Να ανασταλεί το κλείσιμο του εργοστασίου της Βιομηχανίας Φωσφορικών Λιπασμάτων (ΒΦΛ) Θεσσαλονίκης, ζητάει το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (ΤΕΕ).
«Τα δεδομένα που υπάρχουν εμφανίζουν το εργοστάσιο βιώσιμο, ενώ μια ουσιαστική αναδιάρθρωση της παραγωγικής και -κυρίως- της εμπορικής πολιτικής της ΒΦΛ Α.Ε. είναι βέβαιο ότι θα την καταστήσουν μακροχρόνια κερδοφόρα.
Ταυτόχρονα, θα αποφευχθεί η περαιτέρω αποβιομηχάνιση της χώρας, ενώ θα απαλλαγούν οι αγρότες από τον κίνδυνο στο μέλλον να προμηθεύονται ακριβότερα τα απαραίτητα για τις καλλιέργειες λιπάσματα και, μάλιστα, σε ποιότητα αμφισβητούμενη».
Τη θέση αυτή, διατυπώνει ο Πρόεδρος του ΤΕΕ Γιάννης Αλαβάνος σε επιστολή του προς τους υπουργούς Οικονομίας, Ανάπτυξης, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και Απασχόλησης, καθώς και προς τους βασικούς μετόχους (Εμπορική, Εθνική και ALPHA BANK).
Εκπρόσωποι των εργαζομένων της ΒΦΛ Α.Ε. συναντήθηκαν με τον Α' Αντιπρόεδρο του ΤΕΕ Μανώλη Δρακάκη και ανέπτυξαν τις θέσεις τους, καταθέτοντας και σχετικά έγγραφα.
Οπως προκύπτει, οι εργαζόμενοι από το 2002 είχαν εγγράφως επισημάνει προς τη διοίκηση της επιχείρησης και προς τους αρμόδιους υπουργούς τον κίνδυνο να περιέλθει αυτή σε δεινή οικονομική θέση, ενώ με συγκροτημένες και συγκεκριμένες προτάσεις τους ζητούσαν να ληφθούν αμέσως μέτρα ανατροπής της κατάστασης.
Οπως επισημαίνουν οι εργαζόμενοι, η εμπορική πολιτική της ΒΦΛ την τελευταία 10ετία, σώρευσε τεράστια χρέη των πελατών της (κυρίως Ενώσεων Αγροτικών Συνεταιρισμών και χονδρεμπόρων) και ταυτόχρονα υποχρέωσε την επιχείρηση σε υψηλό δανεισμό προκειμένου να εξασφαλίζει τις απαραίτητες πρώτες ύλες. Η αλλαγή εμπορικής πολιτικής, ώστε να υπάρχει δυνατότητα μεγαλύτερου αριθμού εμπορικών αντιπροσώπων (σήμερα την παραγωγή του εργοστασίου ουσιαστικά εκμεταλλεύονται λίγοι χονδρέμποροι), καθώς και άμεσης πώλησης σε ενδιαφερόμενους πελάτες, όπως, επίσης, η αλλαγή πιστωτικής πολιτικής ώστε να επιτυγχάνεται διασφάλιση των χρεών και είσπραξή τους σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, θα διαφοροποιούσαν άρδην την οικονομική κατάσταση της επιχείρησης.
Την ίδια περίοδο δεν καταβλήθηκαν οι ελάχιστες προσπάθειες ώστε να κατακτηθεί ένα σημαντικό μερίδιο αγοράς στις γειτονικές χώρες (είναι χαρακτηριστικό ότι τα ελληνικά λιπάσματα κατέχουν ελάχιστο μερίδιο αγοράς στη FYROM, ενώ στην Αλβανία και Βουλγαρία έχουν πρακτικά μηδενική παρουσία), ενώ δεν έγινε μια συντονισμένη προσπάθεια για αύξηση των εξαγωγών σε άλλες χώρες (μοναδική, ίσως, εξαίρεση αποτελεί η πρόσφατη συμφωνία για εξαγωγή στην Κίνα 60.000 τόνων φωσφορικών λιπασμάτων).
Σημειώνεται ότι το εργοστάσιο της Θεσσαλονίκης είναι το μόνο που παράγει μια σειρά από σύγχρονα και απαραίτητα λιπάσματα, καθώς και άλλα χημικά προϊόντα (που σημαίνει ότι αυτά θα υποκατασταθούν από εισαγωγές), ενώ έχει την ικανότητα παραγωγής και άλλων νέων προϊόντων και οικολογικών λιπασμάτων.