Από την έντυπη έκδοση
Της Έφης Τριήρη
[email protected]
Στην αντεπίθεση βγήκαν τα «γεράκια» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) σε μια προσπάθεια να υποβαθμίσουν τις μεγάλες προσδοκίες για ένα τεράστιο πακέτο μέτρων στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, παρά το γεγονός ότι και τα νέα, εξασθενημένα στοιχεία για τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης ενδυναμώνουν το σενάριο της μεγαλύτερης χαλάρωσης.
Σε αντίθεση με μια σειρά δηλώσεων που έχουν γίνει από τις αρχές του καλοκαιριού, αργής γενομένης με αυτές του προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, ότι στις πιθανότητες περιλαμβάνεται και ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού για την τόνωση των πιστώσεων και του πληθωρισμού, τα γνωστά «γεράκια» της ΕΚΤ, Ζαμπίνε Λαουτενσλέγκερ και Κλάας Νοτ, έσπευσαν, καθώς πλησιάζει η συνεδρίαση της 12ης Σεπτεμβρίου, να «ταράξουν τα νερά» στο πλαίσιο αυτών των συζητήσεων.
Η Ζαμπίνε Λαουτενσλέγκερ, μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, δήλωσε ότι είναι ακόμη πολύ ενωρίς για να εξετάσει η ΕΚΤ ένα «τεράστιο πακέτο» μέτρων στήριξης ως απάντηση στην αυξανόμενη οικονομική αβεβαιότητα στην Ευρωζώνη. Σε συνέντευξή της στη Market News, η αξιωματούχος της ΕΚΤ τόνισε ότι, παρά την επίπτωση που έχουν πολιτικά σοκ, όπως οι εμπορικές εντάσεις και το Brexit, και την καθοδική πορεία του γερμανικού μεταποιητικού τομέα, υπάρχουν και θετικά σημάδια στην αγορά εργασίας, προσθέτοντας ότι η συνολική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη εξακολουθεί να δείχνει τις αντοχές της. «Κατά την άποψή μου, που βασίζεται στα τρέχοντα στοιχεία, είναι πάρα πολύ νωρίς για ένα τεράστιο πακέτο», τόνισε η αξιωματούχος σε συνέντευξή της που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ. «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το Πρόγραμμα Αγορών Ομολόγων είναι το έσχατο μέσο. Θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί, μόνο αν υπάρχει κίνδυνος αποπληθωρισμού και ο κίνδυνος αυτός δεν διαφαίνεται από πουθενά τώρα», πρόσθεσε.
Ο συνάδελφός της Κλάας Νοτ, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ και διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ολλανδίας, διατύπωσε και αυτός τη δική του επιφυλακτικότητα. «Εάν ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού επιστρέψει, τότε πιστεύω ότι το πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού είναι το κατάλληλο εργαλείο για να ενεργοποιηθεί, όμως αυτήν τη στιγμή δεν είναι απαραίτητο στο σημερινό επίπεδο του πληθωρισμού», είπε χαρακτηριστικά.
Αντίσταση στην αγορά ομολόγων
Οι παραπάνω δηλώσεις καταδεικνύουν ότι η αντίσταση απέναντι σε ένα μεγάλο πακέτο αγοράς ενεργητικού δεν στηρίζεται στον φόβο του αποπληθωρισμού αλλά στην επιθυμία να μην ενδώσει η ΕΚΤ στις υπερβολικές προσδοκίες των αγορών. Σε αυτό είχε αναφερθεί τις προηγούμενες ημέρες και ο Έβαλντ Νοβότνι -μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ και απερχόμενος διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας, καθώς λήγει η θητεία του την 1η Σεπτεμβρίου- λέγοντας ότι οι κεντρικές τράπεζες δεν πρέπει να ενδίδουν πάντα στις προσδοκίες των αγορών. «Οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει να σταματήσουν να ανταποκρίνονται στις προσδοκίες των αγορών, να προβάλουν αντίσταση στις μειώσεις επιτοκίων ή σε πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης ακόμη και όταν οι επενδυτές αναμένουν μεγαλύτερη στήριξη από χαλαρότερη νομισματική πολιτική», είπε χαρακτηριστικά.
Διαφωνίες για την ποσοτική χαλάρωση
Αναλυτές της Rabobank επισημαίνουν ότι σαφώς δεν υπάρχει ομοφωνία στους κύκλους της ΕΚΤ ως προς ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), ενώ εκτιμούν ότι ένας λόγος για τον οποίο τα «γεράκια» έχουν αρχίσει να δηλώνουν τις αντιρρήσεις τους με τόσο έντονο τρόπο είναι επειδή ουσιαστικά γνωρίζουν ότι είναι πολύ πιθανόν να τεθεί σε εφαρμογή νέο πρόγραμμα αγοράς ενεργητικού. Ο Έρικ Νίλσεν, οικονομολόγος της UniCredit, προέβλεψε ότι ένα νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα αρχίσει τον Σεπτέμβριο, αξίας μεταξύ 300 και 400 δισ. ευρώ, διάρκειας εννέα μηνών. Η αγορά προσδοκά επίσης ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε αρκετές μειώσεις επιτοκίων το ερχόμενο έτος.
Ένας δυνητικός κίνδυνος από αυτήν τη λεκτική αντίσταση είναι, σύμφωνα με αναλυτές του Reuters, μήπως τελικά καθυστερήσει η επανέναρξη του QE υπό την ηγεσία της Κριστίν Λαγκάρντ στο τιμόνι της ΕΚΤ.
Η ανεργία στην Ευρωζώνη
Με βάση ξεχωριστά στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό ανεργίας στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε τον Ιούλιο στο 7,5%, στα ίδια ακριβώς επίπεδα με τον αμέσως προηγούμενο μήνα και χαμηλότερα από το 8,1% του περσινού Ιουλίου. Αυτό σημαίνει ότι περί τα 12,322 εκατομμύρια άτομα στην Ευρωζώνη ήταν δίχως εργασία τον Ιούλιο, δηλ. κατά 898.000 λιγότερα από την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Στην Ε.Ε. το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε στο 6,3%, παραμένοντας σταθερό σε σχέση με τον Ιούνιο και χαμηλότερο από το 6,8% του περσινού Ιουλίου. Παραμένει το χαμηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί στην Ε.Ε. από τον Ιανουάριο του 2000. Στην Ελλάδα, το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε στο 17,2% τον Μάιο, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, από 19,4% του περσινού Μαΐου, παρότι παραμένει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωζώνη.
Ευρωζώνη: Πληθωρισμός στο 1%
Προς τη λήψη νέων μέτρων από την ΕΚΤ συνηγορούν και τα στοιχεία της Eurostat (πρώτη εκτίμηση) για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, που έδειξαν ότι παρέμεινε στο 1% τον Αύγουστο, όπως και τον Ιούλιο, πολύ χαμηλότερα από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που είναι λίγο κάτω από το 2%. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών τον Ιούλιο και τον Αύγουστο είναι ο χαμηλότερος από τον Νοέμβριο του 2016, παρά τη χωρίς προηγούμενο νομισματική στήριξη της ΕΚΤ επί σειρά ετών με μειώσεις των επιτοκίων και αγορές ομολόγων ύψους τρισεκατομμυρίων ευρώ.
O δομικός πληθωρισμός, που δεν περιλαμβάνει τα νωπά τρόφιμα και την ενέργεια και παρακολουθείται προσεκτικά από την ΕΚΤ, παρέμεινε σταθερός στο 1,1% τον Αύγουστο. Στην πιο στενή του μορφή, που δεν περιλαμβάνει ούτε τις τιμές του αλκοόλ και του καπνού, παρέμεινε επίσης σταθερός στο 0,9%. Ο χαμηλός πληθωρισμός ενισχύει τα επιχειρήματα για ένα πακέτο μέτρων της ΕΚΤ για τη στήριξη της οικονομίας και την αύξηση του πληθωρισμού. Το πρόβλημα της ΕΚΤ είναι ότι ο πληθωρισμός κινείται χαμηλότερα από τον στόχο της από το 2013, παρά τη μεγάλης διάρκειας άνοδο της οικονομίας, που συνέβαλε στη δημιουργία 10 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας. Μια τέτοια ανάπτυξη θα έπρεπε λογικά να είχε πυροδοτήσει πληθωρισμό, όμως κρυμμένες στρεβλώσεις και αδυναμία στην αγορά εργασίας, η αυξανόμενη βαρύτητα του κλάδου παροχής υπηρεσιών στην οικονομία και η γήρανση του πληθυσμού λειτουργούν ανασταλτικά στην ανάπτυξη.