Η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων δημιουργεί θετικές προοπτικές, αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, υπογραμμίζει η Τράπεζα της Ελλάδος στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη νομισματική πολιτική. Η ΤτΕ αναθεωρεί προς τα πάνω τις προβλέψεις της προβλέποντας ανάπτυξη 2,4% για το 2020 και 2,5% για το 2021, αν και προειδοποιεί για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, καθώς έχουν ενισχυθεί οι κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον. Εκτιμά ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος και την επόμενη χρονιά. Για τον τραπεζικό κλάδο, η ΤτΕ θεωρεί θετική εξέλιξη την εφαρμογή του Σχεδίου Ηρακλής, ωστόσο το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά συνεχίζουν να εμφανίζουν καθυστέρηση παραμένει ακόμη υψηλό, ενώ περιορισμένες παραμένουν και οι εισπράξεις. Η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα στις έξι προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης.
Η παρούσα ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη νομισματική πολιτική υποβάλλεται σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ανακάμπτει, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Οι δείκτες οικονομικού κλίματος και προσδοκιών έχουν βελτιωθεί σημαντικά και υποδηλώνουν συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής. Καταγράφονται θετικές εξελίξεις στο χρηματοπιστωτικό τομέα, με αύξηση των καταθέσεων και βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών. Η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων καταργήθηκαν πλήρως από την 1η Σεπτεμβρίου. Η βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος συνέβαλε στην αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου και τις εθνικές εκλογές του Ιουλίου. Η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ επιφέρουν μείωση των δαπανών για τόκους και βελτιώνουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Η θετική έως τώρα πορεία αντανακλάται και στην πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδος από τον οίκο αξιολόγησης S&P.
Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολύ περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, ενώ έχουν αυξηθεί σημαντικά και οι κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον εξαιτίας της επιβράδυνσης της παγκόσμιας ανάπτυξης. Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, η υιοθέτηση και η πρόθεση ταχείας υλοποίησης του προγράμματος μεταρρυθμίσεων από την κυβέρνηση έχει αμβλύνει προηγούμενους κινδύνους που συνδέονταν με την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και το ενδεχόμενο ακύρωσής τους.
Η αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που ψηφίστηκαν και η διεύρυνση του πεδίου των μεταρρυθμίσεων ώστε αυτό να συμπεριλάβει την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, τη διευθέτηση των δικαιωμάτων χρήσης γης, τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα και τη ριζική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα βοηθήσουν να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και οι μελλοντικές προκλήσεις και θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία ενίσχυσε την αναπτυξιακή δυναμική της την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας
Η ελληνική οικονομία ενίσχυσε την αναπτυξιακή δυναμική της την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανάπτυξη πρωτίστως υποστηρίχθηκε από τη θετική συμβολή των εξαγωγών, κυρίως υπηρεσιών, λόγω της σημαντικής ανόδου των τουριστικών εσόδων και των εσόδων από τη ναυτιλία, αλλά και αγαθών. Θετική συμβολή στην άνοδο του ΑΕΠ είχε και η δημόσια κατανάλωση. Ωστόσο, η επενδυτική ζήτηση παρέμεινε υποτονική το εννεάμηνο. Οριακά θετική συμβολή στη διαμόρφωση του ΑΕΠ είχε η ιδιωτική κατανάλωση.
Η ανάκαμψη της οικονομίας αναμένεται να συνεχιστεί και το δ΄ τρίμηνο του 2019. Παρά το γεγονός ότι ορισμένοι βραχυχρόνιοι οικονομικοί δείκτες καταγράφουν λιγότερο θετική εικόνα (βιομηχανική παραγωγή και λιανικές πωλήσεις), ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία δώδεκα χρόνια, ενώ και ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) υποδηλώνει ισχυρή ανάπτυξη στον τομέα της μεταποίησης, παραμένοντας σταθερά πάνω από το όριο του 50.
Ταυτόχρονα, καταγράφονται ιδιαιτέρως ενθαρρυντικά μηνύματα, όπως η άνοδος της αγοράς ακινήτων, η συνεχιζόμενη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και η επιτάχυνση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η σημαντική αύξηση των επενδύσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, η αύξηση της αποταμίευσης και της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από τις τράπεζες και τις κεφαλαιαγορές, καθώς και η ανοδική πορεία των εσόδων από τον τουρισμό τα τελευταία έτη. Η πορεία αυτών των δεικτών υποδηλώνει σημαντική ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση.
Συνολικά στη διάρκεια του 2019 αναμένεται ελαφρά αύξηση του μέσου επιπέδου των τιμών του εναρμονισμένου πληθωρισμού. Η μεταφορά σημαντικού αριθμού επεξεργασμένων ειδών διατροφής και των υπηρεσιών εστίασης στο μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ από τον κανονικό συντελεστή επέδρασε αντιπληθωριστικά, όπως και η καθοδική πορεία των διεθνών τιμών του πετρελαίου, αντισταθμίζοντας την ανοδική τάση των τιμών των υπηρεσιών και την περιορισμένη επίπτωση από την αύξηση του κατώτατου μισθού και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού.
Προβλέψεις για επιτάχυνση της ανάπτυξης και επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2019 αναμένεται να είναι 1,9%. Όμως, με βάση τα νέα εθνικολογιστικά στοιχεία του ΑΕΠ, τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα προσφάτως από την ΕΛΣΤΑΤ και τα οποία δεν έχουν ληφθεί υπόψη από το Ευρωσύστημα, ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2019 αναμένεται να είναι ισχυρότερος. Για τα έτη 2020 και 2021 ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται ότι θα επιταχυνθεί σε 2,4% και 2,5% αντίστοιχα. Η συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης αναμένεται θετική καθ’ όλη την περίοδο της πρόβλεψης. Εντούτοις, η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα αυξηθεί με σχετικά ήπιους ρυθμούς, καθώς τα νοικοκυριά αναμένεται να χρησιμοποιήσουν μέρος της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος για την αποπληρωμή χρεών, ενώ παράλληλα θα αυξηθεί και η αποταμίευση.
Οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν σημαντικά την προσεχή διετία. Στην αύξηση των επενδύσεων αναμένεται να συμβάλουν η εμπέδωση της εμπιστοσύνης των επενδυτών, η σταδιακή αποκατάσταση της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η αύξηση της δημόσιας επενδυτικής δαπάνης, η επίσπευση των μεγάλων επενδυτικών σχεδίων (fast track) και των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και κυρίως η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η επιτάχυνση του προγράμματος των ιδιωτικοποιήσεων. Επιπλέον, θεσμικές πρωτοβουλίες, όπως η πρόσφατη ψήφιση του επενδυτικού νόμου και οι αναπτυξιακές παρεμβάσεις που περιλαμβάνονται στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2020, αναμένεται ότι θα συντείνουν στη χρηματοδότηση νέων παραγωγικών επενδύσεων.
Οι εξαγωγές αγαθών προβλέπεται ότι θα συνεχίσουν να αυξάνονται, με βραδύτερους όμως ρυθμούς, επηρεαζόμενες από τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης κυρίως το 2020, ως απόρροια της επιδείνωσης του διεθνούς περιβάλλοντος. Οι εξαγωγές υπηρεσιών προβλέπεται ότι θα αυξηθούν σύμφωνα με τη ζήτηση τουριστικών και ναυτιλιακών υπηρεσιών. Άνοδο όμως αναμένεται να σημειώσουν και οι εισαγωγές, ακολουθώντας την πορεία τόσο της εγχώριας ζήτησης όσο και των εξαγωγών, λαμβάνοντας υπόψη ότι το εισαγωγικό τους περιεχόμενο παραμένει σχετικά υψηλό στην ελληνική οικονομία.
Ο πληθωρισμός με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα το επόμενο διάστημα, κυρίως λόγω των αναμενόμενων χαμηλών διεθνών τιμών του πετρελαίου, καθώς και λόγω των μειώσεων στην έμμεση φορολογία, ενώ θα αυξηθεί ελαφρώς έως το τέλος του 2021. Ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να κινηθεί σε λίγο υψηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με εκείνα του γενικού δείκτη.
Σύμφωνα με τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 και το 2020.
Αύξηση των κινδύνων που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον, ευνοϊκότερες συνθήκες όσον αφορά το εγχώριο περιβάλλον
Οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας περιλαμβάνουν και σημαντικούς κινδύνους, οι οποίοι προέρχονται κατά κύριο λόγο από το εξωτερικό περιβάλλον. Ειδικότερα, οι κίνδυνοι αυτοί συνδέονται με μια μεγαλύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης και του παγκόσμιου εμπορίου εξαιτίας του εμπορικού προστατευτισμού, το ενδεχόμενο αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τη σύναψη συμφωνίας, μια απότομη διόρθωση στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, καθώς και ενδεχόμενη αύξηση των γεωπολιτικών εντάσεων και αναζωπύρωση της προσφυγικής κρίσης.
Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, το ενδεχόμενο επιβράδυνσης της ανάκαμψης εξαιτίας του αρνητικού διεθνούς οικονομικού περιβάλλοντος ενέχει τον κίνδυνο να επέλθει μεταρρυθμιστική κόπωση και να καθυστερήσει η εφαρμογή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιθέτως, η ταχύτερη υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η άμεση ή/και έμμεση μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα και η ταχύτερη του αναμενομένου αποκλιμάκωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθιστούν πιθανή μια θετικότερη του αναμενομένου έκβαση για την οικονομική ανάπτυξη.
Η κερδοφορία των τραπεζών βελτιώθηκε, η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα
Το εννεάμηνο του 2019 τα καθαρά έσοδα (λειτουργικά έσοδα μείον λειτουργικά έξοδα) εμφάνισαν άνοδο και τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν σημαντικά έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2018. Όσον αφορά την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) όσο και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε ικανοποιητικό επίπεδο (15,9% και 16,9% αντίστοιχα).
Υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων – θετική εξέλιξη η εφαρμογή του σχεδίου Ηρακλής
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2019 σε 71,2 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 10,6 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2018 και κατά περίπου 36 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΔ το εννεάμηνο του 2019 οφείλεται κυρίως σε πωλήσεις και διαγραφές.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε το Σεπτέμβριο του 2019 σε υψηλό επίπεδο (42,1%). Θετική εξέλιξη αποτελεί το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα ΜΕΔ, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα. Παρ’ όλα αυτά, στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής. Ανησυχητικά υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Επίσης, ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν πολύ περιορισμένες. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται ακόμη καθαρές ροές νέων ΜΕΔ.
Όσον αφορά τους επιχειρησιακούς στόχους για τη μείωση των ΜΕΔ, η στόχευση είναι ο δείκτης ΜΕΔ να έχει διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 20% στο τέλος του 2021. Η εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής”, που στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS), θα συμβάλει στην ταχύτερη αποκλιμάκωση του ποσοστού αυτού, αλλά πρέπει να συμπληρωθεί και με άλλα μέτρα.
Προκλήσεις
Η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων την προσεχή περίοδο, οι οποίες επιβαρύνουν τις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Οι προκλήσεις αυτές αφορούν: το υψηλό δημόσιο χρέος (παρά βεβαίως τη σημαντική βελτίωση της βιωσιμότητάς του, που θεωρείται εξασφαλισμένη μεσοπρόθεσμα με τα μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup από το 2012 έως το 2018), το οποίο δημιουργεί αβεβαιότητα σε μακροπρόθεσμη βάση (μετά το 2032) στην περίπτωση εξωγενών κλυδωνισμών, τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση της χώρας, το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας, το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης, και τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα.
Προϋποθέσεις για την επιτάχυνση της ανάκαμψης και την αντιμετώπιση των εξωτερικών κινδύνων
Προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι από την υποχώρηση της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας και να αντιμετωπιστούν οι μελλοντικές προκλήσεις, προτείνονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
1ον Η ριζική αντιμετώπιση των προκλήσεων στον τραπεζικό τομέα. Πέραν της εφαρμογής του σχεδίου “Ηρακλής”, θα πρέπει να εξεταστούν και άλλα σχήματα, όπως αυτό που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο, παράλληλα με το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζεται και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC). Ιδιαίτερα σημαντική πρόκληση είναι επίσης ο εκσυγχρονισμός και η εναρμόνιση των καθεστώτων αφερεγγυότητας και πτώχευσης επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
2ον Η μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα μέχρι το 2022 – σε συνεννόηση και συμφωνία με τους εταίρους – στο πλαίσιο της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων. Σε συνδυασμό με την υλοποίηση των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, η μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν θα υπονόμευε τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Υπέρ της εκτίμησης αυτής συνηγορούν η αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων καθώς και η πρόωρη αποπληρωμή μέρους του δανείου του ΔΝΤ που ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο.
3ον Η ενίσχυση του “τριγώνου της γνώσης”, δηλ. της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάδοση της τεχνολογίας, τονώνουν την επιχειρηματικότητα και ενισχύουν τους δεσμούς μεταξύ επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων.
4ον Η αντιμετώπιση της υψηλής ανεργίας. Τα ποσοστά ανεργίας των νέων, των γυναικών και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν υψηλά και αναδεικνύουν την ανάγκη διατήρησης της ευελιξίας της αγοράς εργασίας αφενός και εφαρμογής επιπρόσθετων στοχευμένων πολιτικών στήριξης της απασχόλησης για αυτές τις ομάδες αφετέρου.
5ον Η αντιστροφή του brain drain, δηλαδή της μαζικής φυγής στο εξωτερικό ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, δεξιότητες και επαγγελματικά προσόντα. Το φαινόμενο αυτό επηρέασε σημαντικά το μέγεθος και την ποιότητα του εργατικού δυναμικού, επιδείνωσε τους δημογραφικούς δείκτες της χώρας και διεύρυνε το χάσμα μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δεξιοτήτων. Συνεπώς, η χάραξη και η αξιόπιστη εφαρμογή μιας ολιστικής εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής που θα βασίζεται στην ενδελεχή ανάλυση των κλάδων παραγωγής με σκοπό την ταυτοποίηση των απαιτούμενων δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης είναι προτεραιότητα για την αναστροφή του φαινομένου (“brain regain”). Στο πλαίσιο αυτό, θετική επίδραση αναμένεται να έχει το πρόγραμμα «Rebrain Greece» που πρόσφατα ανακοίνωσε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ενώ θα πρέπει να εξεταστεί και το ενδεχόμενο στοχευμένων φορολογικών κινήτρων για το εξειδικευμένο προσωπικό που θα επιλέξει τον επαναπατρισμό.
6ον Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής τους ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας. Ενδεικτικά, οι μεταρρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, την επιτάχυνση των διαδικασιών για την απόκτηση (μέσω αγοραπωλησίας) και εγγραφή εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων και για την έκδοση οικοδομικών αδειών και τη βελτίωση της πρόσβασης στη χρηματοδότηση.
Σύμφωνα με τους δείκτες διακυβέρνησης της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπάρχει μεγάλο περιθώριο βελτίωσης, ειδικά αν οι μεταρρυθμίσεις εστιάσουν στη βελτίωση του κράτους δικαίου, της ποιότητας του ρυθμιστικού περιβάλλοντος και της αποτελεσματικότητας της διοίκησης καθώς και στον έλεγχο της διαφθοράς.
Η κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει ένα δυναμικό ξεκίνημα και εφαρμόζει ένα ευρύτατο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών, εστιάζοντας στην επανεκκίνηση ήδη εγκεκριμένων εμβληματικών επενδυτικών έργων, στην επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, στην προσέλκυση επενδύσεων, στην αναμόρφωση της δημόσιας διοίκησης και στη μείωση της φορολογίας. Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια έχει ήδη αποδώσει καρπούς, καθώς έχει οδηγήσει στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων και έχει γίνει δεκτή με θετικά σχόλια από τους διεθνείς επενδυτές και τους Ευρωπαίους εταίρους. Η αποφασιστική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και η επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα ενισχύσουν περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και θα συμβάλουν στην αναβάθμιση του αξιόχρεου του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα. Επίσης, θα αυξήσουν την παραγωγικότητα και μέσω αυτής την ανταγωνιστικότητα και το μακροχρόνιο ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, αντισταθμίζοντας έτσι τις επιπτώσεις των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων στο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Οι πολιτικές αυτές κρίνονται προς τη σωστή κατεύθυνση και συμβαδίζουν με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος τα τελευταία χρόνια. Θα πρέπει μάλιστα οι μεταρρυθμίσεις να συνεχιστούν με την ίδια ένταση και στο προσεχές διάστημα, ενώ θα πρέπει επίσης να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής τους ώστε να καλύπτουν το σύνολο των τομέων όπου υστερεί η Ελλάδα σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει να αντισταθμιστούν οι κίνδυνοι από μια εντονότερη του αναμενομένου παγκόσμια επιβράδυνση και να κεφαλαιοποιηθούν οι θετικές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό, αλλά και στις διεθνείς αγορές. Επίσης, θα καταστήσει εφικτή την επιτάχυνση των εγχώριων και ξένων άμεσων επενδύσεων, την αναβάθμιση του αξιόχρεου των ελληνικών κρατικών ομολόγων και τη συμπερίληψή τους στο νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Μια τέτοια εξέλιξη θα μειώσει περαιτέρω το κόστος δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ και τις θέσεις που έχουν εκφράσει τόσο η ΕΚΤ όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέρ της δημοσιονομικής επέκτασης, αλλά και τις εξαιρετικά περιοριστικές δημοσιονομικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει η Ελλάδα σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, θα πρέπει να καταστεί δυνατόν, σε συμφωνία και συνεννόηση με τους Ευρωπαίους εταίρους, να μειωθούν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα. Οι χαμηλότεροι δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτρέψουν περαιτέρω μείωση της φορολογίας και ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων. Κάτι τέτοιο, σε συνδυασμό με την επιτάχυνση και διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, θα έχει ευνοϊκές επιδράσεις στο δυνητικό προϊόν και στη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους.
naftemporiki.gr