Με φόντο τον κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ πυκνώνουν όλο και περισσότερο τα σύννεφα της οικονομικής αβεβαιότητας πάνω από τη Γερμανία, όπως εκτίμησε μιλώντας προς τη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk ο Σεμπάστιαν Ντούλιεν, από το γερμανικό Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Ανάπτυξης.
«Θα έλεγα ότι η γερμανική ανάπτυξη βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Καταγράφουμε μια εξέλιξη την οποία δεν είχαμε ουδέποτε σε παλαιότερες φάσεις ανάπτυξης: ενώ μειώνεται η βιομηχανική ανάπτυξη ως απόρροια της ζήτησης για εξαγωγικά προϊόντα, δεν επηρεάζει η εσωτερική ζήτηση. Προς το παρόν δηλαδή η εσωτερική κατανάλωση και ο κατασκευαστικός κλάδος συνεχίζουν να δίνουν ώθηση στην οικονομία. Αυτό όμως δεν θα συνεχιστεί εσαεί. Διότι όταν οι βιομηχανίες αρχίσουν να απολύουν κόσμο, τότε θα μειωθεί και η καταναλωτική διάθεση και η Γερμανία θα μπορούσε να διολισθήσει άμεσα στην ύφεση».
Ως χώρα με ακραιφνή εξαγωγικό προσανατολισμό, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης πλήττεται ήδη από την εν εξελίξει εμπορική διαμάχη, εκτιμά ο ειδικός:
«Μπορεί να μην έχουν επιβληθεί ακόμη αξιοσημείωτοι δασμοί σε γερμανικά προϊόντα, ωστόσο ο εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας πλήττει και τη γερμανική βιομηχανία. Ο λόγος είναι ότι πολλές βιομηχανικές επιχειρήσεις στην Κίνα και άλλοι ασιάτες προμηθευτές χρησιμοποιούν γερμανικά μηχανήματα και εγκαταστάσεις. Δεδομένου ότι για τις επιχειρήσεις αυτές ο εμπορικός πόλεμος συνιστά ήδη τεράστιο πλήγμα και πέραν τούτου δεν γνωρίζουν εάν θα μπορέσουν να συνεχίσουν την παραγωγή, έχουν παγώσει ή και ακυρώσει παραγγελίες. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που τα πράγματα για τον κλάδο των γερμανικών μηχανημάτων και βιομηχανικών εγκαταστάσεων για παράδειγμα, δεν πάνε καθόλου καλά».
Μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας Πώς όμως θα έπρεπε να αντιδράσει τώρα η Γερμανία; Τι μέτρα θα μπορούσε να λάβει ενδεχομένως η κυβέρνηση για να περιορίσει τη ζημιά; «Το γερμανικό Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Ανάπτυξης, το ινστιτούτο μας, έχει προειδοποιήσει προ πολλού ότι ο προσανατολισμός της γερμανικής οικονομίας είναι υπερβολικά μονόπλευρος. Η ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων στηρίχθηκε μεν και από άλλους παράγοντες, όπως την κατανάλωση και τις κατασκευές. Ένας σημαντικός πυλώνας όμως εξακολουθεί να λείπει: οι δημόσιες επενδύσεις. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα είναι μια στοχευμένη και συγκεντρωτική δράση της κυβέρνησης που θα μπορέσει να μετριάσει και να σταθεροποιήσει τις προσδοκίες της γερμανικής βιομηχανίας».
Εξειδικεύοντας την πρότασή του ο ειδικός επισημαίνει ότι στο πλαίσιο αυτό «θα μπορούσε να εξεταστεί ένα μεγάλο, μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων με διάρκεια ορισμένων χρόνων. Και το οποίο δεν θα περιλαμβάνει μόνον κλασσικά έργα υποδομών αλλά και την ‘απανθρακοποίηση' της οικονομίας (σσ. απεξάρτηση του ενεργειακού κλάδου από τον άνθρακα). Η απανθρακοποίηση είναι κάτι που δημιουργεί και σε εμάς θέσεις εργασίας στη βιομηχανία διότι οι ανεμογεννήτριες και οι εγκαταστάσεις κατασκευάζονται στο εσωτερικό. Όταν δίνεις στις επιχειρήσεις την προοπτική της ζήτησης, μιας αξιόπιστης ζήτησης σε βάθος χρόνου, τότε αυτό μπορεί να σταθεροποιήσει το οικονομικό κλίμα».
«Οικονομικός παραλογισμός» τα μηδενικά ελλείμματα
Το ερώτημα που τίθεται βέβαια είναι πώς θα χρηματοδοτηθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα και εάν θα πρέπει να θυσιαστεί ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός; «Τα μηδενικά ελλείμματα είναι ένας οικονομικός παραλογισμός. Δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα. Στην παρούσα φάση η Γερμανία δεν πληρώνει καν τόκους όταν δανείζεται. Χθες ήταν για πρώτη φορά αρνητικό ακόμη και το επιτόκιο του 30ετούς ομολόγου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν δανειστεί σήμερα η χώρα για 30 χρόνια, θα επιστρέψει αργότερα απλά αυτό το ποσό χωρίς τόκους. Το να μην επενδύεις σε μια τέτοια φάση είναι επιπόλαιο. Υπάρχει ανάγκη για επενδύσεις και πολλά από αυτά που θα κάναμε θα ωφελήσουν και τις επόμενες γενιές. Εάν προχωρήσουμε με την απανθρακοποίηση, τα παιδιά και τα εγγόνια μας δεν θα πρέπει να εισάγουν πλέον πετρέλαιο στο μέλλον και θα γλιτώνουν χρήματα. Χρειάζεται λοιπόν μια συζήτηση που θα θέσει εν αμφιβόλω τα μηδενικά ελλείμματα και εν τέλει και το χρεόφρενο».