Από την έντυπη έκδοση
Η ισχυρή θετική δυναμική τόσο της ελληνικής κεφαλαιαγοράς όσο και της φθίνουσας πορείας του περιθωρίου απόδοσης (spread) του δεκαετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου, σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό, υποδηλώνει τη σημαντική ενίσχυση των προσδοκιών του επενδυτικού κοινού για την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας και τη σταθερότητα των δημόσιων οικονομικών και του τραπεζικού συστήματος.
Αυτό αναφέρει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο σχόλιό της, τονίζοντας ότι ο γενικός δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ) ακολούθησε έντονα ανοδική πορεία κατά τους πρώτους μήνες του 2019 και επανήλθε τον Απρίλιο σε υψηλότερο επίπεδο από τον μέσο όρο του καλοκαιριού του 2018, ανακάμπτοντας πλήρως από την προσωρινή φθινοπωρινή διαταραχή, καθώς τον Νοέμβριο είχε φθάσει σε επίπεδο χαμηλότερο των 600 μονάδων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ποσοστιαία αύξηση του γενικού δείκτη από τις αρχές του 2019 έως και τα μέσα Απριλίου διαμορφώθηκε στο 26,1%.
Παράλληλα, το περιθώριο απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου του ελληνικού Δημοσίου, η διαφορά δηλαδή μεταξύ της απόδοσής του και της απόδοσης του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου, μειώθηκε κατά 93 μονάδες βάσης, από την αρχή του 2019 έως τα μέσα Απριλίου.
Σύμφωνα με την ανάλυση, καταλύτες των ευνοϊκών εξελίξεων στις αγορές ομολόγων και μετοχών ήταν:
Πρώτον, οι δύο επιτυχείς εκδόσεις ομολόγων τους πρώτους μήνες του έτους ήταν κομβικής σημασίας καθώς σηματοδότησαν την επάνοδο της χώρας στις αγορές και την τοποθέτησαν εκ νέου στον επενδυτικό χάρτη. Τα 5 δισ. ευρώ που έχουν έως τώρα εισπραχθεί επαρκούν σε σημαντικό βαθμό για την κάλυψη του στόχου έκδοσης ομολόγων για το 2019 (5 - 7 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον ΟΔΔΗΧ), ενώ αναμένεται εκ νέου έξοδος στις αγορές το διάστημα Μαΐου - Ιουνίου, με σκοπό την άντληση περαιτέρω ρευστότητας.
Δεύτερον, το «πράσινο φως» που έδωσε το Eurogroup για την καταβολή ποσού 970 εκατ. ευρώ που αφορά την επιστροφή των κερδών των ελληνικών ομολόγων (ANFAs/ SMPs), σε συνδυασμό με τη συζήτηση για τη δυνατότητα των ελληνικών αρχών να προβούν σε μερική αποπληρωμή των ακριβών δανείων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου με σημαντικό ετήσιο δημοσιονομικό όφελος, ενισχύουν το αξιόχρεο του ελληνικού κράτους και την πιθανότητα επιστροφής των συνθηκών χρηματοδότησής του σε συνθήκες κανονικότητας.
Τρίτον, η συμφωνία για το νέο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας, αφενός διευκόλυνε τη συμφωνία στο Eurogroup, αφετέρου εκτιμάται ότι θα συμβάλει θετικά στη μείωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων που διακρατούν οι τράπεζες, επιτρέποντάς τους να επεκτείνουν σημαντικά τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Τέταρτον, ο εκλογικός κύκλος τον οποίο διάγει η χώρα δεν λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στην παρούσα κατάσταση, καθώς η ευστάθεια του πολιτικού συστήματος επιτρέπει την αισιόδοξη εκτίμηση ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα συνεχισθούν απρόσκοπτα.
Οι παράγοντες αυτοί εκτιμάται ότι επηρεάζουν θετικά το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να αναμένεται σύντομα περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης. Μία τέτοια εξέλιξη θα φέρει τη χώρα μας πιο κοντά στην «επενδυτική» βαθμίδα, κάτι που συνεπάγεται πρόσβαση σε μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια και σε αγορές με συγκριτικώς φθηνότερα επιτόκια.
Το χρέος
Πέραν από τους βραχυχρόνιους παράγοντες που επηρεάζουν τις εξελίξεις στις αγορές ομολόγων και μετοχών, το επενδυτικό κοινό παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή και τη μακροπρόθεσμη προοπτική της ελληνικής οικονομίας και των δημοσιονομικών μεγεθών της χώρας. Όπως σημειώνει η Alpha Bank, το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε σε 180,4% το 2018 από 176,1% το 2017. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τις «λοιπές προσαρμογές ελλείμματος - χρέους», καθώς η ονομαστική αύξηση του χρέους για τη δημιουργία του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας που κατεγράφη σε αυτή την κατηγορία υπερέβη τη μειωτική επίδραση του πρωτογενούς πλεονάσματος και του θετικού ρυθμού ανάπτυξης.
Το 2019 αναμένεται σταδιακή αποκλιμάκωση του λόγου χρέους προς το ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, ο προϋπολογισμός του 2019 προβλέπει μείωση του χρέους στο 167,8% του ΑΕΠ, ενώ το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (IMF Country Report No. 19/73) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπουν μείωση του χρέους σε 174,2% και 172,2% του ΑΕΠ αντίστοιχα, ως αποτέλεσμα της μείωσης του χρέους αλλά και της ανόδου του ΑΕΠ.