Το περιθώριο απόδοσης -spread- των ελληνικών δεκαετών ομολόγων εξακολουθεί να παραμένει λίγο κάτω από τις 400 μονάδες βάσης, παρά την πρόσφατη αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους, και «αυτό το επίμονο φαινόμενο πρέπει να μας προβληματίσει σοβαρά». Στην επισήμανση αυτή προβαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία υπενθυμίζει τη θέση της ότι κακώς η κυβέρνηση επέλεξε να απορρίψει το σενάριο μιας προληπτικής γραμμής στήριξης.
Μιλώντας στην 86η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μετόχων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας υπογράμμισε ότι, καθώς οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου παραμένουν κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, «και ελλείψει πρόσβασης σε προληπτική γραμμή στήριξης», η Ελλάδα παρέμεινε εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕKT), το οποίο «θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στην περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου των ελληνικών τίτλων».
Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες. Εμφανίζουν υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και επηρεάζονται από την αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Κι όλα αυτά, την ώρα που «οι προοπτικές της οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και από τις εισροές διεθνών κεφαλαίων στη χώρα», εν μέσω παραγόντων οι οποίοι «δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική», όπως τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό − αν και μειούμενο − απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία.
Στη θετική πτυχή των εξελίξεων, η ΤτΕ τοποθετεί την απόφαση της ΕΚΤ για διατήρηση της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής μέσω της διατήρησης αμετάβλητων των βασικών επιτοκίων μέχρι και το τέλος του έτους και της διεξαγωγής μιας νέας σειράς τριμηνιαίων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης διάρκειας δύο ετών, με στόχο την αποτροπή του κινδύνου περαιτέρω επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην Ευρωζώνη και τη διασφάλιση σταθερής πορείας σύγκλισης του πληθωρισμού προς επίπεδα κάτω αλλά πλησίον του 2% μεσοπρόθεσμα. «Η απόφαση αυτή βοηθά στη βελτίωση των εγχώριων χρηματοπιστωτικών συνθηκών και στηρίζει την αναπτυξιακή προσπάθεια της ελληνικής οικονομίας».
Η μόνιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους αποτελεί για την ΤτΕ τη σημαντικότερη πρόκληση στο άμεσο μέλλον. «Η ύπαρξη ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, αν και χρήσιμη, είναι προσωρινό μέσο αναχρηματοδότησης των δανειακών αναγκών του Δημοσίου και με περιορισμένη αποτελεσματικότητα σε περίπτωση μελλοντικών αναταράξεων στις διεθνείς αγορές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη εξόδου στις αγορές σε τακτά χρονικά διαστήματα και με βιώσιμους όρους», σημειώνει ο κ. Στουρνάρας.
Επιπλέον, η ΤτΕ αναφέρεται στο υψηλό δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ που αυξάνει το κόστος δανεισμού του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και περιορίζει την αναπτυξιακή δυναμική. «Παρότι η βιωσιμότητα του χρέους έχει βελτιωθεί σημαντικά με τα μέτρα που υιοθέτησε το Eurogroup, από το 2012 μέχρι και τα πλέον πρόσφατα του Ιουνίου 2018, η αποκλιμάκωση του χρέους εξαρτάται αφενός από τη δυνατότητα επίτευξης των συμφωνηθέντων δημοσιονομικών στόχων και αφετέρου από την προσήλωση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια ώστε να εξασφαλιστεί υψηλή αύξηση του ΑΕΠ».
Σημειωτέον, ο κ. Στουρνάρας στάθηκε ιδιαίτερα στο σενάριο εφαρμογής των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, ως τον «σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο στο άμεσο μέλλον». Υπογράμμισε εξάλλου το ρίσκο να ανατραπεί η «σημαντική πρόοδος που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα», καθώς η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, και ενισχύονται οι κίνδυνοι επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και δημοσιονομικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η οικονομική αβεβαιότητα.
naftemporiki.gr