Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Πακέτο νέων εκδόσεων ομολόγων, το συνολικό ύψος των οποίων μπορεί να είναι… μηδενικό, αλλά μπορεί να φτάνει ακόμη και στα 5-6 δισ. ευρώ, αναμένεται ότι θα προβλέπει το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), το οποίο αναμένεται να δημοσιευθεί μέσα στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Το «μηδέν» θα υπάρχει ως πιθανότητα για να σταλεί στις αγορές το μήνυμα ότι η Ελλάδα έχει από τώρα καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της για το 2020. Και όχι μόνον αυτό.
Οι προβλέψεις
Η πρόβλεψη είναι ότι ακόμη και χωρίς καμία έκδοση νέου ομολόγου, το χρέος σε απόλυτο ποσό θα μειωθεί κατά 3 δισ. ευρώ, ενώ ταυτόχρονα τα διαθέσιμα του Ελληνικού Δημοσίου -τα οποία εκτιμώνται σήμερα κοντά στα 37 δισ. ευρώ- θα αυξηθούν ακόμη και κατά 3 δισ. ευρώ.
Οι εκδόσεις των 5-6 δισ. ευρώ, εφόσον πραγματοποιηθούν, θα εξασφαλίσουν στον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους την απαιτούμενη ρευστότητα, πρώτον, για να πληρωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2021 (για τον σκοπό αυτό θα απαιτηθούν περίπου 2 δισ. ευρώ) και, δεύτερον, για να μειωθεί η έκθεση της χώρας στα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου (κίνηση για την οποία επίσης χρειάζονται περίπου 3-4 δισ. ευρώ).
Τα εκτιμώμενα οφέλη
Οι κινήσεις αυτές, αλλά και η προοπτική άμεσης άρσης του πλαφόν για την αγορά ελληνικών τίτλων από τις τράπεζες (οι σχετικές αποφάσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θεωρούνται ήδη δρομολογημένες), εκτιμάται ότι θα φέρουν πιο κοντά όλους τους βασικούς εθνικούς στόχους στο μέτωπο της οικονομίας για το 2020:
* την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά ομόλογα,
* την είσοδο της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τελικώς
* τη διασφάλιση χαμηλότερων στόχων πρωτογενών πλεονασμάτων για το 2021 και για το 2022.
Οι αγορές φαίνεται να έχουν ήδη πλήρη εικόνα για τους σχεδιασμούς που αφορούν την ελληνική οικονομία και τις προοπτικές του ελληνικού χρέους: την άρση του πλαφόν αγοράς ομολόγων από τις ελληνικές τράπεζες (σήμερα διαμορφώνεται περίπου στα 12 δισ. ευρώ μαζί με τα έντοκα γραμμάτια), τη νέα πρόωρη αποπληρωμή των οφειλών προς το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και την πιθανότητα αλλαγής χρήσης των ANFAs και των SMPs ώστε, αντί να συσσωρεύεται στο μαξιλάρι του χρέους ποσό της τάξεως του 1,2 δισ. ευρώ, να χρησιμοποιείται για την τόνωση των επενδύσεων.
Η αποκλιμάκωση του 10ετούς Αυτό αποτυπώθηκε χθες και στην πορεία της απόδοσης του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, το οποίο «βούτηξε» στο 1,286%.
Αρμόδιες πηγές δεν στέκονται τόσο στην απόδοση, που κινείται στο όριο του νέου ιστορικού χαμηλού, αλλά στο γεγονός ότι διευρύνεται η απόσταση ανάμεσα στο ελληνικό 10ετές και το αντίστοιχο ιταλικό. Η Ελλάδα δανείζεται, πλέον, ακόμη και φθηνότερα συγκριτικά με την Ιταλία.
Εκτιμάται ότι οι αποδόσεις για τους ελληνικούς τίτλους μπορούν να πέσουν ακόμη χαμηλότερα το επόμενο χρονικό διάστημα. Και όσο χαμηλότερα πέφτουν οι αποδόσεις τόσο πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες εξασφάλισης του στόχου για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Η πρόβλεψη είναι ότι ακόμη και χωρίς καμία έκδοση νέου ομολόγου μέσα στο 2020 το ελληνικό χρέος θα μειωθεί κατά 3 δισ. ευρώ.
Προς άρση του πλαφόν για τις τράπεζες
Το θέμα της άρσης του πλαφόν για τις τράπεζες ήταν στην ατζέντα των συζητήσεων του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με την επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ προχθές στη Φραγκφούρτη.
Όπως εκτιμάται, στις αρχές του 2020 θα προχωρήσουμε στην πλήρη άρση του πλαφόν, κάτι που θα επιτρέψει στις τράπεζες να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα όχι από την πρωτογενή, αλλά από τη δευτερογενή αγορά.
Όπως εξηγεί αρμόδια πηγή, στους τίτλους που εκδόθηκαν στην πρωτογενή αγορά μέσα στο 2019 (συνολικού ύψους περίπου 9 δισ. ευρώ), οι τράπεζες απέκτησαν μόλις 500 εκατ. ευρώ.
Η πλήρης άρση του πλαφόν (το οποίο σήμερα είναι στα 12-13 δισ. ευρώ) θα δημιουργήσει αυξημένη ζήτηση στη δευτερογενή αγορά και αυτό με τη σειρά του εκτιμάται ότι θα σπρώξει ακόμη χαμηλότερα τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Για τους γνωρίζοντες, η πλήρης άρση του πλαφόν (και όχι η αύξηση του επιτρεπόμενου ορίου αγορών, όπως είναι το εναλλακτικό σενάριο) αποτελεί μονόδρομο από τη στιγμή που θα ενεργοποιηθεί το πρόγραμμα «Ηρακλής». Και αυτό διότι από τη στιγμή που το Δημόσιο θα χορηγήσει εγγυήσεις συνολικού ύψους 12 δισ. ευρώ (και οι εγγυήσεις ουσιαστικά συνιστούν νέο χρέος) θα ήταν αδύνατον να λειτουργήσει το σχέδιο «Ηρακλής» χωρίς την άρση του πλαφόν.