Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Από τη ρευστότητα που θα διοχετευτεί στην οικονομία μέσα στο 2020, αλλά και από το κατά πόσο ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας θα πειστεί να προχωρήσει σε προσλήψεις και επενδύσεις αξιοποιώντας τον «χώρο» που θα προκύψει από τις μειώσεις των φορολογικών βαρών, θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό η επίτευξη του στόχου για ανάπτυξη 2,8% μέσα στο 2020.
Ο προϋπολογισμός προβλέπει επεκτατικά μέτρα 1,18 δισ. ευρώ, τα οποία σε ποσοστό άνω του 50% αφορούν τις επιχειρήσεις, ειδικά τις κερδοφόρες. Μισθωτοί και συνταξιούχοι θα μοιραστούν περίπου 300 εκατ. ευρώ, ενώ η μεγάλη πλειονότητα των αυτοαπασχολουμένων θα χρειαστεί να περιμένει μέχρι το 2021 για να δει όφελος. Η μεγάλη μερίδα μάλιστα θα χρειαστεί να πληρώσει και περισσότερα μέσα στο 2020 λόγω αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών.
Έτσι, σε πολύ μεγάλο βαθμό το στοίχημα της ανάπτυξης και το κατά πόσο θα κερδηθεί θα εξαρτηθεί από το αν θα έρθουν επενδύσεις από έξω, από το αν θα διοχετεύσουν φρέσκο χρήμα οι τράπεζες στην αγορά και από το αν θα κινητοποιηθούν επενδυτές εντός Ελλάδας δημιουργώντας περισσότερες θέσεις εργασίας και -αντίστοιχα- προϋποθέσεις για μεγαλύτερη ζήτηση.
Τα στελέχη του οικονομικού επιτελείου πιστεύουν ότι οι εξελίξεις μέσα στο 2020 θα τους δικαιώσουν και ποντάρουν γι’ αυτό στο μίγμα της οικονομικής πολιτικής που θα εφαρμοστεί την επόμενη χρονιά. Η μείωση των φορολογικών συντελεστών πρωτίστως για τους επαγγελματίες και τις επιχειρήσεις και δευτερευόντως για τα φυσικά πρόσωπα, εκτιμάται ότι μπορεί να «φτιάξει κλίμα» στην αγορά.
Τα νομικά πρόσωπα θα αρχίσουν να καρπώνονται τα κέρδη από τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης στο 24% από τον επόμενο μήνα, με αποκορύφωμα τη μεγάλη μείωση -ακόμη και κατά 34%- του φόρου στο εκκαθαριστικό του 2020.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι μπορεί να μη δουν φορολογικά οφέλη μέσα στο 2020 -το μεγάλο κέρδος από τη νέα φορολογική κλίμακα θα φανεί στο εκκαθαριστικό του 2021-, ωστόσο με την αποσύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών από το εισόδημα αλλά και τον συντελεστή 9% για το τμήμα του κέρδους έως τα 10.000 ευρώ, αποκτούν έναν «καθαρό διάδρομο» για να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά. Η μεγάλη πλειονότητα βέβαια θα έχει επιβάρυνση μέσα στο 2020, καθώς για το 85% των αυτοαπασχολουμένων που καταβάλλουν την ελάχιστη εισφορά, το ποσό θα είναι μεγαλύτερο κατά 35 ευρώ τον μήνα σε σχέση με τα τρέχοντα επίπεδα.
Για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους, τέλος, τα οφέλη από τη νέα φορολογική κλίμακα μπορεί να μη φαίνονται σημαντικά: ο καθαρός μισθός θα αυξηθεί από μερικές δεκάδες λεπτά του ευρώ μέχρι και κατά 30 ευρώ τον μήνα για μισθωτό με τρία ή τέσσερα παιδιά. Πάντως, και για τους μισθωτούς το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι το 2020 θα φέρει ακόμη περισσότερα κέρδη. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται ο ΕΝΦΙΑ.
Με την αναμόρφωση των αντικειμενικών αξιών, εκτιμάται ότι η φορολογητέα αξία των ακινήτων θα αυξηθεί κατά τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ και αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να προκύψουν πρόσθετα φορολογικά έσοδα 400 εκατ. ευρώ.
Με αυτά θα χρηματοδοτηθεί η νέα μείωση των συντελεστών του ΕΝΦΙΑ. Άρα, οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα μπορούν να περιμένουν μια πρόσθετη ελάφρυνση και από αυτό τον τομέα, καθώς όσα χρήματα εξοικονομηθούν θα χρησιμοποιηθούν κυρίως για τη φορολογική ελάφρυνση της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας. Η μείωση των φορολογικών βαρών αποτελεί δέσμευση του οικονομικού επιτελείου και για την επόμενη χρονιά.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά αρμόδιο κυβερνητικό στέλεχος, το 80% του όποιου δημοσιονομικού χώρου προκύψει μέσα στο επόμενο έτος θα διατεθεί για μειώσεις φόρων.
Το χάσμα εκτιμήσεων στον ρυθμό ανάπτυξης
Ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ένα από τα λίγα οικονομικά μεγέθη που αποτυπώνονται στον κρατικό προϋπολογισμό του 2020 για τα οποία υπάρχει διαφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με τους θεσμούς. Η ελληνική πλευρά επιμένει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα φτάσει στο 2,8%, την ώρα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατεβάζει τον πήχη στο 2,3%, επίπεδο αντίστοιχο με την πρόβλεψη και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου αλλά και της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία είναι πιο αισιόδοξη, προβλέποντας ρυθμό ανάπτυξης 2,4%-2,5%.
Στο τέλος κερδισμένοι όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αυτοαπασχολούμενοι και οι ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων δεν θα δουν διαφορά στον φόρο που θα καταλογιστεί με το εκκαθαριστικό του 2020. Ναι μεν αλλάζει η φορολογική κλίμακα, αλλά επειδή οι νέοι συντελεστές θα αφορούν τα εισοδήματα του 2020, η διαφορά θα φανεί στο εκκαθαριστικό του 2021. Βέβαια, το όφελος θα είναι πολύ μεγάλο, καθώς κυμαίνεται από 650 ευρώ για φορολογούμενο με εισόδημα 5.000 ευρώ και φτάνει μέχρι και τα 2.100 ευρώ για κάποιον που δηλώνει πάνω από 100.000 ευρώ.
Οι επιτηδευματίες θα δουν πολύ ουσιαστική αλλαγή στο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες στο εξής θα υπολογίζονται με συγκεκριμένα ποσά, τα οποία θα κυμαίνονται από 210 ευρώ έως και 566 ευρώ.
Τα 210 ευρώ θα είναι υποχρεωτικά και τα υπόλοιπα ποσά (252 ευρώ η πρώτη επιλογή, 302 ευρώ η δεύτερη, 363 ευρώ η τρίτη, 435 ευρώ η τέταρτη και 566 ευρώ η πέμπτη επιλογή) θα τα επιλέγει ο ίδιος ο επαγγελματίας.
Με τα 210 ευρώ χάνουν (περίπου 35 ευρώ τον μήνα) όσοι δηλώνουν κέρδη έως 8.000-10.000 ευρώ και κερδίζουν όσοι δηλώνουν πάνω από 10.000-15.000 ευρώ. Στα υψηλά εισοδήματα, το κέρδος είναι πολύ μεγάλο, καθώς ξεπερνά ακόμη και τα 4.000-5.000 ευρώ σε ετήσια βάση.
Άρα οι αυτοαπασχολούμενοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
Πρώτον, στους πολλούς που εμφανίζουν μικρά κέρδη κάτω των 7.000-8.000 ευρώ. Αυτοί θα επιβαρυνθούν μέσα στο 2020 λόγω της αύξησης της ελάχιστης υποχρεωτικής ασφαλιστικής εισφοράς. Αυτά που θα πληρώσουν μέσα στο 2020 παραπάνω, θα τα πάρουν πίσω το 2021 μέσω της μείωσης φόρου. Ακόμη και ένας επαγγελματίας με ελάχιστα κέρδη 5.000 ευρώ, θα πληρώνει μεν περισσότερες ασφαλιστικές εισφορές (περίπου 2.640 ευρώ μαζί με τα 10 ευρώ ανά μήνα του ΟΑΕΔ από 2.232 ευρώ σήμερα), αλλά θα γλιτώνει 650 ευρώ από τους φόρους. Έτσι, συνολικά θα προκύπτει κέρδος 242 ευρώ.
Δεύτερον, στους λίγους που δηλώνουν υψηλά κέρδη άνω των 15.000-20.000 ευρώ τον χρόνο. Αυτοί θα κερδίσουν και μέσα στο 2020 λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και μέσα στο 2021 λόγω της μείωσης των φόρων.
* Για κέρδος 20.000 ευρώ, ο φόρος μειώνεται στα 3.100 ευρώ από 4.400 ευρώ και οι ασφαλιστικές εισφορές μειώνονται από τα 4.056 ευρώ στα 2.640 ευρώ. Συνολικό όφελος: 2.716 ευρώ.
* Για κέρδος 30.000 ευρώ, ο φόρος μειώνεται από τα 7.300 ευρώ στα 5.900 ευρώ και οι εισφορές από τα 6.084 ευρώ στα 2.640 ευρώ. Συνολικό όφελος 4.844 ευρώ.
* Για κέρδος 50.000 ευρώ, ο φόρος μειώνεται από τα 15.500 ευρώ στα 13.900 ευρώ και οι εισφορές από τα 10.140 ευρώ στα 2.640 ευρώ. Συνολικό όφελος 9.100 ευρώ.
Μειωμένη παρακράτηση φόρου για τους μισθωτούς
Η πρώτη αλλαγή με την οποία θα έρθουν αντιμέτωποι οι μισθωτοί είναι η μείωση της παρακράτησης φόρου. Δεν υπάρχει κανείς που θα υποστεί πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση.
Υπάρχουν βέβαια πολλοί οι οποίοι δεν θα δουν καμία διαφορά στον μισθό τους ή θα δουν ανεπαίσθητη μεταβολή. Για παράδειγμα, σε μισθό της τάξεως των 546 ευρώ (που είναι και ο φορολογητέος κατώτατος μισθός βάσει της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης) διαφορά δεν θα υπάρξει, καθώς ούτως ή άλλως δεν επιβαλλόταν φόρος. Σε μικτό μισθό της τάξεως των 800 ευρώ θα υπάρξει μια αύξηση που θα κυμαίνεται από 5,6 έως 7,5 ευρώ ανάλογα με τον αριθμό των προστατευόμενων τέκνων, ενώ στους μικτούς μισθούς των 1.000 ευρώ μεγιστοποιούνται τα οφέλη, καθώς κυμαίνονται από 12,6 ευρώ τον μήνα για κάποιον που δεν έχει παιδιά και φτάνουν μέχρι και τα 30 ευρώ για εργαζόμενο με τρία παιδιά.
Σε μικτούς μισθούς από 1.700 έως και 4.000 ευρώ, η διαφορά από τη μείωση της παρακράτησης φόρου θα είναι πολύ μικρή, καθώς μπορεί να κυμαίνεται από 0,8 ευρώ τον μήνα μέχρι και 6 ευρώ, ενώ μόνο γονείς με τρία ή τέσσερα παιδιά μπορούν να προσβλέπουν σε κάτι παραπάνω.
Οι έχοντες πολύ υψηλές αποδοχές (άνω των 4.000-5.000 ευρώ μηνιαίως) θα δουν μια σημαντική αύξηση στον μισθό τους που μπορεί να φτάσει και στα 50-100 ευρώ και αυτό λόγω της μείωσης του ανώτατου συντελεστή από το 45% στο 44%. Φυσικά, πρόκειται για πολύ μικρό αριθμό φορολογούμενων, κυρίως στελέχη επιχειρήσεων.
Η δεύτερη ωφέλεια για τους μισθωτούς μέσα στο 2020 έχει να κάνει με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Θα γίνει τον Ιούλιο και συνολικά θα είναι της τάξεως της μισής ποσοστιαίας μονάδας (με προοπτική να φτάσει τη μία μονάδα μέχρι το τέλος του έτους).
Ωστόσο, το όφελος θα μοιραστεί ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργαζόμενο, οπότε η καθαρή αύξηση θα είναι της τάξεως των 3-5 ευρώ για έναν μικτό μισθό 1000 ευρώ.
Τα οφέλη για όσους έχουν βγει σε σύνταξη
Για τους συνταξιούχους ισχύει ό,τι και για τους μισθωτούς σε ό,τι αφορά την παρακράτηση φόρου. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζουν λόγω των πολλαπλών αναδρομικών διεκδικήσεων, κάποιες εκ των οποίων θα ξεκινήσουν να πληρώνονται μέσα στο 2020. Έχουν λαμβάνειν σίγουρα οι συνταξιούχοι με άθροισμα κύριων και επικουρικών συντάξεων άνω των 1.300 ευρώ, καθώς υπέστησαν μεγάλη περικοπή στην επικουρική τους σύνταξη η οποία έφτανε έως και το 50%. Η υπόθεση έχει κριθεί οριστικά από το Συμβούλιο της Επικρατείας και το υπουργείο Εργασίας θα νομοθετήσει την αποκατάσταση των δικαιωμάτων των συνταξιούχων μέσα στο 2020.
Για τις αναδρομικές διεκδικήσεις που αφορούν τις περικοπές που έγιναν την περίοδο από τον Ιούνιο του 2015 και μετά (και αυτές έχουν κριθεί αντισυνταγματικές) θα υπάρξει νέα απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας οπότε δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει το χρονοδιάγραμμα καταβολής των χρημάτων. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική ενίσχυση των συνταξιούχων από τα αναδρομικά που θα δοθούν και μέσα στο 2020, θα είναι σαφώς μεγαλύτερη από το όφελος που θα προκύψει από τη μείωση στην παρακράτηση φόρου. Βέβαια, αναδρομικά δεν θα λάβουν όλοι, αλλά μερικές εκατοντάδες χιλιάδες από το σύνολο των 2,5 εκατομμυρίων.
Κίνητρο για νέες επενδύσεις η «ανάσα» στις επιχειρήσεις
Στοίχημα που θέλει να κερδίσει η κυβέρνηση αποτελεί η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% σήμερα (ή το 28% που ήταν προγραμματισμένο να ισχύσει για τα κέρδη του 2019) στο 24%, με προοπτική περαιτέρω μείωσης στο 20%, ιδανικά για τα κέρδη του 2020.
Το εκκαθαριστικό του 2020 για τα κερδοφόρα νομικά πρόσωπα θα ξεφουσκώσει κατά 34%. Αυτή η μείωση θα χρηματοδοτηθεί με περίπου 630 εκατ. ευρώ μέσω του κρατικού προϋπολογισμού: τα 130 εκατ. ευρώ θα δοθούν φέτος, καθώς θα διορθωθεί η προκαταβολή φόρου και οι επιχειρήσεις θα πάρουν πίσω χρήματα, ενώ τουλάχιστον 500 εκατ. ευρώ θα δοθούν με τα εκκαθαριστικά του 2020. Αυτό λοιπόν είναι το στοίχημα: η μείωση του συντελεστή φορολόγησης να λειτουργήσει ως κίνητρο για αύξηση των δηλωθέντων εισοδημάτων, αλλά και για μείωση του αριθμού των εταιρειών που σήμερα εμφανίζονται ως ζημιογόνες προκειμένου να αποφύγουν τα υπέρογκα φορολογικά βάρη. Επίσης, στοίχημα είναι η μείωση των φόρων να κινητοποιήσει τις εταιρείες ώστε να αυξήσουν και τον αριθμό των εργαζομένων και το ύψος των επενδύσεων. Τα στατιστικά στοιχεία της τελευταίας εκκαθάρισης των δηλώσεων που υπέβαλαν τα νομικά πρόσωπα είναι απογοητευτικά. Τα περίπου 255 χιλιάδες νομικά πρόσωπα της χώρας εμφανίζουν -αθροιστικά- κέρδη ύψους 13-14 δισ. ευρώ και πληρώνουν φόρους ύψους περίπου 4 δισ. ευρώ λόγω του συντελεστή του 29%. Ωστόσο, από τα 255.000 νομικά πρόσωπα:
1. Τα 100.000 εμφανίζουν ζημιές.
2. Τα 64.000 δηλώνουν μηδενικά κέρδη.
3. Τα 45.000 έχουν κέρδη έως 15.000 ευρώ τον χρόνο όσα δηλαδή δηλώνει και ένας μέσος μισθωτός ή συνταξιούχος.
Τα φορολογικά βάρη των νομικών προσώπων μοιράζονται στην πραγματικότητα σε λιγότερες από 50.000 εταιρείες, εικόνα που η κυβέρνηση φιλοδοξεί να αλλάξει από το επόμενο έτος μετά την ενεργοποίηση των χαμηλών φορολογικών συντελεστών.
Το τι σημαίνει η κυβερνητική εξαγγελία για τη μείωση του φορολογικού συντελεστή από το 29% στο 24% αποτυπώνεται στο ακόλουθο παράδειγμα μιας επιχείρησης η οποία δηλώνει φορολογητέα κέρδη 50.000 ευρώ: Με το εκκαθαριστικό του 2019 η συγκεκριμένη επιχείρηση υποχρεούται να πληρώσει μέχρι το τέλος του χρόνου περίπου 14.500 ευρώ (χωρίς το τέλος επιτηδεύματος) λόγω του συντελεστή του 29%. Με την ενεργοποίηση του συντελεστή φορολόγησης του 24% επί των κερδών του 2019, η επιβάρυνση θα μειωθεί στα 9.500 ευρώ, δηλαδή κατά 34%. Και αυτό διότι εκτός από τον φόρο νομικών προσώπων που θα πέσει από τα 14.500 ευρώ στα 12.000 ευρώ, θα μειωθεί αντίστοιχα και το ποσό της προκαταβολής φόρου που αντιστοιχεί στο 100% των κερδών.