Από την έντυπη έκδοση
Την ενδυνάμωσή του στον χώρο των γενοσήμων επιδιώκει ο όμιλος Βιανέξ, προχωρώντας σε μια στρατηγική κίνηση με την εξαγορά της εταιρείας Φαρμανέλ, η οποία διατηρεί σημαντικό χαρτοφυλάκιο και εξειδίκευση στον χώρο αυτό.
Η Φαρμανέλ ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1991 από τη Νέλλη Κάτσου και απασχολεί σήμερα 48 άτομα. Με συνιδιοκτήτη το φαρμακοποιό Δημήτρη Μαυρομμάτη, η Φαρμανέλ παρουσίασε τα επόμενα χρόνια συνεχή σταθερή ανάπτυξη στα οικονομικά της μεγέθη και σύντομα έφτασε στις πρώτες θέσεις μεταξύ των ελληνικών φαρμακευτικών εταιρειών.
Παρά τις ευοίωνες αρχικά προβλέψεις, τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία αντιμετώπιζε δυσκολίες, εμφανίζοντας ζημιές και προβλήματα ρευστότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη χρήση του έτους 2017 η εταιρεία παρουσίασε μείωση του τζίρου κατά 27,4% στα 6,5 εκατ. ευρώ και της μικτής κερδοφορίας κατά 29,8% στα 3 εκατ. ευρώ, με τα αποτελέσματα της περιόδου μετά από φόρους να διαμορφώνονται σε ζημίες ύψους 1,78 εκατ. ευρώ, έναντι ζημιών 1,65 εκατ. το 2016.
Σύμφωνα με την προηγούμενη διοίκηση, η δυσμενής κατάσταση της εταιρείας αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στις μειώσεις των τιμών των φαρμάκων, που επέφεραν μείωση στις πωλήσεις εσωτερικού, καθώς και στα μέτρα rebate και clawback, που αποτελούν την τελευταία 6ετία το μεγαλύτερο «αγκάθι» στον φαρμακευτικό κλάδο.
Μετά την ανακοίνωση της εξαγοράς, η απερχόμενη πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος, Βιολέττα Μαυρομμάτη, αναφέρει ότι «η κίνηση αυτή εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της εταιρείας, τις θέσεις εργασίας και σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας αναπτυξιακής πορείας».
Επίσης ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Βιανέξ Δημήτρης Π. Γιαννακόπουλος δήλωσε: «Η Βιανέξ έμπρακτα συνεχίζει να επενδύει στον χώρο του φαρμάκου, παρά τις αντιξοότητες της αγοράς και του αρνητικού πλαισίου που εσφαλμένα έχουν δημιουργήσει οι διάφορες κυβερνήσεις. Με την εξαγορά αυτή επιβεβαιώνουμε ότι στόχος μας είναι να ενδυναμώσουμε περαιτέρω το ελληνικό φάρμακο εφαρμόζοντας ένα σύγχρονο και δυναμικό επιχειρηματικό μοντέλο, πάντα με επίκεντρο την ποιότητα και την αξιοπιστία».