Κατά τους πρώτους πέντε μήνες της θητείας της, η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει σημειώσει πρόοδο στις μεταρρυθμίσεις, αλλά χρειάζεται ακόμη να γίνουν περισσότερα. Αυτό επισημαίνουν αναλυτές της Capital Economics. Ειδικότερα, στο πρώτο πεντάμηνο η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει μια σειρά φοροελαφρύνσεων που θα στηρίξουν την οικονομία και έχει κάνει την αρχή με ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αναφέρει η Capital Economics. «Εκφράζουμε όμως ορισμένες επιφυλάξεις για το εάν θα φέρει εις πέρας τις βαθύτερες μεταρρυθμίσεις, που είναι αναγκαίες για την ενίσχυση της αναπτυξιακής δυναμικής», σημειώνεται.
Σύμφωνα με την Capital Economics, η ελληνική οικονομία γύρισε σελίδα το 2017, επιστρέφοντας σε ανάπτυξη 1,4%, έπειτα από συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας στο μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δεκαετία. Έκτοτε, συνεχίζει να αναπτύσσεται σταθερά και οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές είναι υποσχόμενες. Η επιχειρηματική δραστηριότητα έχει επιταχυνθεί από τον Ιούλιο, τότε που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση.
Η ταχύτερη ανάπτυξη, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, έχει προσελκύσει την προσοχή των επενδυτών, παρατηρούν οι αναλυτές της Capital Economics. Η απόδοση των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά, με την απόδοση του 10ετούς στο 1,4%, από 4,5% τον προηγούμενο Νοέμβριο. Παρότι αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο διεθνές ράλι των ομολογιακών αγορών, το spread των ελληνικών τίτλων έναντι των ομολόγων από τις άλλες χώρες της περιφέρειας, όπως η Ιταλίας, έχει περιορισθεί.
Όταν ανέλαβε καθήκοντα, ο νέος πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, υποσχέθηκε ότι θα προχωρήσει με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων και ιδιωτικοποιήσεων, και να μειώσει το φορολογικό βάρος για επιχειρήσει και νοικοκυριά. Πέντε μήνες μετά την ανάληψη καθηκόντων, φαίνεται πως έχει έλθει η ώρα να επισημανθεί η πρόοδος της κυβέρνησης, τονίζεται στην έκθεση.
Ειδικά ως προς τις μεταρρυθμίσεις, η Capital Economics στέκεται στη βελτίωση της είσπραξης φόρων, την ανακούφιση του φορολογικού βάρους, τη μείωση του ρίσκου χρηματοοικονομικής σταθερότητας μέσω της μείωσης των μη-εξυπηρετούμενων δανείων, τη βελτίωση του δικαστικού συστήματος και την ενίσχυση των επενδύσεων, οι οποίες, στο δεύτερο τρίμηνο του 2019 παρέμεναν σε επίπεδα προ κρίσης.
Πέραν όμως των δεσμεύσεων της κυβέρνησης, σημειώνουν οι αναλυτές της Capital Economics, η ελληνική οικονομία χρειάζεται περισσότερες μεταρρυθμίσεις. «Η κυβέρνηση έχει προβεί σε βήματα για τη βελτίωση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, όμως δεν λύνουν τα βασικά ζητήματα, της έλλειψης εξειδίκευσης και της χαμηλής παραγωγικότητας. Και η πρόοδος σε άλλους τομείς, όπως οι συντάξεις και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης, είναι περιορισμένη».
Επιπλέον, η δημοσιονομική στάση, αν και βιώσιμη βραχυπρόθεσμα, παραμένει μακροπρόθεσμα παράγοντας προβληματισμού. Οι προηγούμενες κυβερνήσεις εμφανίζονταν επί χρόνια επιφυλακτικές να προχωρήσουν στις μειώσεις στις συντάξεις και άλλους τομείς δημοσίων δαπανών που χρειάζονται για τη βιωσιμότητα των δημοσίων οικονομικών. Δεν έχουμε ακόμη αποδείξεις ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κινηθεί διαφορετικά.
«Η νέα κυβέρνηση έχει κάνει μια πολλά υποσχόμενη αρχή, αλλά η αποκατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα είναι ένας μαραθώνιος και όχι ένα σπριντ. Συνεχίζουμε να αναμένουμε ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ μόλις 1,5% ετησίως τα επόμενα χρόνια. Ακόμη και με ανάπτυξη 2% ετησίως από το 2021, θα μεσολαβήσει πάνω από μία δεκαετία προτού η οικονομία επιστρέψει στους προ κρίσης ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ, υπογραμμίζει η Capital Economics.
naftemporiki.gr