Από την έντυπη έκδοση
Του Λάμπρου Καραγεώργου
[email protected]
Νέα μικρή κάμψη για έβδομη χρονιά καταγράφει ο αριθμός των ελληνικών συμφερόντων ναυτιλιακών εταιρειών, οι οποίες ανήλθαν το 2018 σε 588, έναντι 597 το 2017, 638 το 2016 και 648 το 2015, σύμφωνα με την ετήσια έρευνα της Petrofin Research. Παράλληλα αυξήθηκε περαιτέρω ο αριθμός των «εκατομμυριούχων» μεταξύ των ναυτιλιακών εταιρειών, καθώς το 2018 οι ναυτιλιακές εταιρείες με στόλο μεταφορικής ικανότητας άνω του ενός εκατ. dwt ανέρχονται σε 77, έναντι 75 το 2017 και 68 το 2016. Επίσης, οι εν λόγω εταιρείες ελέγχουν το 80% του συνολικού ελληνόκτητου στόλου, έναντι του 79,58% το 2017, του 77,47% το 2016 και του 71,33% το 2013. Οι 77 ναυτιλιακές εταιρείες ελέγχουν συνολικά 3.131 πλοία, 145 περισσότερα από το 2017, συνολικής μεταφορικής ικανότητας 329.818.477 dwt και μέσου όρου ηλικίας τα 8,78 χρόνια, σημαντικά μικρότερου σε σχέση με τον μέσο όρο ηλικίας του συνολικού ελληνόκτητου στόλου.
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι μόλις το 8% των ναυτιλιακών, ήτοι οι 49 μεγαλύτερες εταιρείες, με στόλο πάνω από 25 πλοία η κάθε μία, αντιπροσωπεύει το 66,79% της συνολικής μεταφορικής ικανότητας του ελληνόκτητου στόλου. Το ποσοστό αυτό πάντως είναι ελαφρώς μικρότερο από το 2017 (67,07%). Αντίθετα, οι ναυτιλιακές εταιρείες που διαχειρίζονται από 1 έως 4 πλοία φτάνουν στον εντυπωσιακό αριθμό των 330 και αντιπροσωπεύουν μόλις το 4,8% της συνολικής μεταφορικής ικανότητας. Επίσης, μειώθηκαν οι μικρές εταιρείες με 1-2 πλοία σε 218 το 2018, από 233 το 2017 και 265 το 2016. Ο λόγος είναι ότι συνεχίζονται οι συγχωνεύσεις μεταξύ των μικρών εταιρειών, ώστε να αντέξουν στον ανταγωνισμό.
Η Petrofin εκτιμά ότι η μείωση συνολικά του αριθμού των ναυτιλιακών εταιρειών οφείλεται και σε συγχωνεύσεις, καθώς αρκετές νέες εταιρείες προστέθηκαν στον ναυτιλιακό κλάδο την περασμένη χρόνια. Η ανάκαμψη της ναυλαγοράς του ξηρού φορτίου το 2018 σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν ήταν η αιτία που πολλές μικρές ναυτιλιακές εταιρείες κατάφεραν να διατηρήσουν την κερδοφορία των πλοίων τους. Αυτός είναι και ο λόγος που κάποια -μεγάλης ηλικίας- πλοία παρέμειναν στον ελληνόκτητο στόλο και δεν οδηγήθηκαν στα διαλυτήρια.
Είναι αξιοσημείωτο ότι οι εταιρείες που διαχειρίζονται καινούργιους στόλους ηλικίας 0-9 ετών μειώθηκαν κατά 12 το 2018 και αριθμούν τις 172, από 184 το 2017 και 187 πλοία το 2016, λόγω της μείωσης του αριθμού των νεότευκτων, οδηγώντας σε αύξηση του μέσου όρου ηλικίας του στόλου.
Ο μέσος όρος ηλικίας του ελληνόκτητου στόλου αυξήθηκε από τα 11,8 έτη στα 12,08.
Επίσης σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης της Petrofin, ο ελληνόκτητος στόλος παραμένει στην 1η θέση παγκοσμίως, κατέχοντας μερίδιο 18,16% επί του παγκόσμιου στόλου, με τις άλλες μεγάλες ναυτιλιακές δυνάμεις, όπως είναι η Ιαπωνία, η Κίνα και η Γερμανία, να ακολουθούν από κάποια απόσταση. H συνολική χωρητικότητα του ελληνόκτητου στόλου αγγίζει τα 412,31 εκατ. dwt, συμπεριλαμβάνοντας 5.508 πλοία.
Η μέση χωρητικότητα ανά πλοίο φτάνει τα 74.857 dwt, ο μέσος όρος ηλικίας τα 12,08 έτη, ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι συνολικά η ελληνική ναυτιλία αναπτύσσεται διαρκώς από το 2000 σε όρους χωρητικότητας.
Σε ό,τι αφορά τις επιμέρους κατηγορίες πλοίων, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Ελλήνων πλοιοκτητών βρίσκονται τα πλοία μεταφοράς ξηρού φορτίου, καθώς το 46% του συνολικού ελληνόκτητου στόλου αποτελείται από bulkers άνω των 10.000 dwt. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον ελληνόκτητο στόλο των bulk carriers προστέθηκαν το περασμένο έτος 194 πλοία, χωρητικότητας 15,7 εκατ. dwt και με μέσο όρο ηλικίας τα 8,9 έτη.