα 600 δολάρια ο τόνος. Σημειώνεται ότι την Τετάρτη η τιμή του συμβατικού πετρελαίου ήταν στα 273 δολάρια, ενώ το πετρέλαιο με περιεκτικότητα σε θείο μέχρι 0,5% (VLSFO) ήταν στα 569 δολάρια ο τόνος.
«Ο μεγάλος αριθμός πλοίων που θα εγκαταστήσουν συστήματα καθαρισμού ρύπων, μέσα στο 2020, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούν το συμβατικό πετρέλαιο για καύσιμο, υποδηλώνει ότι η τιμή του θα πέσει περισσότερο από όσο αναμενόταν. Από την άλλη πλευρά βλέπουμε την τιμή του VLSFO να ανεβαίνει» σημειώνει η Alphatankers, η οποία θεωρεί ότι αν η διαφορά τιμής ξεπεράσει τα 400 δολάρια τον τόνο, θα δημιουργηθεί χάος στην αγορά.
Εκτίμηση της Alphatanker
Βασική αιτία για τις εξελίξεις αυτές, σύμφωνα με την εκτίμηση της Alphatanker είναι οι μεγάλες καθυστερήσεις στην τοποθέτηση συστημάτων καθαρισμού (scrubbers) στα πλοία, που οφείλονται στην απουσία ελεύθερων θέσεων στα ναυπηγεία, στην έλλειψη απαραίτητων πρώτων υλών, αλλά και εκπαιδευμένων εργατών.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι κατά το πρόσφατο ταξίδι του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Κίνα στις ράδες των μεγάλων ναυπηγείων της χώρας, ήταν δεμένα δεκάδες ή και εκατοντάδες πλοία που περίμεναν τη σειρά τους, για να ανέβουν σε δεξαμενή. Σύμφωνα με τα στοιχεία που υπάρχουν μέχρι τώρα έχουν ολοκληρώσει τις τοποθετήσεις scrubber 445 bulk carriers, από τα 1.181 συνολικά. Στο τομέα των containerships μόλις τα 270 από τα 903.
Συνολικά, πάντως, οι αναλυτές της Alphatankers θεωρούν ότι μέχρι το τέλος Ιανουαρίου θα έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες σε 1.600 πλοία από τα 3.794 που θα εγκαταστήσουν συστήματα.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι οι εργασίες σε περίπου 4.000 πλοία θα έχουν ολοκληρωθεί προς τα τέλη του 2022.
Άλλα ζητήματα
Ζητήματα, και με τα δεξαμενόπλοια εφοδιασμού καυσίμων, αναμένεται να προκύψουν επίσης το επόμενο διάστημα.
Το 50% του στόλου δεν θα είναι διαθέσιμο τουλάχιστον μέχρι τον Ιανουάριο, αφού «δένουν» προκειμένου να προχωρήσουν σε καθαρισμούς, ώστε να μπορούν να μεταφέρουν το VLSFO.
Ακόμα ένα ζήτημα είναι οι επαρκείς ποσότητες. Η παραγωγή VLSFO αναμένεται να κινηθεί τον επόμενο χρόνο κάτω από τα 2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ οι ανάγκες της ναυτιλίας υπολογίζονται στα 2,4 εκατ. βαρέλια την ημέρα για τους πρώτους μήνες, ενώ πολλά διυλιστήρια δεν θα είναι έτοιμα να ξεκινήσουν την παραγωγή του νέου καυσίμου πριν το τέλος του πρώτου τριμήνου του νέου έτους.
Κερδίζει το στοίχημα
Η Euronav που είναι η μεγαλύτερη ναυτιλιακή εταιρεία στον κόσμο, με στόλο σούπερ τάνκερ (VLCC) και στην οποία διατηρεί συμφέροντα ο κ. Πήτερ Λιβανός, είχε ταχθεί από την πρώτη στιγμή κατά των scrubber, και υπέρ της χρήσης του νέου καυσίμου.
Στο πλαίσιο αυτό είχε επενδύσεις 200 εκατ. δολάρια για να αγοράσει 420.000 τόνους LSFO και marine gasoil που η περιεκτικότητά του σε θείο είναι ακόμα πιο χαμηλή, το οποίο είχε αποθηκεύσει στο χωρητικότητας 450.000 τόνων Oceania (φωτογραφία). Σήμερα το πετρέλαιο που παραμένει αποθηκευμένο στις δεξαμενές του γιγαντιαίου δεξαμενόπλοιου, κοστίζει περισσότερα από 250 εκατ. δολάρια. Με τη συγκεκριμένη ποσότητα η εταιρεία μπορεί να εφοδιάζει επαρκώς και τα 42 VLCCs του στόλου της, για διάστημα έξι μηνών.