Έως 100 μικροζυθοποιίες αντέχει η εγχώρια αγορά

Το 2011 υπήρχαν μόνο επτά επιχειρήσεις και το 2017 έγιναν 30
Τετάρτη, 24 Απριλίου 2019 18:12
UPD:18:12
Shutterstock

Από την έντυπη έκδοση

Της Δανάης Αλεξάκη
[email protected] 

Υψηλά ποσοστά «νίκης», αλλά πιο περιορισμένα «κέρδη» αποδίδει μέχρι στιγμής το «στοίχημα» της εγχώριας μικροζυθοποιίας, με τις «προβλέψεις» ωστόσο να είναι θετικές καθώς η στροφή στα τοπικά σήματα μπίρας αποτελεί μια παγκόσμια καταναλωτική τάση.

Ο τομέας της μικροζυθοποιίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχει προσελκύσει το επιχειρηματικό ενδιαφέρον με αποτέλεσμα ο αριθμός των εταιρειών που ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται στην παραγωγή μπίρας να βαίνει αυξανόμενος.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της The Brewers of Europe, η οποία αποτελεί την ομοσπονδία 29 ενώσεων ζυθοποιών από ισάριθμα κράτη, στην Ελλάδα το 2011 δραστηριοποιούνταν 7 μικροζυθοποιίες, ο αριθμός των οποίων το 2017 ανήλθε στις 30. Βάσει εκτιμήσεων του Συνδέσμου Ελληνικής Ζυθοποιίας, σήμερα η εγχώρια μικροζυθοποιία μετρά 45 παίκτες.

Όπως αναφέρει μιλώντας στη «Ν» ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Ζυθοποιών, Σοφοκλής Παναγιώτου, και ένας εκ των ιδρυτών της ζυθοποιίας Septem, «στην Ελλάδα τα περιθώρια ανάπτυξης για τον κλάδο είναι μεγάλα, υποκινούμενα τόσο από την παγκόσμια τάση που στρέφεται προς την κατανάλωση μπίρας μικρών παραγωγών όσο και από το αυξημένο τουριστικό ρεύμα. Ωστόσο, σημαντική παράμετρος για να αναπτυχθεί σωστά ο κλάδος αποτελεί η αύξηση της εγχώριας κατά κεφαλήν κατανάλωσης μπίρας».

Σύμφωνα με τον ίδιο, η μέση εγχώρια κατά κεφαλήν κατανάλωση διατηρείται στα 36 λίτρα/ετησίως, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος διαμορφώνεται στα 71 λίτρα. «Βρισκόμαστε στις τελευταίες θέσεις στη λίστα της κατά κεφαλήν κατανάλωσης, στην τρίτη χαμηλότερη επίδοση επί ευρωπαϊκών χωρών, ενώ μας ακολουθεί η Γαλλία με περίπου 33 λίτρα και η Ιταλία με 32 λίτρα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περιθώρια να “ανοίξει” η αγορά της μπίρας, όταν για παράδειγμα στην Κύπρο η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση διαμορφώνεται στα 55 λίτρα. Η μικροζυθοποιία μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη διεύρυνση της “πίτας” της αγοράς προτείνοντας καινοτόμες προτάσεις στους καταναλωτές».

Διπλασιασμός

Στον άξονα της αύξησης της εγχώριας κατανάλωσης, ο ίδιος εκτίμησε ότι η εγχώρια αγορά μπορεί να «εμφανίσει» μέχρι και 100 μικροζυθοποιίες, δηλαδή να αυξήσει την παρουσία της κατά περίπου 50%.

Η είσοδος στη δραστηριότητα απαιτεί κεφάλαια της τάξεως των 80-100.000 ευρώ, ωστόσο το πιο σημαντικό για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η «συνταγή» και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της κάθε μπίρας που θα την κάνουν να ξεχωρίσει. «Δεν κατάφεραν όλοι όσοι εισήλθαν στην παραγωγή μπίρας να αντεπεξέλθουν και γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια υπήρξαν και αποχωρήσεις από τη δραστηριότητα. Ωστόσο, το ενδιαφέρον παραμένει έντονο, γεγονός που κρατά σε εγρήγορση όλους του παίκτες» σημειώνει ο κ. Παναγιώτου.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι παρά την κινητικότητα και το ενδιαφέρον εισόδου στην παραγωγή μπίρας, το μερίδιο της μικροζυθοποιίας εξακολουθεί να είναι μικρό και να υπολογίζεται μόλις στο 1% της αγοράς.

 Η εικόνα αυτή δύναται να αλλάξει ιδιαίτερα στον βαθμό που αναπτυχθούν συνέργειες μεταξύ των μικροζυθοποιών και μεγάλων εταιρειών διανομής αλκοολούχων ποτών, έτσι ώστε τα μικρά σήματα να βρουν θέση στα ράφια των αλυσίδων, αλλά και στο κανάλι της εστίασης, βγαίνοντας εκτός των τοπικών τους ορίων. Παράλληλα, μια συνεργασία μεταξύ των παικτών που να αφορά την προβολή των μικρών παραγωγών στα duty free θα μπορούσε να αποτελέσει διαβατήριο στα τοπικά σήματα να «ταξιδέψουν» στα διεθνή ράφια, αποτελώντας μια premium εναλλακτική πρόταση στις ισχυρές αγορές μπίρας.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα