Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Νέα επίθεση δέχθηκε ο απερχόμενος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), Μάριο Ντράγκι, αυτή τη φορά από πρώην διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής, που χαρακτήρισαν την πολιτική του όχι μόνο ανεπιτυχή αλλά και ριψοκίνδυνη. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η επερχόμενη πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ θα προσπαθήσει να φτιάξει νέες ισορροπίες με πρώτο σταθμό της το Βερολίνο, το οποίο θα επισκεφθεί αμέσως όταν θα αναλάβει το νέο της πόστο.
Σε ένα έγγραφο δύο σελίδων, τα πρώην μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ Γιούργκεν Σταρκ και Οτμαρ Ισινγκ, μαζί με πρώην διοικητές από Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία και Ολλανδία διαμήνυσαν ότι τα επιθετικά μέτρα στήριξης της ΕΚΤ είναι αδικαιολόγητα, ότι πυροδοτούν φούσκες στις τιμές ακινήτων και ότι ενδεχομένως θα μπορούσαν να σπείρουν τους καρπούς της επόμενης κρίσης. Ανέφεραν μάλιστα ότι με τις πολιτικές αυτές ο Ντράγκι χρηματοδοτεί χρεωμένες κυβερνήσεις.
Αυτή η λεκτική επίθεση της «παλαιάς φρουράς» γίνεται σε μία περίοδο ιδιαίτερα ταραχώδη για την ΕΚΤ, όπου περισσότεροι από το ένα τρίτο των διαμορφωτών πολιτικής της δηλώνουν κατηγορηματικά αντίθετοι στην κοπή νέου χρήματος, σε μία εξέλιξη που καταδεικνύει τη ριζική αλλαγή που έκανε υπό την ηγεσία Ντράγκι ένας θεσμός πάλαι ποτέ συντηρητικός. «Ως πρώην κεντρικοί τραπεζίτες αλλά και Ευρωπαίοι πολίτες, βιώνουμε ένα μοντέλο κρίσης που ξεδιπλώνεται αυτή τη στιγμή από την ΕΚΤ και αυτό μας δημιουργεί ανησυχία», υπογράφουν οι πρώην διαμορφωτές νομισματικής πολιτικής.
Ο Σταρκ, Γερμανός, παραιτήθηκε από τη θέση του κορυφαίου οικονομολόγου της ΕΚΤ το 2011 μετά την αντίθεσή του στην πολιτική της ΕΚΤ να αγοράζει κρατικά ομόλογα με σκοπό την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Την προηγούμενη εβδομάδα, η Γερμανίδα Σαμπίνε Λαουτενσλέγκερ αποτέλεσε την τέταρτη Γερμανίδα αξιωματούχο που αποχώρησε από την ΕΚΤ πριν ακόμη λήξει η θητεία της.
Βασιζόμενη στο μοντέλο της γερμανικής Μπούντεσμπανκ και με βασικό στόχο να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ καθυστέρησε περισσότερο από τις άλλες κορυφαίες κεντρικές τράπεζες σε Βρετανία και ΗΠΑ να προβεί σε μαζικές αγορές ομολόγων, προκειμένου να μετριάσει τις συνέπειες από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Όταν όμως ανέλαβε τα ηνία ο Μάριο Ντράγκι το 2011, η ΕΚΤ εγκατέλειψε τη γερμανική «ορθοδοξία» σύροντας σταδιακά τα επιτόκια κάτω από το μηδέν και αγοράζοντας ομόλογα Ευρωζώνης, αξίας 2,6 τρισ. ευρώ, κυρίως κρατικά.
Αυτές οι πολιτικές όμως πυροδότησαν έντονες αντιδράσεις από τη Γερμανία και άλλες, πλούσιες σε ρευστό, χώρες, οι οποίες εκφράζουν ανησυχίες ότι οι αποταμιευτές τους έχουν πληγεί σοβαρά και ότι κάποια ημέρα θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος για λογαριασμό των προβληματικών χωρών.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, που αναλαμβάνει τα ηνία από τις 31 Οκτωβρίου, έχει αρχίσει να διαμορφώνει το μελλοντικό της ρόλο πριν ακόμη τον αναλάβει. Μέχρι στιγμής έχει κρατήσει λεπτές ισορροπίες, λέγοντας κατά την ακροαματική διαδικασία της στο Ευρωκοινοβούλιο ότι χρειάζεται χαλαρή νομισματική πολιτική, η οποία όμως έχει και επιπτώσεις. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν οικονομικοί σχολιαστές στο Bloomberg, η Λαγκάρντ δεν πρέπει να διαθέτει μόνο οικονομικές ικανότητες, αλλά και προσόντα πολιτικού ικανού να ενθαρρύνει χώρες όπως η Γερμανία να αλλάξουν νοοτροπία. Για τον λόγο αυτό, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Λαγκάρντ θα επισκεφθεί την πρώτη κιόλας εβδομάδα που θα αναλάβει το νέο πόστο της το Βερολίνο, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.