Από την έντυπη έκδοση
Άλλη μια επιτυχημένη διαδικασία άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές μετράει από χθες στο ενεργητικό του ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ). Το εκ νέου άνοιγμα του 10ετούς ομολόγου που είχε εκδοθεί τον περασμένο Μάρτιο είχε ως αποτέλεσμα η Ελλάδα να δανειστεί με το χαμηλότερο επιτόκιο στην ιστορία της.
Ο ΟΔΔΗΧ θα αντλήσει -μόλις ολοκληρωθεί η εκκαθάριση της έκδοσης- 1,5 δισ. ευρώ με την απόδοση να διαμορφώνεται στο 1,5%, δηλαδή λίγο χαμηλότερα από το 1,55% που ήταν και η αρχική απόδοση κατά το άνοιγμα της χθεσινής διαδικασίας. Αν και ιστορικά χαμηλή για την Ελλάδα, η απόδοση του 10ετούς παραμένει ελκυστική για τις αγορές, δεδομένου ότι η μισή Ευρωζώνη εκδίδει ομόλογα με αρνητικές αποδόσεις. Έτσι δικαιολογείται και η αυξημένη ζήτηση που υπήρχε στην έκδοση. Οι συνολικές προσφορές ξεπέρασαν τα 7,6 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι τα νέα ομόλογα έχουν ίδιους όρους με τα ομόλογα του Μαρτίου (λήγουν 12 Μαρτίου 2029 και έχουν κουπόνι 3,875%), αλλά η απόδοσή τους είναι μειωμένη κατά περίπου 61%. Τότε είχαν αντληθεί 2,5 δισ. ευρώ με απόδοση 3,9% και κουπόνι 3,875%.
Η αρχική πρόθεση ήταν να αντληθεί από την αγορά ποσό της τάξεως του 1 δισ. ευρώ, κάτι που ανέφερε και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας στη συνέντευξη που παραχώρησε χθες το πρωί στην ΕΡΤ. Ωστόσο, η αυξημένη ζήτηση φαίνεται ότι οδήγησε στην απόφαση να αντληθούν 500 εκατ. ευρώ επιπλέον. Έτσι, από τις αρχές του χρόνου έχουν αντληθεί συνολικά 9 δισ. ευρώ μέσω τριών εκδόσεων (10ετής, 7ετής και 5ετής), αλλά και από την επέκταση (reopening) της μιας εξ αυτών. Αναγκαιότητα άντλησης πρόσθετης ρευστότητας στην παρούσα φάση δεν υπήρχε, καθώς από το καλοκαίρι έχει ήδη υπερκαλυφθεί ο φετινός στόχος των 7 δισ. ευρώ. Στην πράξη, έχει καλυφθεί πλέον και ο μισός στόχος του 2020, καθώς για την επόμενη χρονιά οι ανάγκες είναι εξαιρετικά περιορισμένες, αφού δεν ξεπερνούν τα 4-5 δισ. ευρώ.
Παγιώνεται η Ελλάδα ως «κανονικός εκδότης»
Ο στόχος της χθεσινής κίνησης ήταν να παγιωθεί η θέση της Ελλάδας στη διεθνή αγορά ως «κανονικού εκδότη». Ταυτόχρονα επιτυγχάνονται και άλλοι στόχοι, όπως η αύξηση της εμπορευσιμότητας επί των ελληνικών τίτλων. Παρά το γεγονός ότι τα ομόλογα σε κυκλοφορία θεωρητικά ξεπερνούν τα 50 δισ. ευρώ, οι τίτλοι επί των οποίων γίνονται συναλλαγές δεν ξεπερνούν τα 30-35 δισ. ευρώ.
Με τη χθεσινή έκδοση δεν ανατρέπεται ούτε ο (κυρίως συμβολικού χαρακτήρα) στόχος, το 2019 να γίνει το πρώτο μεταμνημονιακό έτος κατά το οποίο θα καταγραφεί μείωση του δημοσίου χρέους όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά και σε απόλυτο ποσό. Στο προσχέδιο που κατατέθηκε προχθές στη Βουλή είχε καταγραφεί ως εκτίμηση ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα περιοριστεί στα 329,3 δισ. ευρώ από 334,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2018. Ακόμη και αν η χθεσινή έκδοση δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά τη διατύπωση της συγκεκριμένης πρόβλεψης (πληροφορίες αναφέρουν ότι η απόφαση για τη χθεσινή έκδοση ελήφθη στο τέλος Σεπτεμβρίου αλλά κρατήθηκε -όπως επιβάλλεται άλλωστε- ως θέμα στα χαμηλά), το υπόλοιπο του χρέους στο τέλος του χρόνου θα είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2019.
«Παράθυρο» και για νέα έκδοση εντός 2019
Ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας ρωτήθηκε χθες αν θα υπάρξει και άλλη έκδοση μέχρι το τέλος του χρόνου, δεδομένου ότι βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές Οκτωβρίου.
Ο κ. Σταϊκούρας δεν το απέκλεισε και άφησε όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά, παραπέμποντας και στις σχετικές προτάσεις του αρμόδιου Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ). Άλλωστε, η «αντικατάσταση» εντόκων γραμματίων με ομόλογα είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, το οποίο να σημειωθεί πως προκύπτει και από τα όσα αναγράφονται στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2020.
Υπενθυμίζεται ότι το υπόλοιπο των βραχυπρόθεσμων τίτλων (οι οποίοι είναι ουσιαστικά τα έντοκα γραμμάτια) προβλέπεται να μειωθεί από τα 15,28 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2018 στα 12,72 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2019, ενώ περαιτέρω υποχώρηση προβλέπεται μέχρι το τέλος του 2020 (στα 9,72 δισεκατομμύριαευρώ). Αντίθετα, το υπόλοιπο των ομολόγων εκτιμάται ότι θα κλείσει στα 55,6 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2019, ενώ προβλέπεται να διαμορφωθεί στα 61,73 δισεκατομμύρια ευρώ στο τέλος του 2020.
«Εναρμόνιση» δευτερογενούς αγοράς
Ανοδικά κινήθηκε χθες η απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου, μετά το εκ νέου άνοιγμα του 10ετούς που είχε εκδοθεί τον Μάρτιο.
Δεδομένου ότι η απόδοση στη νέα επιτυχημένη άντληση κεφαλαίου διαμορφώθηκε στο 1,5%, το κόστος δανεισμού του 10ετούς στη δευτερογενή αγορά «ήρθε να διορθώσει και να πάει πιο κοντά στη νέα απόδοση», όπως χαρακτηριστικά ανέφεραν traders της αγοράς που θέλησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, με αποτέλεσμα η απόδοση να ενισχυθεί τρεις μονάδες βάσης από το κλείσιμο της Δευτέρας και να κλείσει στο 1,44%. Ενδοσυνεδριακά, όμως, έφθασε έως το 1,48%. Το θέμα είναι, όπως εξήγησαν, πόσο πολύ θα αντλήσουν ή θα πωλήσουν οι επενδυτές, κάτι που θα γνωρίζουμε, όπως εξήγησαν οι traders, τις επόμενες ημέρες και από αυτό θα εξαρτηθεί και η περαιτέρω πορεία της απόδοσης.
Αύξηση παρουσίασε και το spread έναντι του αντίστοιχου γερμανικού, ξεπερνώντας και πάλι το φράγμα των 200 μονάδων βάσης, για να φθάσει τις 206 μονάδες βάσης. Στους υπόλοιπους τίτλους, ωστόσο, οι αποδόσεις παρέμειναν σταθερές. Αξιοσημείωτος ήταν και ο όγκος συναλλαγών στην ΗΔΑΤ που έφθασε τα 30 εκατ. ευρώ.
Η απόδοση του 10ετούς αποκλιμακώθηκε περίπου 120 μονάδες βάσης στη διάρκεια του τρίτου τριμήνου, υποχωρώντας στην περιοχή του 1,30% από 2,50% που βρισκόταν στα τέλη Ιουνίου. Από τις αρχές του έτους έως σήμερα, η αποκλιμάκωση ξεπερνά τις 300 μονάδες βάσης, δεδομένου ότι άρχισε το έτος πάνω από το 4%. Ωστόσο, στις προηγούμενες συνεδριάσεις, οι αποδόσεις των ελληνικών είχαν παρουσιάσει μικρή ανοδική διόρθωση εν μέσω φημολογιών για νέα έκδοση στην αγορά, καθώς οι επενδυτές παρέμειναν για λίγο στο περιθώριο κάνοντας χώρο στα χαρτοφυλάκιά τους για να αγοράσουν.