Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Μία κεντροδεξιά πολιτικός και οικονομολόγος, που μεγάλωσε στην κομμουνιστική Βουλγαρία και έφτασε στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις Βρυξέλλες, αλλά και στα υψηλότερα κλιμάκια της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσιγκτον, θα είναι τελικά η υποψήφια της Ε.Ε. για την ηγεσία του ΔΝΤ. Πώς φτάσαμε στην επιλογή της και τι σηματοδοτεί αυτή;
Η 65χρονη Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα πιθανόν να είναι η διάδοχος της Κριστίν Λαγκάρντ στο ΔΝΤ, ύστερα από αρκετά χρόνια θητείας στον «δίδυμο οργανισμό» της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπου από το 2017 ασκούσε καθήκοντα διευθύνουσας συμβούλου. Η θέση παραδοσιακά πηγαίνει σε Ευρωπαίο, στη βάση άτυπης συμφωνίας ανάμεσα σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον, αν και δεν θα πρέπει να αποκλείεται και μία έκπληξη, καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες πιέζουν τα τελευταία χρόνια να αναγνωριστεί η αυξανόμενη επιρροή τους στην παγκόσμια οικονομία. Tις τελευταίες ημέρες δε κυκλοφορεί και ένα σενάριο «ανταρσίας» από τη Βρετανία, η οποία δεν κατέθεσε τελικά υποψηφιότητα στη διαδικασία επιλογής της Ε.Ε.
Η επιλογή της Γκεοργκίεβα δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε αυτονόητη. Ύστερα από αρκετές εβδομάδες διαπραγματεύσεων κατέστη σαφές ότι οι 28 δεν μπορούν να καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό και για πρώτη φορά αποφασίστηκε ψηφοφορία στη βάση του συστήματος της ενισχυμένης πλειοψηφίας (55% των κρατών- μελών και 65% του πληθυσμού). Η όλη εικόνα αυτή των επίμονων διαφωνιών, του έντονου παρασκηνίου, αλλά και μία αίσθηση «έλλειψης» ισχυρών προσωπικοτήτων θύμισε την μάχη για της κορυφαίες θέσεις εντός της Ε.Ε. και προκάλεσε απογοήτευση και καυστικά σχόλια. Γερμανία και Γαλλία είδαν τελικά, όπως συνέβη και στην περίπτωση της προεδρίας της Κομισιόν, τους δικούς τους εκλεκτούς να φτάνουν στον τελευταίο γύρο.
Το Βερολίνο είχε στηρίξει τον Ολλανδό, Γερούν Ντάισελμπλουμ- εξοργίζοντας Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, που δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα υποτιμητικά σχόλια του πρώην επικεφαλής του Eurogroup για τους πολίτες του Νότου. Την υποψηφιότητα της Βουλγάρας οικονομολόγου προώθησε η Γαλλία, αλλά η επικράτησή της δεν θα μπορούσε να έρθει χωρίς τη στήριξη των ανατολικών κρατών.
Η επιλογή του Παρισιού είχε προκαλέσει ερωτηματικά έως και αντιδράσεις από αρκετά κράτη- μέλη, που περίμεναν ίσως να δουν τον Εμανουέλ Μακρόν να στηρίζει την Ισπανίδα υπουργό Οικονομικών, Νάντια Καλβίνο ή τον Φινλανδό κεντρικό τραπεζίτη, Όλι Ρεν. Η Γκεοργκίεβα έχει βεβαίως ένα βιογραφικό που δικαιολογεί την επιλογή της και έχει αποσπάσει θετικά σχόλια από διεθνή μέσα. Το Reuters για παράδειγμα να κάνει λόγο για μία «αυτοδημούργητη γυναίκα», που έφτασε στην κορυφή στηριζόμενη στις δικές της δυνάμεις και φημίζεται για την «ευθύτητα και αμεσότητα στην προσέγγισή της». Από τη σημερινή θέση της πρόωθησε τα θέματα ισότητας των δύο φύλων, αλλά και την δράση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η ίδια στο προφίλ της στο Twitter έχει ανεβάσει μία ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία με την λεζάντα: «Από ένα χωριό στη Βουλγαρία, CEO στην Παγκόσμια Τράπεζα- όλα είναι εφικτά!».
Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως όταν είχε ακουστεί το όνομά της για την προεδρία της Κομισιόν, είχαν υπάρξει έντονες αντιδράσεις στους κόλπους του Ευρωπαίκού Λαϊκού Κόμματος. Τότε πηγή του ΕΛΚ δήλωνε στο Euractiv πως το κόμμα δεν πρόκειται να αποδεχθεί ποτέ αυτή την προοπτική, αφού «πρόκειται για την υποψήφια του Όρμπαν». Yπενθυμίζεται ότι το κόμμα του Ούγγρου πρωθυπουργού, Βίκτορ Όρμπαν, είχε δει την πόρτα της εξόδου από το ΕΛΚ. Η ίδια πηγή μάλιστα θύμιζε την αποτυχημένη υποψηφιότητά της για την γενική γραμματεία του ΟΗΕ το 2016, σχολιάζοντας χαρακτηριστικά πως «τα έκανε θάλασσα» τότε. Τέτοιου είδους σχόλια είναι ενδεικτικά του κλίματος που επικρατεί στους κόλπους της κοινότητας αυτόν τον καιρό.
Η υποψηφιότητά της φαίνεται να είναι κυρίως μία προσπάθεια των Ευρωπαίων να κατευνάσουν τα ανατολικά κράτη, που δεν κέρδισαν ούτε μία από τις πέντε κορυφαίες θέσεις της Ε.Ε. μετά τις Ευρωεκλογές, αλλά και που βλέπουν (σίγουρα και με δική τους ευθύνη) τα τελευταία χρόνια ότι έχει ανοίξει ένα ρήγμα με την δυτική πλευρά του μπλοκ, το οποίο βαθαίνει συνεχώς. Στέλνει το μήνυμα ότι επιδιώκεται μία «συμφιλίωση». Μένει να φανεί εάν αυτό θα είναι ένα πρώτο βήμα για να «μαλακώσουν» πράγματι οι διαχωριστικές γραμμές.