Η Κίνα υποστηρίζει ότι η κατανάλωση των δικών της 1,4 δισεκατομμυρίων πολιτών θα ελαχιστοποιήσει τον αντίκτυπο από τον εμπορικό πόλεμο με τις ΗΠΑ και το πλήγμα στις εξαγωγές. Ωστόσο η ζήτηση τόσο από τα κινεζικά νοικοκυριά όσο και από τα εργοστάσια της χώρας χάνει τη δυναμική της. Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη άρχιζε να βλέπει «πληγές» ακόμη και πριν από την απόφαση των ΗΠΑ να αυξήσουν τους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας 200 δισ. δολαρίων από το 10% στο 25%.
Στοιχεία για τις επιδόσεις του πρώτου τετραμήνου αποκαλύπτουν ότι ο «δράκος» έχει κατεβάσει ταχύτητα περισσότερο από όσο υπολόγιζαν οι ειδικοί. Η αύξηση των πωλήσεων λιανικής τον Απρίλιο ήταν η μικρότερη εδώ και 16 χρόνια, κάτι που σημαίνει ότι τα νοικοκυριά δεν βάζουν πια το χέρι τόσο βαθιά στην τσέπη όσο θα ήλπιζε το Πεκίνο, ώστε να αισθάνεται άνετα με τις πιέσεις στις εξαγωγές. Αυξήθηκαν 7,2% έναντι προβλέψεων για άλμα 8,8%.
Σαφώς κατώτερη των προσδοκιών ήταν η εικόνα και στη βιομηχανική παραγωγή, που αυξήθηκε τον ίδιο μήνα κατά 5,4%, ύστερα από αρκετά μεγαλύτερη άνοδο της τάξης του 8,5% το πρώτο τρίμηνο του έτους και έναντι προσδοκιών των αναλυτών ότι οι ρυθμοί αύξησης θα παραμείνουν εν πολλοίς σταθεροί.
Αναλυτές θεωρούν ότι το Πεκίνο θα επεκτείνει τις φορολεαφρύνσεις και θα διευκολύνει και πάλι την πρόσβαση σε πιστώσεις, προκειμένου να αποτρέψει μία εντονότερη επιβράδυνση της οικονομίας εν μέσω πιέσεων από τους δασμούς. Αλλά ίσως ούτε αυτό είναι αρκετό.
Παρόλα αυτά η κρατική τηλεόραση της Κίνας σε σχολιασμό της επιμένει στα δικά της «chinese statistics» και εξηγεί πως 1,4 δισεκατομμύρια καταναλωτές, με καθέναν από αυτούς να αντιστοιχεί σε 10.000 δολάρια στο ΑΕΠ, θα «θωρακίσουν την οικονομία και θα μας προστατεύσουν από τον αντίκτυπο της σινο-αμερικανικής διαμάχης».
Στο ίδιο μήκος κύματος και η εκπρόσωπος του Εθνικού Γραφείου Στατιστικής υπενθυμίζει ότι η μεσαία τάξη της χώρας, που αριθμεί πλέον 400 εκατομμύρια πολίτες, συνιστά «νέο παράγοντα ώθησης» για τις προοπτικές των υπηρεσιών, της ανάπτυξης και της απασχόλησης. Οι επιχειρήσεις δεν είναι τόσο βέβαιες. Το κλίμα έχει επιδεινωθεί και ορισμένες από τις μεγαλύτερες αγορές αισθάνονται ήδη από πέρυσι τον πόνο της επιβράδυνσης. Μεταξύ αυτών και η αγορά αυτοκινήτου, που από το 2018 είναι σε ύφεση και δεν φαίνεται να παίρνει ούτε φέτος μπρος.
naftemporiki.gr με πληροφορίες από WSJ