Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Από την περασμένη Παρασκευή έως σήμερα δεν πρόλαβε να αλλάξει τίποτα ουσιαστικό στη διαπραγμάτευση ή ευρύτερα στις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Αυτό που άλλαξε επανειλημμένα ήταν η διάθεση του Αμερικανού προέδρου, που έκανε τους χρηματιστηριακούς δείκτες να θυμίζουν ασανσέρ. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι το στυλ αυτό έχει αποτέλεσμα. Ο επιχειρηματικός κόσμος και η οικονομία στέλνουν άλλα μηνύματα.
Έχοντας αποκρούσει ως υπερβολικές τις ανησυχίες για παγκόσμια οικονομική αστάθεια, ο Ντόναλντ Τραμπ, υπεραμύνθηκε της έως τώρα εμπορικής πολιτικής τους, των δασμών, αλλά και της τουλάχιστον ασυνεπούς (αν όχι αλλοπρόσαλλης, όπως έχει χαρακτηριστεί από μερίδα του αμερικανικού Τύπου) τακτικής του στη διαπραγμάτευση με το Πεκίνο. «Συγγνώμη, αλλά εγώ έτσι διαπραγματεύομαι» δήλωσε στους δημοσιογράφους, που αναρωτήθηκαν πως είναι δυνατόν να επαινεί τον Σι Τζινπίνγκ και να δηλώνει ότι προσπαθεί να πετύχει εμπορική συμφωνία με την δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, όταν πριν από λίγες ημέρες εξαπέλυε μύδρους κατά της κινεζικής ηγεσίας και αποφάσιζε αύξηση τόσο των υφιστάμενων δασμών όσο και εκείνων, που έχει προγραμματιστεί να τεθούν σε εφαρμογή σε δύο φάσεις από το Σεπτέμβριο.
Η τακτική μου είναι αποτελεσματική, είναι το επιχείρημα του Αμερικανού προέδρου, αλλά αρκετοί διαμαρτύρονται ότι οι συνεχείς αλλαγές στον τόνο, τη φρασεολογία, αλλά και τις πράξεις, κάθε άλλο παρά βοηθούν την αμερικανική οικονομία. Στέλνουν αντικρουόμενα μηνύματα σε επιχειρήσεις, καταναλωτές και επενδυτές και δημιουργούν ένα ρευστό τοπίο, που απειλεί την οικονομική δραστηριότητα με στασιμότητα. Τι ακριβώς πρέπει να καταλάβει κανείς όταν ανακοινώνει αύξηση δασμών, λέει στη συνέχεια ότι έχει «δεύτερες σκέψεις», εκδίδει λίγο αργότερα διευκρινιστική ανακοίνωση για να εξηγήσει ότι το μόνο που έχει μετανιώσει είναι πως δεν επέβαλε ακόμη υψηλότερους δασμούς και την επομένη διακηρύσσει ότι θέλει συμφωνία;
Δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα εάν είναι η κριτική που δέχθηκε στο μέτωπο των εμπορικών δασμών από το σύνολο των άλλων ηγετών του G7 ( συμπεριλαμβανομένου του Βρετανού Μπόρις Τζόνσον, που σίγουρα ήθελε να γοητεύσει και όχι να διακινδυνεύσει να εξοργίσει τον Αμερικανό πρόεδρο), ο παράγοντας που οδήγησε σε αλλαγή στάσης τον Τραμπ. Ο ίδιος επικαλέστηκε μία τηλεφωνική επικοινωνία με την κινεζική πλευρά και θα μπορούσε πράγματι να ήταν αυτή, που τον έκανε αναθεωρήσει. Ωστόσο αρνήθηκε να αποκαλύψει εάν ο ίδιος ή άλλος αξιωματούχος ήταν αυτός που σήκωσε το τηλέφωνο ή ποιος ήταν στην άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής. Το μόνο που είπε ήταν σε αυτή την επικοινωνία έγινε σαφές πως η Κίνα επιθυμεί διακαώς μία συμφωνία. Εκπρόσωπος της κινεζικής κυβέρνησης έσπευσε να απαντήσει ότι δεν γνωρίζει να έχει γίνει κάποιο τέτοιο τηλεφώνημα.
Σε κάθε περίπτωση η σύγχυση είναι μεγάλη στους κύκλους των αμερικανικών επιχειρήσεων, που δεν ξέρουν εάν ισχύει το αίτημά του να εγκαταλείψουν την Κίνα και να διακόψουν την όποια συναλλαγή μαζί της, αναζητώντας εναλλακτικές, ή ήταν ένα ξέσπασμα της στιγμής, χωρίς πρακτική αξία. Επικεφαλής επιχειρήσεων και διαχειριστές κεφαλαίων έχουν ανέβει στο τρενάκι του τρόμου με οδηγό τον Τραμπ και δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αντέξουν έως το τέλος της κούρσας.