Από την έντυπη έκδοση
Του Γιάννη Παγκαλιά
[email protected]
Οδεύοντας προς το ήμισυ του δ’ τρίμηνου της τρέχουσας χρονιάς και απέχοντας 50 ημέρες από την ολοκλήρωσή της, έχει σχεδόν ολοκληρωθεί ο κύκλος της ανακοίνωσης των εταιρικών αποτελεσμάτων για το γ’ τρίμηνο. Ένα τρίμηνο κατά το οποίο υπήρξαν μεγάλες αναταράξεις από τις εμπορικές συγκρούσεις και τα απογοητευτικά μηνύματα που έστειλαν οι μακροοικονομικοί δείκτες εξαιτίας αυτών.
Ωστόσο, παρά το ρευστό αυτό σκηνικό που επικράτησε στις αγορές, οι αμερικανικές εταιρείες δεν πτοήθηκαν, κράτησαν αντίσταση, με αποτέλεσμα σχεδόν το 80% εκείνων που οι μετοχές τους διαπραγματεύονται στον δείκτη-βαρόμετρο για το παγκόσμιο επιχειρείν, τον S&P 500, να ανακοινώσει αποτελέσματα καλύτερα των προσδοκιών.
Οι αμερικανικές εταιρείες έδειξαν χαρακτήρα απέναντι στις απειλές μιας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και την εξασθένηση της ζήτησης, που πλήγωσε αρκετές επιχειρήσεις σε άλλες περιοχές του κόσμου.
Ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο που προέκυψε και ανέδειξε η FactSet είναι τα κεφάλαια που διαθέτουν οι αμερικανικές εταιρείες σε μετρητά στο τέλος του γ’ τρίμηνου του 2019, κυρίως αυτών που απαρτίζουν την πρώτη 10άδα, με τα ποσά πραγματικά να ζαλίζουν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της FactSet, η συνολική ρευστότητα στους ισολογισμούς εντός της αμερικανικής επικράτειας των 10 εταιρειών που βρίσκονται στην κορυφή της λίστας, ανερχόταν στα 721,5 δισ. δολάρια έως τις 30 Σεπτεμβρίου.
Έκθεση της Moody’s
Σε ξεχωριστή έκθεσή της η Moody’s Investor Services αναφέρει ότι το σύνολο σε μετρητά που διέθεταν 929 αμερικανικές επιχειρήσεις που δεν δραστηριοποιούνται στον χρηματοπιστωτικό κλάδο ανερχόταν στο 1,685 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2018, υποχωρώντας σε χαμηλό 3 χρόνων.
Επιπρόσθετα η FactSet υπολογίζει μόνο τα μετρητά που έχουν εγγράψει οι αμερικανικές εταιρείες στους ισολογισμούς εντός των ΗΠΑ, αφήνοντας στην άκρη αυτά που προέρχονται από τις δραστηριότητές τους στον υπόλοιπο κόσμο. Το 2017 και πριν από την ψήφιση του νομοσχεδίου για την τροποποίηση του εταιρικού φορολογικού κώδικα από την κυβέρνηση Τραμπ, που μείωσε τον φόρο για τα κέρδη που οι αμερικανικές εταιρείες δημιουργούσαν από τις εξωχώριες δραστηριότητές τους από το 35% περίπου στο 21%, η Apple διέθετε 232 δισ. δολάρια σε ρευστό από τα κέρδη της εκτός των ΗΠΑ.
Οι επενδυτές
Η αθρόα αυτή ρευστότητα των μεγάλων αμερικανικών εταιρειών αναπόφευκτα έχει ξεκινήσει μια συζήτηση για το τι προτίθενται να κάνουν με τα κεφάλαια αυτά που έχουν στην άκρη.
Από τη μεριά τους οι μέτοχοι και οι επενδυτές εμφανίζονται δυσαρεστημένοι με τα Δ.Σ. των εταιρειών, καθώς θεωρούν ότι οι ιθύνοντες των εταιρειών αντί να επενδύουν κεφάλαια για την ανάπτυξη των εταιρειών προτιμούν να τα κρατούν στην άκρη.
Άλλο ένα σημείο τριβής είναι τα κεφάλαια που διατίθενται για προγράμματα εξαγοράς ιδίων μετοχών, που ναι μεν αποφέρουν κέρδη στους επενδυτές, όμως στην ουσία αυτά επιστρέφουν στις ίδιες τις εταιρείες.
Η χρηματιστηριακή θέση μιας εισηγμένης εταιρείας καθίσταται πιο ισχυρή όταν το ποσοστό των μετοχών της που βρίσκεται σε ελεύθερη διασπορά συρρικνώνεται, από τη στιγμή που όσο μικρότερο είναι το ποσοστό των μετοχών στη διάθεση των απανταχού επενδυτών, τόσο η μετοχή είναι πιο προστατευμένη.
Από την άλλη, οι εταιρείες, προσπαθώντας να χρυσώσουν το χάπι, σε κάθε τρίμηνο θέλοντας να ανταμείψουν τους υφιστάμενους επενδυτές, αποδίδουν μερίσματα στους μετόχους, όμως σχεδόν πάντα τα ποσά που διαθέτουν είναι λιγότερα από αυτά που ανακοινώνουν για την εξαγορά ιδίων μετοχών.
Παράδειγμα η Apple, η οποία κατά το προηγούμενο τρίμηνο προχώρησε σε πρόγραμμα επαναγοράς ιδίων μετοχών ύψους 18 δισ. δολαρίων, διαθέτοντας μόλις 2,5 δισ. δολάρια για την απόδοση μερισμάτων, ενώ η Microsoft για το ίδιο διάστημα επέστρεψε στους μετόχους 8 δισ. δολάρια μέσω εξαγορών ιδίων μετοχών και απόδοση μερισμάτων, ένα ποσό αυξημένο κατά 28% σε ετήσια βάση.
Μονόδρομος οι εξαγορές
Οι αναλυτές ωστόσο εμφανίζονται πιο καθησυχαστικοί, υποστηρίζοντας ότι οι εταιρείες δεν θα μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια.
Όπως αναφέρει ο Κρίστοφερ Έμπερλε, αναλυτής της Nomura, οι εταιρείες διαβλέπουν ότι οι εξαγορές μικρότερων επιχειρήσεων ή οι συγχωνεύσεις αποτελούν κάτι σαν μονόδρομο στον δρόμο για την ανάπτυξη και την κυριαρχία τους.
Το αμερικανικό χρηματιστήριο διανύει τη 2η μεγαλύτερη σε διάρκεια bull market (όταν ένα στοιχείο ενεργητικού δεν απολέσει περισσότερο από 20% από το υψηλότερο επίπεδό του των τελευταίων 12 μηνών) στην ιστορία του για 3.895 ημέρες.
Δεδομένου λοιπόν ότι οι αμερικανικές μετοχές βρίσκονται σε μια παρατεταμένη περίοδο κατά την οποία διαπρέπουν, οι εταιρείες κρατούν μια πιο αμυντική στάση, περιμένοντας πιθανόν μια υποχώρηση της αγοράς για να κάνουν κάποια κίνηση.
Η πιο πρόσφατη εξαγορά είναι αυτή της Fitbit από την Alphabet αντί του ποσού των 2,1 δισ. δολαρίων, σε μια προσπάθεια του τεχνολογικού κολοσσού να εισχωρήσει στην αγορά των wearables συσκευών.
Οι κορυφαίοι στη λίστα της FactSet
Η FactSet στη ρευστότητα μιας εταιρείας υπολογίζει τα μετρητά που διαθέτει στα ταμεία της και τις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, όπως τα ομόλογα.
Στην κορυφή της λίστας βρίσκεται η Microsoft με 136,6 δισ. δολάρια, ακολουθεί ο επενδυτικός όμιλος Berkshire Hathaway του Γουόρεν Μπάφετ με 128,2 δισ. δολάρια, σπάζοντας την κυριαρχία των τεχνολογικών εταιρειών στις υψηλές θέσεις στη σχετική λίστα, καθώς ακολουθεί η Alphabet, μητρική της Google, με 121,2 δισ. δολάρια και η Apple με 100,6 δισ. δολάρια, καταφέρνοντας οριακά να ξεπεράσει το φράγμα των 100 δισ. δολαρίων.
Αρκετά πιο πίσω βρίσκονται Facebook και Amazon (52,3 δισ. δολάρια και 43,7 δισ. δολάρια αντίστοιχα), για να κάνει στην 7η θέση της λίστας την εμφάνισή της μια εταιρεία εκτός του τεχνολογικού κλάδου, η Ford, με ρευστοποίηση στα 37,3 δισ. δολάρια. Τη 10άδα συμπληρώνουν Oracle (35,7 δισ. δολάρια), Cisco (33,4 δισ. δολάρια) και Bristol-Mayers Squibb (32,5 δισ. δολάρια).
Στη ρευστότητα, όπως υπογραμμίζει η FactSet, πέραν των μετρητών περιλαμβάνει και τις βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, διότι υπολογίζοντας και τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις τότε στην κορυφή της λίστας σκαρφαλώνει -από την 4η θέση- η Apple με 205,9 δισ. δολάρια.
Κι ενώ οι 10 αυτές επιχειρήσεις διαθέτουν πακτωλό μετρητών, το 2018 η ρευστότητα σε ένα αρκετό μεγάλο δείγμα των αμερικανικών εταιρειών υποχώρησε.