Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Αναθεωρεί προς τα επάνω τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τόσο φέτος όσο και το 2020 η Citi. Ωστόσο εξακολουθεί να βλέπει χαμηλές πτήσεις, με τους ρυθμούς να μένουν κάτω του 2% έως και το 2023, την ώρα που η κυβέρνηση, αλλά και η ΤτΕ πιστεύουν πως υπό προϋποθέσεις η ελληνική οικονομία θα μπορούσε τα επόμενα χρόνια να ανεβάσει ταχύτητα στο 3%. Τι σχολιάζει για το νέο πολιτικό τοπίο, ποια επίμονα «βαρίδια» επισημαίνει και ποιο πιστεύει ότι είναι το κλειδί για ταχύτερη ανάκαμψη στο μέλλον.
Η προσπάθεια για τόνωση της ελληνικής οικονομίας γίνεται σε ένα εξαιρετικά δυσμενές διεθνές περιβάλλον. Εν μέσω οξύτατων εμπορικών αντιπαραθέσεων και γεωπολιτικών εντάσεων και παρά τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών, οι ειδικοί της αμερικανικοίς επενδυτικής τράπεζας υποβαθμίζουν περαιτέρω τις προβλέψεις τους για την παγκόσμια ανάπτυξη στο 2,7% τόσο το 2019 όσο και το 2020, όταν το 2018 το παγκόσμιο ΑΕΠ είχε μεγεθυνθεί κατά 3,2%.
Για την ελληνική οικονομία βλέπουν ρυθμούς ανάπτυξης 1,8% φέτος και 1,9% την επόμενη χρονιά, αναβαθμίζοντας την πρόβλεψη κατά 0,4 ποσοστιαία μονάδα. Ωστόσο αναμένουν αισθητή επιβράδυνση στο 1,5% το 2021 και ακόμη βραδύτερους ρυθμούς το 2022 (1,4%) και το 2023 (1,3%).
Το πολιτικό τοπίο
Η Citi δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα νέα πολιτικά δεδομένα, επισημαίνοντας ότι το πολιτικό ρίσκο είναι αισθητά μειωμένο για τη χώρα σε σχέση με πριν από τέσσερα χρόνια. Σημειώνει δε ότι η δημοσιονομική πολιτική είχε αρχίσει να χαλαρώνει ελαφρώς ακόμη και πριν από τις δεσμεύεις της νέας κυβέρνησης για φοροελαφρύνσεις και προσθέτει ότι οι προοπτικές υψηλότερης ανάπτυξης ίσως να είναι αρκετές για περαιτέρω αναβαθμίσεις του αξιόχρεου.
Κάνει λόγο για βελτίωση του καταναλωτικού κλίματος, το οποίο σε συνδυασμό με την πλήρη άρση των capital controls, αλλά και την ελαφρώς πιο υποστηρικτική δημοσιονομική στάση, θα μπορούσε να στηρίξει την εσωτερική ζήτηση, ενώ προσθέτει ότι θετικά μπορούν να λειτουργήσουν και οι προσπάθειες για μείωση των κόκκινων δανείων των τραπεζών, καθώς θα τονώσουν τη ρευστότητα.
Τα επίμονα «βαρίδια»
Ωστοσο «οι προοπτικές ανάπτυξης παραμένουν αδύναμες» σημειώνει, εξηγώντας πως μεσοπρόθεσμα η αύξηση στην ιδιωτική κατανάλωση δεν προβλέπετια να υπερβεί το 1%, δεδομένων των αρνητικών δημογραφικών τάσεων και των πολύ χαμηλών επιπέδων αποταμίευσης. «Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μία τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών έχει βελτιωθεί σε μικρότερο βαθμό σε σχέση με άλλες χώρες των μνημονίων» σχολιάζουν οι αναλυτές της Citi. Σημειώνουν επίσης ότι η εγχώρια αποταμίευση εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής για τις ανάγκες της οικονομίας σε επενδύσεις, μετά και τη συρρίκνωση των πραγματικών επενδύσεων κατά 65% από το 2007. Οι καθαρές χορηγήσεις δανείων εξακολουθούν επίσης να συρρικνώνονται υπό το μεγάλο βάρος των κόκκινων δανείων. «Ο δρόμος προς βιώσιμη ταχύτερη ανάπτυξη και σταθερή μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ είναι ακόμη ανυφορικός» προειδοιποιούν.
Και το κλειδί για το μέλλον
Το κλειδί για τη μελλοντική ανάπτυξη βρίσκεται στην εμπιστοσύνη των επενδυτών σημειώνει η Citi. «Η δυνατότητα του νέου πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του για φορεολαφρύνσεις εξαρτάται εν πολλοίς από την προθυμία του να αντιμετωπίσει πολιτικά ευαίσθητα εμπόδια- συμπεριλαμβανομένης της εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών, της επιτάχυνσης των ιδιωτικοποιήσεων και της προώθησης μεταρρυθμίσεων για την διευκόλυνση του επιχειρείν» αναφέρει. Σπεύδει να επισημάνει ότι ενδεχομένως να καταστεί αναγκαίος «ακόμη ένας γύρος περικοπών στις συντάξεις, ώστε να απελευθερωθεί δημοσιονομικός χώρος».
«Σε γενικές γραμμές η Ελλάδα εξακολουθεί να εξαρτάται από τις διακυμάνσεις στην εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών, που είναι το βασικό κανάλι χρηματοδότησης της οικονομίας» καταλήγει η αναφορά για τη χώρα μας.
Το δυσμενές διεθνές περιβάλλον
Για το 2019 η Citi υποβάθμισε την εκτίμηση για τους ρυθμούς ανάπτυξης των βιομηχανικά ανεπτυγμένων οικονομιών κατά 0,1 μονάδα στο 1,7% και των αναδυόμενων κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες στο 4%. Η εκτίμηση για ΗΠΑ, Ισπανία και Βρετανία υποβαθμίστηκε κατά 0,3 μονάδα. Πέραν της πρόβλεψης για την ελληνική οικονομία αναθεωρήθηκε προς τα επάνω η εκτίμηση για Ιταλία (+0,2), Ουγγαρία (+0,2), Τουρκία (+1,9), Ιαπωνία (+0,2) και Καναδά (+0,2).
Για το 2020 διατηρήθηκε αμετάβλητη η πρόβλεψη για ρυθμούς ανάπτυξης μόλις 1,5% στον ανεπτυγμένο κόσμος, αλλά υποβαθμίστηκε στο 4,3% από 4,5% η εκτίμηση για τις αναδυόμενες οικονομίες. Σημαντικά προς τα κάτω (0,5 ποσοστιαία μονάδα) στο 0,5% αναθεωρείται η εκτίμηση για τους ρυθμούς ανάπτυξης της γερμανικής οικονομίας. Ανάλογη αναμένεται να είναι και η εφετινή επίδοση της άλλοτε ατμομηχανής της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, που πάντως φαίνεται να αποφεύγει έστω και μετα βίας την ύφεση.
naftemporiki.gr