Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Η «μάχη» για διεύρυνση της πάγιας ρύθμισης οφειλών προς την εφορία αποτελεί πλέον πρωταρχικό στόχο της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών, ειδικά μετά τη θετική πορεία της ρύθμισης των 120 δόσεων. Επιδίωξη, άλλωστε, του οικονομικού επιτελείου είναι όπως οι όποιες αλλαγές συμφωνηθούν με τους θεσμούς περιληφθούν στο νέο φορολογικό νομοσχέδιο και αρχίσουν να ισχύουν από τις αρχές του 2020 για όλα τα «νέα» χρέη.
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, εξάλλου, γνωρίζουν ότι η ανάγκη να υπάρξει μια «σταθερή» και «ελκυστική» ρύθμιση για όσους δεν μπορούν να ανταποκριθούν άμεσα στις φορολογικές τους υποχρεώσεις θα είχε διπλό όφελος. Αφενός θα δίνει τη δυνατότητα στους υπόχρεους να ενταχθούν σε αυτήν ώστε να μην «πνίγονται» από τη συσσώρευση χρεών και να μην κινδυνεύουν από τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης (κατασχέσεις και πλειστηριασμούς), αφετέρου θα συμβάλει στην ενίσχυση των εσόδων του προϋπολογισμού, ενώ ταυτόχρονα θα μειώνει τον «κίνδυνο» να διογκώνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο με άγνωστο το εάν θα καταστεί κάποτε δυνατή η αποπληρωμή τους.
Οφειλές 7,1 δισ. ευρώ
Αυτό, άλλωστε, έδειξε και η πορεία της ρύθμισης των 120 δόσεων, που «έκλεισε» πρόσφατα, αφού οι πολίτες έσπευσαν μαζικά να υπαχθούν σε αυτήν. Ειδικότερα, αιτήσεις ρύθμισης υπέβαλαν 722.109 οφειλέτες για συνολικές οφειλές ύψους 7,1 δισ. ευρώ, ενώ από αυτές οι 217.276 αιτήσεις είναι ακόμη εκκρεμείς. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι ένας στους τρεις οφειλέτες έχει υπαχθεί στη ρύθμιση, έχοντας ληξιπρόθεσμες οφειλές ποσού μεγαλύτερου των 1.500 ευρώ. Θα πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι το 70% του συνόλου των οφειλετών αντιστοιχεί σε μικροοφειλέτες με χρέος έως 500 ευρώ, οι οποίοι δεν είχαν ουσιαστικό λόγο να ενταχθούν στη ρύθμιση, καθώς και σε οφειλέτες με χρέη παλαιών ετών των οποίων η είσπραξη καθίσταται ιδιαιτέρως δύσκολη. Επισημαίνεται, όπως αναφέρουν στελέχη του οικονομικού επιτελείου, ότι η εν λόγω πορεία αποτελεί ένα ισχυρό χαρτί στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς, προκειμένου να πειστούν για την ανάγκη θέσπισης μιας ουσιαστικής «πάγιας» ρύθμισης που θα δίνει πραγματικά τη δυνατότητα σε όποιον επιθυμεί να εξοφλήσει, «χωρίς το μαχαίρι στον λαιμό» τα χρέη του, σε ένα ικανοποιητικό χρονικό διάστημα. Σημείο που αποτελεί ακόμη το ουσιαστικό «αγκάθι» της διαπραγμάτευσης καθώς, όπως τονίζουν τα ίδια στελέχη, οι θεσμοί έχουν ήδη δεχθεί όπως ο αριθμός των δόσεων αυξηθεί από τις 12 στις 24 δόσεις για οφειλές από φόρο εισοδήματος, ΦΠΑ και ΕΝΦΙΑ, ωστόσο διατηρούν ορισμένες επιφυλάξεις για την αύξηση των δόσεων από 24 σε 48 για οφειλές που βεβαιώνονται εκτάκτως, όπως ο φόρος κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής ή τα πρόστιμα από φορολογικές παραβάσεις.
Κατά τ’ άλλα και οι δυο πλευρές συγκλίνουν στο ότι για οφειλέτες με ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν θα μπορεί να είναι μικρότερο των 15 ευρώ, κάτι το οποίο ισχύει και με το σημερινό καθεστώς, ενώ για οφειλέτες με ετήσιο εισόδημα άνω των 10.000 ευρώ το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν θα μπορεί να είναι μικρότερο από ένα όριο το οποίο θα κλιμακώνεται ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του οφειλέτη. Επίσης, οι δυο πλευρές έχουν ήδη συμφωνήσει ότι θα τεθούν συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια προκειμένου να μπορεί να ενταχθεί κάποιος στην εν λόγω νέα πάγια ρύθμιση.
Το σίγουρο είναι ότι μόνο για οφειλέτες των οποίων το ετήσιο ατομικό εισόδημα του προηγούμενου έτους είναι μέχρι 10.000 ευρώ θα ισχύει το ανώτατο όριο αριθμού μηνιαίων δόσεων, 24 ή 48 ή όποιo άλλο «κληρώσει», ανάλογα με το εάν η οφειλή είναι τακτική ή έκτακτη. Ο μοναδικός περιορισμός που θα ισχύει θα είναι το ελάχιστο όριο των 15 ευρώ στο ποσό κάθε μηνιαίας δόσης.
Οι συντελεστές
Από την άλλη πλευρά, όπως έχει ήδη επισημάνει η «Ν», για οφειλέτες των οποίων το ετήσιο ατομικό εισόδημα του προηγούμενου έτους είναι μεγαλύτερο των 10.000 ευρώ, ο αριθμός των δόσεων θα καθορίζεται με βάση κλίμακα ποσοστών - συντελεστών που θα εφαρμόζονται επί του ετήσιου εισοδήματος του εκάστοτε προηγούμενου φορολογικού έτους, κατά το πρότυπο της εφαρμοζόμενης αυτόν τον καιρό ρύθμισης των 120 μηνιαίων δόσεων. Τα ποσοστά - συντελεστές θα κλιμακώνονται από το 4% έως το 25%, όπως ακριβώς και στη ρύθμιση των 120 δόσεων και θα διαμορφώνονται ως εξής:
α) 4% για το τμήμα του εισοδήματος από τα 10.000,01 έως τα 15.000 ευρώ,
β) 6% για το τμήμα του εισοδήματος από τα 15.000,01 έως τα 20.000 ευρώ,
γ) 8% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 20.000,01 έως τα 25.000 ευρώ,
δ) 10% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 25.000,01 έως τα 30.000 ευρώ,
ε) 12% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 30.000,01 έως τα 50.000 ευρώ,
στ) 15% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 50.000,01 έως τα 75.000 ευρώ,
ζ) 20% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος από τα 75.000,01 έως τα 100.000 ευρώ,
η) 25% για το τμήμα ετήσιου εισοδήματος πάνω από τα 100.000 ευρώ.
Το επιτόκιο με το οποίο θα επιβαρύνεται η ρυθμισμένη οφειλή για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα μεγαλύτερο των 10.000 ευρώ θα ανέρχεται σε 5% ετησίως, όσο δηλαδή προβλέπεται και στην ισχύουσα σήμερα «πάγια ρύθμιση», ενώ για όσους έχουν ετήσιο εισόδημα έως 10.000 ευρώ η οφειλή δεν θα επιβαρύνεται με τόκους.
Βεβαίωση αποδέσμευσης
Σε κάθε περίπτωση, όσοι οφειλέτες υπάγονται στη νέα «πάγια» ρύθμιση έχοντας ήδη δεσμευμένους τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους, για τις απλήρωτες οφειλές τους προς το Δημόσιο οι οποίες εντάσσονται στη ρύθμιση, οι λογαριασμοί τους θα αποδεσμεύονται αυτόματα υπό την προϋπόθεση ότι θα εισέλθουν στην ειδική ηλεκτρονική εφαρμογή στο σύστημα TAXISnet και θα λάβουν βεβαίωση αποδέσμευσης, την οποία θα πρέπει να κοινοποιούν άμεσα και με κάθε πρόσφορο μέσο στις τράπεζες όπου τηρούν τους συγκεκριμένους λογαριασμούς.
Ανάλογο ευεργέτημα θα έχουν και οι εντασσόμενοι στη νέα «πάγια» ρύθμιση οφειλέτες εναντίον των οποίων θα έχει ληφθεί το μέτρο της κατάσχεσης των μισθών ή των συντάξεών τους ή άλλων εισοδημάτων τους στα χέρια αυτών που τους τα καταβάλλουν.
Για τους οφειλέτες αυτούς οι κατασχέσεις στους μισθούς ή τις συντάξεις τους ή τα άλλα εισοδήματά τους θα σταματούν, εφόσον εισέλθουν σε ειδική ηλεκτρονική εφαρμογή στο σύστημα TAXISnet και λάβουν βεβαίωση αποδέσμευσης, την οποία θα πρέπει να κοινοποιήσουν άμεσα και με κάθε πρόσφορο μέσο στον εργοδότη ή στο ασφαλιστικό ταμείο, κατά περίπτωση.
Υπενθυμίζεται ότι η αποδέσμευση θα ισχύει μόνο για τα ποσά καταθέσεων ή εισοδημάτων που δικαιούνται να λάβουν οι οφειλέτες από τη στιγμή της κοινοποίησης της βεβαίωσης και μετά και όχι για ποσά που ήδη έχουν δεσμευθεί και κατασχεθεί.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να επωφεληθούν του ευεργετήματος αυτού όλοι οι παραπάνω οφειλέτες θα είναι να έχουν ενταχθεί στη νέα «πάγια» ρύθμιση και να έχουν εξοφλήσει τουλάχιστον την πρώτη δόση αυτής.