Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Tον Ιούλιο του 2012, στην κορύφωση της κρίσης χρέους, ο τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, δεσμεύθηκε πως θα κάνει ό,τι χρειασθεί για τη διάσωση της Ευρωζώνης. Περίπου τρία χρόνια αργότερα, έγραψε ιστορία με την ενεργοποίηση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Είχε προηγηθεί η Φέντεραλ Ριζέρβ των ΗΠΑ και τα προγράμματα αγοράς ομολόγων του Μπεν Μπερνάνκι. Αντίστοιχες υποστηρικτικές πολιτικές εφάρμοσαν και οι κεντρικές τράπεζες σε Ιαπωνία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Αρκετά χρόνια μετά και με την παγκόσμια οικονομία να έχει αφήσει πίσω της τα σκοτεινά χρόνια της κρίσης, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο έχουν ρίξει πάνω από δέκα τρισ. δολάρια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καταφέρνοντας να επανεκκινήσουν την παγκόσμια ατμομηχανή, όχι όμως και τον πληθωρισμό. Η υπέρ-χαλαρή νομισματική πολιτική και τα πολύ χαμηλά επιτόκια, καίτοι σωτήρια, έθρεψαν το «τέρας» του παγκόσμιου χρέους,που έχει εκτοξευθεί σε επίπεδα-ρεκόρ και προβλέπεται φέτος να ξεπεράσει το φράγμα των 250 τρισ. δολαρίων.
Η δεκαετία υποστηρικτικής νομισματικής πολιτικής άφησε την ανθρωπότητα πιο χρεωμένη από ποτέ, με το χρέος κυβερνήσεων, επιχειρήσεων και νοικοκυριών να ανέρχεται στα 250 τρισ. δολάρια, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Διεθνούς Χρηματοπιστωτικού Ινστιτούτου(IIF). Το ποσό είναι τρεις φορές μεγαλύτερο του παγκόσμιου ΑΕΠ και ισοδυναμεί με περίπου 32.500 δολάρια για κάθε κάτοικο αυτής της Γης.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρέους εντοπίζεται στις μεγάλες οικονομίες. Το χρέος της Αμερικής έχει ξεπεράσει το όριο των 20 τρισ. δολαρίων, ενώ της Κίνας υπολογίζεται στα 40 τρισ. δολάρια ή περίπου το 15% του συνόλου.
Κυβερνήσεις και επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τις συνθήκες πολύ χαμηλών επιτοκίων που επικρατούν στις πιστωτικές αγορές για την άντληση φθηνής χρηματοδότησης. Τι θα συμβεί όμως εάν τα δεδομένα αλλάξουν απότομα και το κόστος δανεισμού αρχίζει να κινείται ανοδικά;
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει ήδη κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου ότι σχεδόν το 40% -περίπου 19 τρισ. δολάρια- εταιρικού χρέους σε μεγάλες οικονομίες όπως ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία- είναι σε κίνδυνο στάσης πληρωμών στην περίπτωση ενός δυσμενούς σεναρίου ή μιας νέας παγκόσμιας οικονομικής επιβράδυνσης. Με βάση τις τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ, το κρατικό χρέος ανά τον κόσμο θα ξεπεράσει φέτος το φράγμα των 70 τρισ. δολαρίων, από 65,7 τρισ. δολάρια του 2018. Η αύξηση οφείλεται κυρίως στη διόγκωση του ομοσπονδιακού χρέους των ΗΠΑ.
Με τις κεντρικές τράπεζες να εξαντλούν τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους για τη στήριξη της οικονομίας, έχουν επανειλημμένως καλέσει τις κυβερνήσεις να συνδράμουν, με επενδύσεις και φιλο-αναπτυξιακές πολιτικές. Μόνο που αυτό γίνεται με δανεικά: Η αξία της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων ξεπέρασε στα μέσα του 2019 τα 115 τρισ. δολάρια, από 87 τρισ. δολάρια το 2009. Και το κρατικό χρέος αντιπροσωπεύει σχεδόν το ήμισυ(47%) του συνόλου. Σε αυτό το σύμπαν των ομολογιακών αγορών, οι τίτλοι με αρνητικές αποδόσεις ξεπερνούν πλέον τα 17 τρισ. δολάρια, ένα ποσό εντυπωσιακά μεγάλο, που καθιστά τις αγορές ευάλωτες απέναντι σε ένα σοκ απότομης αύξησης των επιτοκίων.
Κεντρικοί τραπεζίτες και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι διεθνών οργανισμών, από τη νέα πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μέχρι το ΔΝΤ ζητούν από τις κυβερνήσεις να κάνουν περισσότερα, με το επιχείρημα ότι είναι μια καλή εποχή να εκμεταλλευθούν τις συνθήκες φθηνού δανεισμού, αντλώντας κεφάλαια για επενδύσεις και δημόσια έργα, που θα ενισχύσουν την οικονομία.
Μπορεί η υπέρ-χαλαρή νομισματική πολιτική να απέδωσε καρπούς, όμως η ανάπτυξη στηρίζεται σε πήλινα πόδια και σε δανεικά. Η υπερβολική εξάρτηση από τα μέτρα νομισματικής στήριξης και τα υψηλά επίπεδα χρέους δείχνουν, όπως προειδοποίησε πρόσφατα η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών(BIS) ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς να πει κανείς ότι η παγκόσμια οικονομία έχει γλιτώσει τα δύσκολα. Ο κόσμος θα ανασάνει με πολύ μεγαλύτερη ανακούφιση όταν οι αρχές καταφέρουν να δαμάσουν το «τέρας» του χρέους.