Η εμπιστοσύνη των αγορών το μεγάλο «ατού» στη διαπραγμάτευση για το πλεόνασμα

Το επιχείρημα των Ευρωπαίων αξιωματούχων χρησιμοποιεί πλέον ο πρωθυπουργός
Τετάρτη, 31 Ιουλίου 2019 07:30
Eurokinissi/ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ

Από την έντυπη έκδοση

Του Θάνου Τσίρου
[email protected]

Στην εμπιστοσύνη των αγορών απέναντι στην ελληνική οικονομία -η οποία μέχρι στιγμής αποτυπώνεται με τη μείωση της απόδοσης του 10ετούς ομολόγου στην περιοχή του 2%- ποντάρει η ελληνική κυβέρνηση για να βάλει από τώρα τις βάσεις διαπραγμάτευσης για τη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος. Με δήλωσή του ο πρωθυπουργός θέλησε ουσιαστικά να αντιστρέψει το επιχείρημα που ακούγεται εδώ και καιρό από Ευρωπαίους αξιωματούχους, οι οποίοι υποστήριζαν ότι μετά την έξοδο από τα μνημόνια ο αυστηρός κριτής για την Ελλάδα θα είναι οι αγορές και όχι οι θεσμοί.

Έτσι, λοιπόν, χθες ο Κυριάκος Μητσοτάκης αντέστρεψε το επιχείρημα υποστηρίζοντας ότι «αφού μας εμπιστεύονται οι αγορές, γιατί να μη μας εμπιστευτούν και οι θεσμοί».  Η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο ποντάρουν τώρα σε ένα πολύ καλό δεύτερο εξάμηνο -τόσο από πλευράς εισπραξιμότητας των φόρων όσο και από πλευράς ανάπτυξης αλλά και περαιτέρω αποκλιμάκωσης των επιτοκίων- προκειμένου να ενισχυθεί η διαπραγματευτική της θέση της χώρας απέναντι στους θεσμούς.

Και μπορεί ο μεγάλος στόχος να έχει να κάνει με τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 2021 -η τελική συμφωνία θα πρέπει να κλείσει στο Eurogroup μέσα στο επόμενο έτος-, ωστόσο το ισχυρό β' εξάμηνο εκτιμάται ότι θα βοηθήσει την ελληνική πλευρά και εν όψει της κατάρτισης του δύσκολου προϋπολογισμού του 2020.

Το διπλό ρίσκο

Σε δημοσιονομικό επίπεδο, η κυβέρνηση αναλαμβάνει διπλό ρίσκο με τις αλλαγές που ψηφίστηκαν χθες στη Βουλή. Πρώτον, «χαλαρώνει» πολύ τα κριτήρια των 120 δόσεων επιτρέποντας ακόμη και στους 1,2 εκατομμύριο οφειλέτες με χρέη άνω των 500 ευρώ να ενταχθούν στη ρύθμιση και να αποδεσμεύσουν τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Και αυτό, ενώ τα στοιχεία του α' εξαμήνου που δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων δείχνουν υστέρηση στις εισπράξεις από τους φόρους παρελθόντων ετών (σ.σ.: στο εξάμηνο εισπράχθηκαν από το παλαιό ληξιπρόθεσμο χρέος 1,63 δισ. ευρώ έναντι στόχου 1,75 δισ. ευρώ και έναντι 1,8 δισ. ευρώ που είχαν συγκεντρωθεί την αντίστοιχη περσινή περίοδο).

Η υστέρηση δημιουργήθηκε κατά την περίοδο που οι οφειλέτες ανέμεναν τη ρύθμιση των 120 δόσεων ή τις αλλαγές που είχε προαναγγείλει προεκλογικά η σημερινή κυβέρνηση. Πλέον, μένει να φανεί ποια θα είναι η απόδοση της ρύθμισης των 120 δόσεων τώρα που το τοπίο έχει ξεκαθαρίσει πλήρως. Με τη δυνατότητα απαλλαγής από τις προσαυξήσεις μέσω των προκαταβολών και αποδέσμευσης των τραπεζικών λογαριασμών, το κίνητρο συμμετοχής στη ρύθμιση είναι πολύ ισχυρό. Ο υπουργός Οικονομικών τόνισε από το βήμα της Βουλής ότι προσβλέπει και σε δημοσιονομικά οφέλη από τη ρύθμιση, τώρα όμως μένει να αποδειχτεί στην πράξη η όποια επίπτωση.

Το δεύτερο ρίσκο έχει να κάνει με τον ΕΝΦΙΑ. Για πρώτη φορά μετά την έξοδο από τα μνημόνια θα δοκιμαστεί στην πράξη το κατά πόσο η μείωση των φορολογικών συντελεστών μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των συντελεστών εισπραξιμότητας αλλά και της φορολογικής συμμόρφωσης.

Η ανάπτυξη του β' εξαμήνου είναι επίσης εξαιρετικά κρίσιμο θέμα για τη νέα κυβέρνηση. Ύστερα από ένα πρώτο τρίμηνο χαμηλότερο των στόχων (1,3%, έναντι στόχου 2,3%) αλλά και ένα «προεκλογικό» 2ο τρίμηνο, το ζητούμενο είναι να τονωθεί η οικονομία κατά το β' μισό της χρονιάς. Πρακτικά, ευεργετικά μπορεί να λειτουργήσει και η μείωση του ΦΠΑ αλλά και η μείωση του ΕΝΦΙΑ, καθώς αυτά τα δύο μέτρα ενισχύουν τη ρευστότητα της οικονομίας με περίπου ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Ωστόσο, στην κυβέρνηση ποντάρουν κυρίως στην αλλαγή της ψυχολογίας και περιμένουν να διαπιστώσουν κατά πόσο αυτό θα αποτυπωθεί και στα πραγματικά μεγέθη (και κυρίως στην κατανάλωση).

Το επιχείρημα

Το επιχείρημα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού -το επανέλαβε και προχθές από την Κύπρο- είναι πολύ συγκεκριμένο: οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων συμφωνήθηκαν με τους θεσμούς το 2018, όταν υπήρχε η εκτίμηση ότι η Ελλάδα θα δανείζεται με επιτόκιο 5% από τις αγορές. Σήμερα η Ελλάδα μπορεί να δανειστεί για μεγάλη χρονική περίοδο (όπως αποδείχτηκε και από την πρόσφατη έκδοση του 7ετούς ομολόγου) με κόστος χαμηλότερο του 2%. Άρα, οι συνθήκες έχουν αλλάξει όσον αφορά τον στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος (σ.σ.: ο οποίος ορίστηκε στο επίπεδο του 3,5% προκειμένου η Ελλάδα να μπορεί να πληρώνει μόνη της τους τόκους). Για να ενισχυθεί το κυβερνητικό επιχείρημα θα υπάρξουν άμεσα και άλλες κινήσεις από την πλευρά του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους και του υπουργείου Οικονομικών: η κατάθεση του επίσημου αιτήματος για την πρόωρη αποπληρωμή μέρους της οφειλής στο ΔΝΤ, η αναδιάρθρωση του χαρτοφυλακίου των εντόκων γραμματίων με φθηνότερες εκδόσεις μεγαλύτερης διάρκειας και χαμηλότερου κόστους, αλλά και η έκδοση νέων ομολόγων προκειμένου να αποπληρωθούν και άλλα ακριβά κομμάτια του χρέους (σ.σ.: υπόλοιπα ANFAs και SMPs, όχι όμως και το δάνειο της ΕΚΤ, η προπληρωμή του οποίου κρίνεται ότι δεν έχει οικονομικό αντίκρισμα).



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα