της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Έχουν περάσει πέντε εβδομάδες από τότε που ανακοινώθηκε ότι Deutsche Bank και Commerzbank βρίσκονται σε συνομιλίες για το ενδεχόμενο συγχώνευσης που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός «πρωταθλητή», τόσο στη Γερμανία όσο και στην Ευρώπη. Προς το παρόν όμως δεν διαφαίνεται φως στο τούνελ.
Από την άλλη, ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός «παικτών» στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο καθιστά επιτακτική την ανάγκη συγκέντρωσης.
Τα εμπόδια και ενστάσεις σε αυτό το γάμο πληθαίνουν ολοένα και περισσότερο. Τα ισχυρά συνδικάτα της Γερμανίας δεν θέλουν αυτή τη συγχώνευση, καθώς φοβούνται ότι θα συνοδευθεί με την κατάργηση θέσεων εργασίας. Οι εποπτικές αρχές εμφανίζονται επιφυλακτικές και ίσως να επιβάλουν δυσμενείς όρους. Οι μέτοχοι επίσης και μάλιστα οι τελευταίες πληροφορίες θέλουν τους μετόχους της Deutsche Bank να ζητεί από τη διοίκηση να προετοιμάσει εναλλακτικά σενάρια. Και το αρχικό πολιτικό momentum υπέρ της συμφωνίας –που θα γινόταν με τις «ευλογίες» του Βερολίνου- φαίνεται να φθίνει. Ορισμένα στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης φαίνεται να έχουν αρχίσει να αμφισβητούν τη λογική συνένωσης των δύο μεγαλύτερων τραπεζών της Γερμανίας σε μία.
Εάν συγχωνευθούν οι Deutsche και Commerzbank, τότε έχει απομείνει στη Γερμανία μόνο ένα μεγάλο, εισηγμένο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, από τέσσερα μία δεκαετία πριν. Τόσο η Commerzbank όσο και η Deutsche Bank ιδρύθηκαν τον 19ο αιώνα κατά την εποχή ανόδου της Γερμανίας ως βιομηχανικής και γεωπολιτικής δύναμης.
Οποιαδήποτε συμφωνία συγχώνευσης θα περάσει από το μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που ασκεί την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης. Η ΕΚΤ θα επιμείνει ότι ο όμιλος που θα προκύψει από τη συγχώνευση δεν θα είναι πολύ μεγάλος για να καταρρεύσει, με κίνδυνο να επωμισθούν οι φορολογούμενοι το κόστος διάσωσής του, όπως είχε συμβεί στην περίπτωση της Commerzbank κατά την εποχή κορύφωσης της κρίσης. Το γερμανικό Δημόσιο παραμένει μέτοχος, διατηρώντας μερίδιο 15,6%. Για να εξέλθει της επένδυσης χωρίς ζημία, χρειάζεται τιμή ανά μετοχή στα 26 ευρώ, τη στιγμή που η μετοχή της Commerzbank κινείται στα 8 ευρώ. Από τις αρχές του έτους, οι μετοχές της γερμανικής τράπεζας υποχωρούν σχεδόν 40%.
Από την άλλη πλευρά, η ίδια η ΕΚΤ θεωρεί ότι η τάση συγκέντρωσης στον ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό κλάδο μέσω εξαγορών και συγχωνεύσεων είναι μονόδρομος. Ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, θεωρεί ότι είναι υπερβολικά μεγάλος ο αριθμός των «παικτών» και ότι ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος είναι κατακερματισμένος.
Οι συνθήκες χαμηλών επιτοκίων, η ισχνή ανάπτυξη και ο υψηλός όγκος επισφαλών δανείων αποτελούν τα μεγάλα «αγκάθια» των ευρωπαϊκών τραπεζών, αφήνοντας μικρά περιθώρια για χορηγήσεις δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν έναν μακρύ και δύσκολο δρόμο προς την ανάκαμψη. «Η Ευρώπη βρίσκεται στα μέσα μιας επώδυνης μετάβασης», προειδοποιούσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg ο Φίλιπ Χίλντεμπραντ, αντιπρόεδρος της BlackRock.
Η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον δανεισμό των τραπεζών για την τόνωση της ανάπτυξης. Οι τράπεζες παρέχουν τα δύο-τρίτα της χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και τα εννέα-δέκατα της πίστωσης προς τα νοικοκυριά. Στις ΗΠΑ υπάρχουν και εναλλακτικές πηγές άντλησης κεφαλαίων, με τις αμερικανικε΄ς επιχειρήσεις να εξασφαλίζουν το μεγαλύτερο μέρος της αναγκαίας χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών, με εκδόσεις ομολόγων και μετοχών.