Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Αμετακίνητο παραμένει το Βερολίνο στην πολιτική του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού και στη χρηματοδότηση των υποδομών με χρέος, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις και πιέσεις από διεθνείς οργανισμούς να αυξήσει τις δαπάνες του και παρά τις προειδοποιήσεις για στασιμότητα της γερμανικής οικονομίας.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών της Όλαφ Σολτς απέρριψαν χθες το κοινό αίτημα των Γερμανών βιομηχάνων και των συνδικάτων προς την κυβέρνηση να δώσει επανεκκίνηση στη στάσιμη οικονομία, αφήνοντας στην άκρη τις άκαμπτες πολιτικές της.
Το αίτημα αυτό, που συνιστά μία άκρως ασυνήθιστη κίνηση, καταδεικνύει πόσο πολύ έχουν αυξηθεί οι δημόσιες φωνές σε μία χώρα που επί μακρόν δείχνει εμμονή στην πολιτική του μηδενικού χρέους. Με τη γερμανική οικονομία να βρίσκεται σε στασιμότητα και με το κόστος δανεισμού του Βερολίνου σε ιστορικό χαμηλό, Μέρκελ και Σολτς δέχονται ολοένα και μεγαλύτερες πιέσεις τόσο στο εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό να βάλουν στην άκρη τις μέχρι τώρα πολιτικές τους, που περιορίζει τον δημοσιονομικό χώρο για αύξηση των δημοσίων δαπανών. Η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, υπέδειξε άλλωστε τη Γερμανία ως μία χώρα που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού της για να συμβάλει στην ανάπτυξη ολόκληρης της Ευρωζώνης.
Ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI) και η Γερμανική Συνομοσπονδία Συνδικάτων (DGB) κάλεσαν την κυβέρνηση να σκεφθεί ξανά τις προτεραιότητές της για τον προϋπολογισμό και να ενισχύσει δραστικά τις δημόσιες επενδύσεις, ώστε η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία να είναι σε θέση να αναπτυχθεί στο μέλλον.
Και οι δύο πλευρές υπογράμμισαν ότι η Γερμανία χρειάζεται δημόσιες επενδύσεις ύψους 500 δισ. δολαρίων για να εκσυγχρονίσει τις υποδομές της καθώς έκανε ελάχιστες προσπάθειες την τελευταία δεκαετία.
«Αυτό δεν αφορά κυρίως την καταπολέμηση των συμπτωμάτων μίας ύφεσης, αλλά μάλλον την αντιμετώπιση των βαθύτερων αιτίων της αδύναμης ανάπτυξης» δήλωσε ο πρόεδρος του BDI, Ντίτερ Κεμπφ, προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση έχει καθήκον να διατηρήσει και να βελτιώσει τη Γερμανία ως τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας για να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη ευημερία και απασχόληση. Ο επικεφαλής της DGB, Ράινερ Χόφμαν, επεσήμανε ότι ένα μακροπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων είναι ο μόνος τρόπος να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του αναπτυξιακού μοντέλου της Γερμανίας και μαζί με αυτή και οι καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
«Όχι» από Μέρκελ - Σολτς
Από την πλευρά τους, Μέρκελ και Σολτς επέμειναν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ότι ήδη η κυβέρνηση έχει αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις σε επίπεδα ρεκόρ έτσι ώστε να μην υφίσταται λόγος να αμφισβητήσει το «φρένο του χρέους» ως βασική κατευθυντήρια αρχή της.
«Με τη σημερινή δημοσιονομική πολιτική μας, μπορούμε να δημιουργήσουμε ανάπτυξη» ανέφερε η Μέρκελ, μετά τα στοιχεία που έδειξαν την προηγούμενη εβδομάδα ότι η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης αναπτύχθηκε με αναιμικό ρυθμό 0,1% στο τρίτο τρίμηνο.
Η Μπούντεσμπανκ προβλέπει ότι η γερμανική οικονομία, παρότι απέφυγε την ύφεση, θα παραμείνει σε στασιμότητα στη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου, ενώ υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις για ανάκαμψη σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Μήνυμα στις τεχνολογικές
Μήνυμα στις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας που προσφέρουν τραπεζικές υπηρεσίες έστειλε χθες η Γερμανία: ετοιμαστείτε να ακολουθήσετε το ίδιο ρυθμιστικό πλαίσιο με αυτό των τραπεζών εάν θέλετε να προσφέρετε τραπεζικές υπηρεσίες. «Συμφωνούμε να προσφέρουν τραπεζικές υπηρεσίες οι μεγάλοι τεχνολογικοί όμιλοι, όπως Apple Pay και Google Pay. Όμως, θεωρούμε ότι είναι εξίσου σωστό που το γερμανικό κοινοβούλιο δημιούργησε την προηγούμενη εβδομάδα τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να διασφαλιστεί ο ανταγωνισμός σε αυτό το πεδίο» ανέφερε ο υφυπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Γιεργκ Κούκις.