Από την έντυπη έκδοση
Του Θάνου Τσίρου
[email protected]
Με το εξαιρετικά κρίσιμο θέμα των δημοσιονομικών ξεκινά η σημερινή, δεύτερη ημέρα διαβουλεύσεων με τους επικεφαλής των θεσμών, στο πλαίσιο της τρίτης μεταμνημονιακής αξιολόγησης. Με δεδομένο ότι μέσα στις επόμενες εβδομάδες η κυβέρνηση θα πρέπει να καταθέσει στη Βουλή το μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής για την περίοδο 2019-2023, αλλά και με εκφρασμένη πλέον τη βούληση του πρωθυπουργού να ανακοινώσει νέο πακέτο με μέτρα ελάφρυνσης που θα εξαντλούν τον δημοσιονομικό χώρο της επόμενης τετραετίας, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο κατά πόσο οι θεσμοί θα κάνουν αποδεκτές τις ελληνικές αναθεωρημένες προβλέψεις της επόμενης τετραετίας και επίσης το κατά πόσο θα κρίνουν ως «βιώσιμες» και ανθεκτικές σε βάθος χρόνου τις πηγές προέλευσης των πρωτογενών υπερπλεονασμάτων.
Δημοσιονομικός χώρος
Οι θεσμοί ήρθαν στην Αθήνα έχοντας πλήρη γνώση των ελληνικών προβλέψεων για την εξέλιξη του δημοσιονομικού χώρου. Όπως είχε ανακοινωθεί την περασμένη εβδομάδα από το ΥΠΟΙΚ, «στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπεβλήθη φαίνεται ότι με την παρούσα κατάσταση -χωρίς αλλαγή πολιτικής- θα υπερκαλύπτονταν για κάθε έτος ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022. Συγκεκριμένα, ο δημοσιονομικός χώρος (δηλ. η υπερκάλυψη του στόχου) εκτιμάται σε 0,6% του ΑΕΠ φέτος, 0,4% το 2020, 0,6% το 2021 και 1,1% το 2022». Αυτό σημαίνει ότι το υπουργείο Οικονομικών «βλέπει» υπερπλεόνασμα 1,15 δισ. ευρώ για το 2019, το οποίο μπορεί να φτάσει ακόμη και στα 2 δισ. έως το 2022, πάντοτε σε ετήσια βάση (ή άνω των 5 δισ. αθροιστικά). Το 2023 -έτος που δεν αποτυπώθηκε στο πρόγραμμα σταθερότητας, αλλά θα ενσωματωθεί στο μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής στρατηγικής- είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς είναι το πρώτο έτος μετά το 2017 κατά το οποίο δεν θα υπάρχει υποχρέωση παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Η συμφωνία με τους θεσμούς προβλέπει σταδιακή αποκλιμάκωση του στόχου στο 3% για το 2023, στο 2,5% για το 2024 και στο 2,1% (τουλάχιστον) από το 2025 και μετά. Έτσι, για το 2023 απελευθερώνεται πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος της τάξεως του 1 δισ., που η κυβέρνηση θα θελήσει να «μοιράσει» (για την ακρίβεια να εξειδικεύσει τον τρόπο διάθεσής του μέσω των μέτρων που θα ανακοινωθούν) από τώρα.
Η ελληνική πλευρά
Πριν από τις ανακοινώσεις του πρωθυπουργού -ο υπ. Οικονομικών τις τοποθέτησε χρονικά μέσα στα επόμενα 24ωρα- η κυβέρνηση θέλει να έχει συζητήσει με τους θεσμούς για τις ακριβείς δημοσιονομικές προβλέψεις. Οι θεσμοί έχουν δικαιοδοσία -βάσει της μεταμνημονιακής εποπτείας- να αμφισβητήσουν τις προβλέψεις, όχι όμως και τον τρόπο διάθεσης του πρωτογενούς πλεονάσματος. Έτσι, η όλη διαπραγμάτευση θα αφορά το κατά πόσο είναι σκόπιμη η παραγωγή υπερπλεονασμάτων μέσα από τη συνεχή μείωση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, αλλά και άλλων περικοπών που πλήττουν την ανάπτυξη. Ισχυρό επιχείρημα της ελληνικής πλευράς θα είναι η παραγωγή υπερπλεονάσματος για τέταρτη συνεχή χρονιά. Ειδικά το 2018 το πρωτογενές πλεόνασμα του 4,28%, παρά τη διανομή του έκτακτου μερίσματος και των υπόλοιπων μέτρων, θεωρείται πολύ υψηλή απόδοση.
Στο τραπέζι επίσης χρηματοπιστωτικά και μεταρρυθμίσεις
Στον σημερινό γύρο διαβουλεύσεων είναι προγραμματισμένο να συζητηθούν επίσης και τα χρηματοπιστωτικά θέματα, όπως επίσης και το θέμα των μεταρρυθμίσεων που πρέπει να υλοποιηθούν. Για τα χρηματοπιστωτικά, το ενδιαφέρον αναμένεται να επικεντρωθεί στην έναρξη εφαρμογής της πλατφόρμας για τη ρύθμιση των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων, όπως επίσης και στην επικείμενη κατάθεση του νομοσχεδίου για το Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού, το οποίο θα προωθηθεί εφόσον εξασφαλιστούν οι σχετικές εγκρίσεις από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, ήδη έγινε χθες συζήτηση για την πρόοδο που παρατηρείται στο Κτηματολόγιο, ενώ θα υπάρξει διαβούλευση και για την πρόοδο στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων.