Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Η γηραιά ήπειρος σε αναβρασμό. Οι ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις «φωνάζουν» ολοένα και πιο δυνατά σε πλατείες και στην κάλπη, η μπότα της ακροδεξιάς προελαύνει και το διχαστικό δίπολο του λαϊκισμού «καλός λαός - κακές ελίτ» κερδίζει έδαφος. Η απογοήτευση των μεσαίων και χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων, το αίσθημα της αδικίας και της ανασφάλειας, η ανάγκη για τείχη, που θα θωρακίσουν από απειλές, εντείνονται.
Η εικόνα παρόμοια, αν και με τα δικά της ειδικά χαρακτηριστικά, και στις ΗΠΑ, όπου οι πολίτες εξέλεξαν έναν δισεκατομμυριούχο μεγιστάνα του real estate και σταρ της trash tv για να πολεμήσει το «σύστημα», να δώσει φωνή στους «ξεχασμένους». Όλα αυτά πηγάζουν από μια γενικευμένη αίσθηση ότι η οικονομία έχει πάψει να υπηρετεί το κοινό καλό ή έστω το συμφέρον των πολλών. Ο καπιταλισμός «νοσεί» προειδοποιούν ακόμη και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του και τα ερωτήματα είναι δύο: ποιος ιός τον έχει προσβάλει και υπάρχει «φάρμακο»;
«Νομίζω ότι ο καπιταλισμός είναι υπό σοβαρή απειλή, γιατί σταμάτησε να προσφέρει στους πολλούς. Και από τη στιγμή που αυτό συμβαίνει, οι πολλοί επαναστατούν κατά του καπιταλισμού» δήλωνε στο BBC o Ραγκουράμ Ρατζάν, πρώην κεντρικός τραπεζίτης της Ινδίας.
Στην εποχή των ανοιχτών συνόρων, του ελεύθερου εμπορίου και της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι στον λεγόμενο αναπτυσσόμενο και αναδυόμενο κόσμο βγήκαν από τη φτώχεια, αλλά και άλλοι τόσοι στον ανεπτυγμένο ένιωσαν να «παγιδεύονται» σε μία κατάσταση χωρίς προοπτική. Η απόσταση ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες περιορίστηκε, αλλά στο εσωτερικό των χωρών οι ψαλίδες άνοιξαν. Το διευρυνόμενο χάσμα δεν είναι αποκλειστικά εισοδηματικό, είναι γεωγραφικό, ανάμεσα στις μητροπόλεις και στην επαρχία και ταυτόχρονα μορφωτικό.
Κάποτε, εξηγεί ο Ρατζάν στο βιβλίο του «The Third Pillar: How Markets and the State Leave Community Behind» (O Τρίτος Πυλώνας: Πώς οι αγορές και το Κράτος αφήνουν την Κοινότητα Πίσω), μπορούσε κανείς να αποκτήσει μία μεσαίου εισοδήματος θέση με μία μέτρια εκπαίδευση. Σήμερα για να πετύχει κανείς, πρέπει να έχει την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση. Αλλά σε αυτήν δεν έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες πρόσβασης. Οι κοινότητες που επλήγησαν σε μεγαλύτερο βαθμό από τις δυνάμεις του παγκόσμιου εμπορίου και της αυτοματοποίησης είναι εκείνες που τείνουν να βλέπουν το επίπεδο των σχολείων τους να φθίνει και την ποιότητα του περιβάλλοντος και των κοινωνικών υπηρεσιών να επιδεινώνεται.
Ο Πολ Κόλιερ στο πολυσυζητημένο «The Future of Capitalism» περιγράφει κάτι αντίστοιχο. «Βαθιές ρωγμές σκίζουν τον ιστό των κοινωνιών μας. Φέρνουν νέες αγωνίες και νέα οργή στους ανθρώπους, νέα πάθη στην πολιτική… Οι κοινωνικές βάσεις αυτών των αγωνιών είναι γεωγραφικές, εκπαιδευτικές και ηθικές». Οι πιο βαθιές ρωγμές σύμφωνα με τον Κόλιερ είναι αυτές μεταξύ των υψηλού μορφωτικού επιπέδου και των λιγότερο μορφωμένων πολιτών, μεταξύ των κοσμοπολίτικων μητροπόλεων και των επαρχιών, που παρακμάζουν.
Το άγχος, την ανασφάλεια και την απόγνωση που δημιούργησαν αυτή την κατάσταση θέλησαν να εκμεταλλευθούν «τσαρλατάνοι» της Δεξιάς και της Αριστεράς, γράφει ο Βρετανός οικονομολόγος, κατηγορώντας τους πρώτους για υπερβολική εμπιστοσύνη στις μη ρυθμισμένες αγορές και τους δεύτερους για υπερβολική εμπιστοσύνη στο κράτος.
Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας
Ο Κόλιερ αποδίδει την αποτυχία του συστήματος στα «σύγχρονα οικονομικά», που υποθέτουν ότι όλα τα άτομα είναι ιδιοτελή και χωρίς ρίζες και προωθούν μία παγκοσμιοποίηση χωρίς κανόνες και κατεύθυνση, αλλά και σε μία μετάλλαξη των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας. Μετά το B Παγκόσμιο Πόλεμο τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη ήταν εκείνα, που έθεσαν σε εφαρμογή πραγματιστικές πολιτικές οι οποίες ανταποκρίνονταν στα άγχη και τις αγωνίες των κοινωνιών της εποχής. Καθιέρωσαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, συντάξεις, δωρεάν εκπαίδευση, κανόνες στην αγορά εργασίας, ένα νομοθετικό πλαίσιο, που μπορούσε να αλλάξει προς το καλύτερο τις ζωές. Οι πολιτικές αυτές αποδείχθηκαν τόσο σημαντικές, ώστε κεντρο-αριστερά και κεντροδεξιά κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία, αλλά εκείνες διατηρούνταν.
Πώς έφτασε λοιπόν να είναι σήμερα η σοσιαλδημοκρατία σε υπαρξιακή κρίση; Ο Κόλιερ περιγράφει την παγίδευσή της σε έναν ιδιότυπο ελιτισμό. «Ο λόγος είναι ότι απομακρύνθηκαν από τις ρίζες τους, δεν υπηρετούσαν πια τις ανάγκες των κοινοτήτων, αλλά κατελήφθησαν από μία εντελώς διαφορετική ομάδα, της οποίας η επιρροή έφτασε να είναι δυσανάλογα μεγάλη: τους διανοούμενους της μεσαίας τάξης» γράφει. Ο συγγραφέας ανήκει και ο ίδιος στην ομάδα αυτή, οπότε δεν έχει κάτι εναντίον της. Υποστηρίζει, ωστόσο, πως η δυσανάλογη επιρροή της είχε ως αποτέλεσμα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να ξεχάσουν τις ανάγκες οικογενειών και κοινοτήτων, τα προβλήματα των καθημερινών ανθρώπων και να εστιάζουν ολοένα και περισσότερο στη διεκδίκηση δικαιωμάτων για κοινωνικές μειοψηφίες, φτάνοντας στο σημείο να «προωθούν νέες ‘ομάδες θυμάτων’, που επιζητούσαν προνομιακή μεταχείριση».
Θα ήταν άδικο να πούμε ότι η στήριξη μειονοτήτων και ο δικαιωματισμός είναι το πρόβλημα. Ωστόσο η απουσία προτάσεων για όσους αισθάνονται τις παρενέργειες μίας άναρχης παγκοσμιοποίησης και τις ολοένα και διευρυνόμενες ανισότητες στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών έστρεψε τους λεγόμενους «ξεχασμένους» σε εκείνους, που μιλούσαν για αυτούς: στον Τραμπ, τη Λεπέν, τον Σαλβίνι.
Και οι αγορές που τρέχουν
Τις ανισότητες έθρεψε και η επιλογή των κυβερνήσεων να αφήσουν στις κεντρικές τράπεζες το μεγάλο βάρος της διαχείρισης της οξύτατης πιστωτικής κρίσης, που ξέσπασε το 2008 και μετεξελίχθηκε σε κρίση χρέους και βαθιά κοινωνικο- οικονομική κρίση από το 2010 στην Ευρωζώνη. Η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική απέτρεψε τα χειρότερα για τις οικονομίες, αλλά έδωσε την μεγάλη ώθηση στις αγορές. Το ξέφρενο ράλι των μετοχών και άλλων στοιχείων ενεργητικού, του οποίου οι ταχύτητες ήταν πολλαπλάσιες εκείνων της οικονομικής ανάπτυξης, άνοιξε περαιτέρω την ψαλίδα υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων, αφού μετοχές έχουν στην κατοχή τους κυρίως τα πρώτα, όπως επισημαίνει και στο «Το Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα» ο Τομά Πικετί.
Για την αμερικανική οικονομία, η ύφεση της διετίας 2008-09 ήταν η βαθύτερη από το 1945 και η μακροβιότερη από την εποχή της Μεγάλης Ύφεσης (Great Depression). Ωστόσο έως το 2011 το ΑΕΠ των ΗΠΑ είχε ανακτήσει το χαμένο έδαφος και έκτοτε συνέχισε να μεγεθύνεται σταθερά. Η Ευρωζώνη είδε την οικονομία της να συρρικνώνεται το 2009 πολύ περισσότερο από των ΗΠΑ (-4,4% έναντι -2,8%). Και ενώ ανέκαμψε με ρυθμούς πολύ κοντά σε εκείνους της αμερικανικής τη διετία 2010-2011, το 2012-13, που στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού ανέβαζαν ταχύτητα, επέστρεφε σε ήπια ύφεση. Ακολούθησαν λίγα χρόνια δυναμικής ανάκαμψης και από πέρυσι είμαστε και πάλι σε απότομη επιβράδυνση. Σήμερα το αμερικανικό ΑΕΠ είναι περίπου 19% υψηλότερο από ό,τι στις αρχές του 2008, την ώρα που της Ευρωζώνης είναι μόλις 10%. Η Ελλάδα έχει ακόμη μαραθώνιο να διανύσει για να φτάσει στα προ κρίσεως επίπεδα.
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα για το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Στη Γερμανία αυξήθηκε κατά περισσότερο από 15% την περίοδο 2008-2014. Εκείνη η περίοδος ήταν, ωστόσο, ιδιαίτερα επώδυνη για τις χώρες του Νότου. Τα νοικοκυριά στην Ιταλία, τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, είδαν το διαθέσιμο εισόδημά τους να υποχωρεί κατά 4%. Στην Κύπρο έχασαν το 22% του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ στην Ελλάδα, με το μαχαίρι σε μισθούς / συντάξεις και τις φοροαυξήσεις, το 25% του εισοδήματος έκανε φτερά. Έρευνα για την περίοδο 2008-2013 είχε επίσης δείξει ότι η κατανάλωση των νοικοκυριών έκανε βουτιά 27,9% στην Ελλάδα, 12,2% στην Πορτογαλία, περίπου 9% στην Ισπανία, 6,1% στην Ιταλία και 2% συνολικά στη νομισματική ένωση. Έκτοτε ανακάμπτει με πολύ αργά βήματα.
Η εικόνα στις αγορές από την άλλη είναι πολύ διαφορετική. Ο Dow Jones και ο S&P 500 κινούνται περίπου 300% υψηλότερα από το ναδίρ στο οποίο είχαν διολισθήσει τον Μάρτιο του 2009. Στην Ευρώπη οι αγορές βίωσαν περισσότερες αναταράξεις και αιμορραγίες, αλλά και πάλι είναι 120% υψηλότερα σε σχέση με εκείνη την περίοδο.
Και τώρα τι;
Για τον Ραγκουράμ Ρατζάν έχουμε να κάνουμε με μια «στρεβλή», όχι πραγματική αξιοκρατία, στην οποία μια ελίτ, που είχε περισσότερες ευκαιρίες για τις κατάλληλες σπουδές και την επαγγελματική εξέλιξη ελέγχει και το κράτος και τις αγορές. Η λύση, πιστεύει, είναι να δοθεί και πάλι ο λόγος στις κοινότητες. Είναι αμφίβολο, όμως, σε ποιο βαθμό αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Ευρώπη, χωρίς τη στήριξη του κεντρικού κράτους.
Για τον Κόλιερ η απάντηση βρίσκεται σε μια «ηθική» και τεχνική μεταρρύθμιση. Προτείνει την αποκατάσταση της πίστης στις κοινές υποχρεώσεις και την αμοιβαιότητα σε όλα τα επίπεδα: παγκόσμιο, εθνικό, εταιρικό, οικογενειακό. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, πιστεύει, ένας νέος πατριωτισμός θα αναπτυχθεί, που θα στηρίζει τις κοινωνίες, αλλά και θα ενώνει αντί να φέρνει σε αντιπαράθεση τις χώρες. Η θεωρία απέχει όμως συχνά από τη δράση. Και η τελευταία δεν έχει το περιθώριο να αργήσει πολύ ακόμη.