Από την έντυπη έκδοση
Της Ειρήνης Σακελλάρη
[email protected]
Καμπανάκι για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών κρούει η Τράπεζα της Ελλάδος, λόγω της υψηλής βαρύτητας του αναβαλλόμενου φόρου και των πιθανών ευρημάτων των stress tests σε συνδυασμό και με την εφαρμογή των λογιστικών προτύπων ΔΠΧΑ 9. Στο πλαίσιο αυτό, η ΤτΕ συστήνει προληπτικά μέτρα από μέρους των τραπεζών προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καλύψουν τυχόν κεφαλαιακές απαιτήσεις που θα προκύψουν στο μέλλον.
Οι συγκεκριμένες επισημάνσεις της ΤτΕ περιέχονται στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δόθηκε χθες το απόγευμα στη δημοσιότητα, στην οποία παράλληλα διαπιστώνει βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών, καθώς κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου του 2019 συνεχίστηκε η υποχώρηση του λόγου των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Αναλυτικότερα, η ΤτΕ επισημαίνει το πρόβλημα ως προς τον αναβαλλόμενο φόρο που λειτουργεί επιβαρυντικά στα κεφάλαια των τραπεζών, ενώ ταυτόχρονα δεν αποκλείει τα πιστωτικά ιδρύματα να χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια λόγω και της εφαρμογής των λογιστικών προτύπων ΔΠΧΑ 9.
«Διευκρινίζεται ότι το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών περιορίζει τις δυνατότητές τους να επιταχύνουν την αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ, καθώς δεν επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν το τμήμα αυτό των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων για πιθανή απορρόφηση ζημιών» σημειώνει χαρακτηριστικά και προσθέτει: «Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται αντιληπτό ότι τυχόν πρόσθετες εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις, λόγω της σταδιακής εφαρμογής του Διεθνούς Πρότυπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων κρίσης (stress test) της επόμενης χρονιάς, καθώς και της εφαρμογής του προληπτικού μηχανισμού ασφαλείας (prudential backstop), θα λειτουργήσουν επιπρόσθετα επιβαρυντικά.
Ως εκ τούτου, η ανάληψη προληπτικής δράσης για τη βελτίωση των συνθηκών και παραμέτρων στους παραπάνω τομείς αποτελεί βασική προτεραιότητα για την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας».
Κεφαλαιακή επάρκεια Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος τονίζει ότι διατηρήθηκε σε ικανοποιητικό επίπεδο και το α’ εξάμηνο του 2019, με τον Δείκτη Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 - CET1) να διαμορφώνεται σε 15,6%. Ωστόσο, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αποτελεί παράμετρο που χρήζει προσοχής, καθώς οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCs) υπερβαίνουν σε επίπεδο συστήματος το 60% των Κεφαλαίων Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 τον Ιούνιο του 2019.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων βελτιώθηκε το α’ εξάμηνο του 2019 στηριζόμενη στην ενίσχυση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.
Ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (Capital Adequacy Ratio - CAR) σε ενοποιημένη βάση αυξήθηκε σε 16,5% τον Ιούνιο του 2019, από 16% τον Δεκέμβριο του 2018, και ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 - CET1) σε 15,6%, από 15,3%. Βελτιωμένη έναντι του 2018 εμφανίστηκε επίσης η μόχλευση των ελληνικών τραπεζών.
Ο πιστωτικός κίνδυνος σε επίπεδο συστήματος έχει μειωθεί σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, αλλά η περαιτέρω ταχεία αποκλιμάκωση του υφιστάμενου αποθέματος ΜΕΔ καθίσταται πλέον καθοριστικής σημασίας.
Η υιοθέτηση μιας ολιστικής προσέγγισης επιβάλλεται προκειμένου οι τράπεζες να προχωρήσουν στον αναγκαίο μετασχηματισμό του επιχειρηματικού τους σχεδίου, την αύξηση της αποδοτικότητάς τους και συνακόλουθα τη διασφάλιση των αναγκαίων συνθηκών για τη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν καθολικά οι αδυναμίες του τραπεζικού συστήματος.
Το α’ εξάμηνο του 2019 ενισχύθηκε η ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζικών ομίλων ως απόρροια της βελτίωσης τόσο της κεφαλαιακής επάρκειας όσο και των περισσότερων δεικτών αποδοτικότητας.
Βασικές παράμετροι ήταν η ενίσχυση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, καθώς και η καταγραφή κερδών μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 390 εκατ. ευρώ, έναντι ζημιών την αντίστοιχη περίοδο του 2018.
Ρευστότητα - καταθέσεις
H TτΕ επισημαίνει πως οι συνθήκες ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων συνεχίζουν να βελτιώνονται χάρη στην ενίσχυση της καταθετικής βάσης και τη διεύρυνση των πηγών χρηματοδότησης, όπως με την έκδοση χρέους μειωμένης εξασφάλισης και καλυμμένων ομολογιών, την εκτέλεση διατραπεζικών συναλλαγών και των συναλλαγών repos με ευνοϊκότερους όρους, καθώς και τη διενέργεια τιτλοποιήσεων στις εγχώριες και διεθνείς χρηματαγορές.
Αντίστοιχα, συνεχίστηκε η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων, στοιχείο που αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα των πηγών χρηματοδότησης, ενώ χρήζει αναφοράς το γεγονός ότι η αυξητική τάση του συνόλου των καταθέσεων συνεχίστηκε παρά τη διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε χαμηλά επίπεδα.
Επιπρόσθετα, η άντληση μέρους των καταθέσεων προθεσμίας των επιχειρήσεων χρησιμοποιήθηκε για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών. Το γεγονός αυτό αντανακλά την πεποίθηση ότι η χώρα έχει εισέλθει σε έναν ενάρετο κύκλο οικονομικής ανάπτυξης, όπου οι επιχειρήσεις μπορούν να προβαίνουν σε δανεισμό.
Θετικές προοπτικές για την οικονομία
Τέλος, σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ, η άρση των κεφαλαιακών περιορισμών, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, οδήγησε τον οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης Standard & Poor’s (S&P) να αναβαθμίσει εκ νέου τον Οκτώβριο του 2019 το αξιόχρεο της Ελλάδας σε «BB» από «Β+» με θετικές προοπτικές, σηματοδοτώντας ενδεχόμενη περαιτέρω αναβάθμιση στο άμεσο χρονικό διάστημα. Εντούτοις, η υφιστάμενη πιστωτική διαβάθμιση υπολείπεται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας.
Οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας οδήγησαν στη βελτίωση της χρηματοδότησης και της ρευστότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη συνέχιση του μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας.
Οι συνθήκες χρηματοδότησης των πιστωτικών ιδρυμάτων βελτιώθηκαν, γεγονός που επενεργεί θετικά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος και στις δυνατότητές του να επιτελέσει τον διαμεσολαβητικό του ρόλο.
Διευκρινίζεται ότι το περιβάλλον εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων στην Ευρωζώνη αποτελεί σημαντική παράμετρο που επηρεάζει το κόστος χρηματοδότησης. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνεται ότι η πρόσβαση στις αγορές χρήματος για τις ελληνικές τράπεζες είναι ακόμη περιορισμένη και δεν έχει καταστεί εφικτή η μακροχρόνια χρηματοδότησή τους χωρίς την παροχή εξασφαλίσεων.
Ταυτόχρονα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εκτός από την επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας, καλείται να αντιμετωπίσει και άλλες πιο σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες σχετίζονται με την οργανική κερδοφορία, την ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού και την ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων. Οι εν λόγω προκλήσεις είναι αλληλένδετες και, για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους, είτε μεμονωμένα είτε συνολικά, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αλληλεπίδραση των αποτελεσμάτων που θα επιφέρει κάθε μεμονωμένη προσέγγιση.
Στο πλαίσιο αυτό, η οργανική κερδοφορία των τραπεζών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διάρθρωση των στοιχείων του ενεργητικού τους.
Βελτίωση της ποιότητας και υποχώρηση των ΜΕΔ
Βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου διαπιστώνει για τις ελληνικές τράπεζες η Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου του 2019 η υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του εξαμήνου το συνολικό απόθεμα των ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 75,4 δισ. ευρώ, σημειώνοντας μείωση κατά 7,9% ή 6,4 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2018 (81,8 δισ. ευρώ) με στοιχεία εντός ισολογισμού.
Αξίζει να σημειωθεί -αναφέρεται- ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016, έφθασε το 30% ή 31,8 δισ. ευρώ.
Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του α’ εξαμήνου του 2019 ανήλθε σε 43,6%, έναντι 45,4% στο τέλος του 2018 κατατάσσοντας τη χώρα στο υψηλότερο επίπεδο σε ευρωπαϊκή κλίμακα.
Η μείωση του λόγου προέρχεται κυρίως από τη μείωση του αποθέματος των ΜΕΔ (7,9%), η οποία ήταν μεγαλύτερη σε σχέση με τη μείωση του συνόλου των τραπεζικών πιστώσεων κατά τη διάρκεια του έτους (4,0%).
Εντούτοις, η σταδιακή μείωση των ΜΕΔ οφείλεται κυρίως σε μη οργανικές ενέργειες (διαγραφές ύψους 2,1 δισ. ευρώ και πωλήσεις ύψους 3,6 δισ. ευρώ, που σωρευτικά διενεργήθηκαν κατά τη διάρκεια του α’ εξαμήνου 2019), ενώ συνεχίστηκε η καθαρή εισροή νέων ΜΕΔ, κυρίως λόγω αθέτησης υποχρεώσεων από πιστούχους με ρύθμιση οφειλής.