Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Το Συμβούλιο Υπουργών, στο πλαίσιο των προωθούμενων μέτρων για την επίτευξη της ένωσης κεφαλαιαγορών στην Ε.Ε., ενέκρινε χθες οριστικά τους αναθεωρημένους κανόνες εποπτείας των γραφείων συμψηφισμού τίτλων και παραγώγων. Πρόκειται για κοινοτικό κανονισμό που θα υπογραφεί την προσεχή εβδομάδα, ενώ θα δημοσιευθεί στην επίσημη εφημερίδα της Ε.Ε. στις 24 Οκτωβρίου και θα αρχίσει να ισχύει 20 ημέρες αργότερα.
Το νέο πλαίσιο καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να εποπτεύονται τα γραφεία συμψηφισμού της Ε.Ε. και τρίτων χωρών στο μέλλον, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις επιπτώσεις του Brexit στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το πλαίσιο θα εφαρμοστεί μέσω αναθεώρησης του κανονισμού για τις υποδομές των ευρωπαϊκών αγορών (EMIR) και της αναθεώρησης του καταστατικού του ευρωπαϊκού συστήματος κεντρικών τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Τα γραφεία συμψηφισμού ή κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP) διευκολύνουν τις συναλλαγές σε τίτλους και παράγωγα συγκεντρώνοντας και τυποποιώντας όλα τα στάδια έως την πληρωμή. Αναλαμβάνουν επίσης τον κίνδυνο αντισυμβαλλόμενου καθόσον παρεμβάλλονται μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή, εγγυώμενοι την ολοκλήρωση της συναλλαγής.
Επί του παρόντος, υπάρχουν 16 κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εγκατεστημένοι και αδειοδοτημένοι στην Ε.Ε. Με βάση τις διατάξεις περί ισοδυναμίας που περιέχονται στον κανονισμό EMIR, έχουν αναγνωριστεί επιπλέον 33 κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτων χωρών, οι οποίοι μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ε.Ε. Μετά το Brexit, οι τρεις κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι με έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο θα καταστούν αυτομάτως κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι τρίτης χώρας.
Ο στόχος της μεταρρύθμισης είναι να ενισχυθεί η εποπτεία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ότι αυξάνονται διαρκώς το μέγεθος, η πολυπλοκότητα και η διασυνοριακή διάσταση των υπηρεσιών συμψηφισμού στην Ευρώπη. Εν προκειμένω, θεσπίζεται ενιαίος μηχανισμός στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών ο οποίος θα συγκεντρώνει την εμπειρογνωμοσύνη όσον αφορά την εποπτεία κεντρικών αντισυμβαλλομένων και θα εξασφαλίζει στενότερη συνεργασία μεταξύ των εποπτικών αρχών και των κεντρικών τραπεζών που είναι υπεύθυνες για τα νομίσματα της Ε.Ε.
Ο κανονισμός προβλέπει τη συγκρότηση εποπτικής επιτροπής για κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους στο πλαίσιο της ΕΑΚΑΑ, η οποία θα απαρτίζεται από έναν ανεξάρτητο πρόεδρο, τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών με αδειοδοτημένο κεντρικό αντισυμβαλλόμενο καθώς και δύο ανεξάρτητα μέλη. Οι κεντρικές τράπεζες των χωρών των οποίων το νόμισμα χρησιμοποιείται για τη συναλλαγή μπορούν να συμμετέχουν στην επιτροπή για ορισμένα ειδικά ζητήματα, αλλά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.
Δύο κατηγορίες
Η συμφωνία ενισχύει επίσης το ισχύον σύστημα αναγνώρισης και εποπτείας των γραφείων συμψηφισμού τρίτων χωρών. Πιο συγκεκριμένα, θεσπίζεται σύστημα «δύο κατηγοριών» για το διαχωρισμό των συστημικά μη σημαντικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των συστημικά σημαντικών κεντρικών αντισυμβαλλομένων (κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι «κατηγορίας 2»). Η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει να αξιολογεί τη συστημική σημασία των κεντρικών αντισυμβαλλομένων βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, όπως το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου, η διάρθρωση των μελών του ή η ύπαρξη εναλλακτικών υπηρεσιών συμψηφισμού στο συγκεκριμένο νόμισμα.
Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατηγορίας 2 θα υπόκεινται σε αυστηρότερους κανόνες προκειμένου να αναγνωρίζονται και να τους χορηγείται άδεια ώστε να δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε., μεταξύ των οποίων:
* συμμόρφωση προς τις αναγκαίες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους της Ε.Ε., λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τους κανόνες των τρίτων χωρών,
* επιβεβαίωση από τις αρμόδιες κεντρικές τράπεζες της Ε.Ε. ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος συμμορφώνεται με τυχόν συμπληρωματικές απαιτήσεις που καθορίζονται από αυτές,
* συναίνεση του κεντρικού αντισυμβαλλόμενου να παρέχει στην ΕΑΚΑΑ όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και να επιτρέπει τη διεξαγωγή επιτόπιων επιθεωρήσεων, καθώς και τις απαραίτητες εγγυήσεις που επιβεβαιώνουν ότι οι ρυθμίσεις αυτές ισχύουν στην τρίτη χώρα.
Βάσει αιτιολογημένης αξιολόγησης, η ΕΑΚΑΑ θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να εισηγείται ότι η συστημική σημασία ενός κεντρικού αντισυμβαλλόμενου ή ορισμένων από τις υπηρεσίες συμψηφισμού που παρέχει είναι τόσο μεγάλη ώστε να μην πρέπει να αναγνωριστεί. Η Επιτροπή μπορεί να αποφασίζει, ως ύστατο μέτρο, ότι ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος οφείλει να εγκατασταθεί στην ΕΕ. Στην περίπτωση αυτή, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος τρίτης χώρας θα πρέπει να εγκατασταθεί εντός της κοινοτικής επικράτειας για να μπορεί να δραστηριοποιείται.