Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Στα 205 εκατ. ευρώ εκτιμά το πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος από τη μείωση του ΕΝΦΙΑ το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, όπως προκύπτει από την έκθεση που συνοδεύει το φορολογικό νομοσχέδιο. Η μείωση, βέβαια, για τους ιδιοκτήτες ακινήτων είναι πολύ μεγαλύτερη και φτάνει στα 570 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, ποσό της τάξεως των 265 εκατ. ευρώ έχει ήδη ενσωματωθεί στον προϋπολογισμό, λόγω της μείωσης που είχε προγραμματίσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
Επίσης, οι φορολογικές αρχές ποντάρουν στο γεγονός ότι με τη μεσοσταθμική μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% θα υπάρξει και αύξηση της εισπραξιμότητάς του από τα επίπεδα του 74% που ήταν το 2018 (σ.σ.: στόχος είναι η εισπραξιμότητα να προσεγγίσει το 80%).
Σύμφωνα με χθεσινές δηλώσεις του υφυπουργού Οικονομικών, αρμόδιου για τη Δημοσιονομική Πολιτική, Θεόδωρου Σκυλακάκη, όλα τα υπόλοιπα μέτρα που προγραμματίζει η κυβέρνηση θα αφορούν τον προϋπολογισμό του 2020 ή ακόμη και των επόμενων ετών.
Ειδικά για το 2019 θα πρέπει να «μετρηθεί» και η επίπτωση από τις αλλαγές στη ρύθμιση των 120 δόσεων, που αυτή τη στιγμή παραμένει το μεγάλο στοίχημα.
Θεωρητικά, η μείωση του επιτοκίου από το 5% στο 3% τόσο για τα φυσικά όσο και για τα νομικά πρόσωπα, αλλά και η διαμόρφωση της ελάχιστης δόσης στα 20 ευρώ επιδρούν αρνητικά στα φορολογικά έσοδα, κάτι που αναφέρει στην έκθεσή του και το Γενικό Λογιστήριο, χωρίς όμως να προχωρά σε ποσοτικοποίηση. Ωστόσο, στο νομοσχέδιο ενσωματώθηκε μια διάταξη η οποία μπορεί να αποδώσει «ζεστό χρήμα». Στους οφειλέτες δίνεται η δυνατότητα, κατά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση, να πληρώσουν ένα ποσό (δεν μπορεί να είναι μικρότερο των δύο δόσεων που βγάζει η ρύθμιση) και με αυτόν τον τρόπο να επιτύχουν διπλάσια διαγραφή προσαυξήσεων. Έτσι, με καταβολή 2.000 ευρώ θα επιτυγχάνεται μείωση προσαυξήσεων 4.000 ευρώ κ.ο.κ.
Μετά την κατάθεση του πρώτου φορολογικού νομοσχέδιου, το υπουργείο Οικονομικών θα εντείνει την προετοιμασία για τον προϋπολογισμό του 2020.
Σύμφωνα με τον κ. Σκυλακάκη, θα προχωρήσει άμεσα η μείωση των οροφών στις δαπάνες, ούτως ώστε να σταματήσει να υπάρχει το φαινόμενο υποεκτέλεσης του προϋπολογισμού στο σκέλος των δαπανών. «Θα στείλουμε στους θεσμούς τα αναθεωρημένα ποσά των δαπανών, ώστε και εμείς, και αυτοί, αλλά και η Τράπεζα της Ελλάδας να έχουμε κοινά σημεία αναφοράς και να μπορούμε έτσι να συμφωνήσουμε επί των προβλέψεων για την επόμενη χρονιά» ανέφερε ο αρμόδιος υφυπουργός. Για τον προϋπολογισμό του 2020 εκφράζεται η αισιοδοξία ότι θα «τονωθεί» και από την πρόβλεψη για ισχυρότερη ανάπτυξη.
Η «ποσοτικοποίηση» αυτής της αισιοδοξίας θα γίνει το φθινόπωρο, αφού πρώτα έρθουν στην επιφάνεια τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο της φετινής χρονιάς.