Η γιγάντωση των ιδιωτικών Ομίλων παροχής υπηρεσιών Υγείας, η εξάπλωση των ιδιωτικών εργαστηρίων και διαγνωστικών κέντρων, οι ταχύτατες τεχνολογικές εξελίξεις οι οποίες υλοποιούν τα επιτεύγματα της ιατρικής επιστήμης (και vice-versa) και οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία συνθέτουν, σύμφωνα με ανάλυση που εκπόνησε η Hellastat, το πλέγμα των ευνοϊκών συνθηκών που ευνόησαν την ανάπτυξη των επιχειρήσεων εμπορίας ιατρικού εξοπλισμού και αναλωσίμων:
«Στο επίκεντρο του επιχειρηματικού ενδιαφέροντος βρίσκονται τα βιοτεχνολογικά μηχανήματα, για τα οποία εκδηλώνεται αυξημένη ζήτηση από τις ιδιωτικές -κυρίως- εταιρείες παροχής υπηρεσιών υγείας. Τα προϊόντα αυτά βασίζονται στη σύγκλιση διαφόρων τεχνολογιών (ιατρική, μηχανική, πληροφορική, οπτική) και πλεονεκτούν έναντι της παλαιότερης τεχνολογίας εξοπλισμού, καθώς συντελούν στη μείωση του χρόνου θεραπείας και των δαπανών των κλινικών για τη νοσηλεία των ασθενών, ενώ επιτυγχάνεται μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ακρίβεια στη διάγνωση και θεραπεία.
Βασικός πελάτης για τις επιχειρήσεις του κλάδου είναι τα δημόσια νοσοκομεία –σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΙΝΒΙΤ πραγματοποιούν το 80% της σχετικής δαπάνης- με τα γνωστά, χρόνια προβλήματα της εξόφλησης των προμηθειών να συνεχίζουν να υφίστανται. Τα χρέη των νοσοκομείων του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες που περιβάλλουν τις προμήθειες του δημοσίου, συνιστούν το σημαντικότερο πρόβλημα για τις εταιρείες εμπορίας ιατρικού εξοπλισμού. Μέχρι το τέλος του 2004, οι οφειλές των κρατικών μονάδων προς τις εταιρείες του κλάδου ανέρχονταν σε €1,4 δισ., με αρνητικές επιπτώσεις στον εμπορικό κύκλο και τη ρευστότητά τους. Τα χρέη σωρεύονται κυρίως από τη δυσλειτουργία των ασφαλιστικών ταμείων, τα οποία δεν προβαίνουν σε έγκαιρη εξόφληση των δαπανών νοσηλείας.
Το άρθρο 17 του Ν. 3301/2004 προβλέπει ρύθμιση των χρεών από προμήθειες φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, ορθοπεδικού εξοπλισμού και χημικών αντιδραστηρίων που δόθηκαν έως 31/12/2004, καθώς και από προμήθειες υγειονομικού εξοπλισμού και χημικών αντιδραστηρίων που πραγματοποιήθηκαν μετά την 1/1/2002 και τα καθιστά άμεσα εξοφλητέα, εφόσον οι προμηθευτές χορηγήσουν εκπτώσεις 3,5% και 5% αντίστοιχα επί της συναλλακτικής αξίας των τιμολογίων (προ ΦΠΑ) και δεν προβάλλουν άλλες αξιώσεις (π.χ. τόκους υπερημερίας). Οι προμηθευτές, κάνοντας χρήση των διατάξεων του άρθρου 17, χορήγησαν εκπτώσεις €110 εκ., ενώ υφίστανται επιπλέον διαφυγόντα κέρδη της τάξης των €270 εκ. από παραίτηση του αξιώματος για διεκδίκηση τόκων υπερημερίας. Παρά τη ρύθμιση του άρθρου 17, εξαιτίας καθυστερήσεων στην υλοποίηση, υφίστανται ακόμα χρέη ύψους €50 εκ., ενώ κατά τη διάρκεια του 2005 σωρεύθηκαν νέες οφειλές ύψους €400 εκ.
Ο κλάδος επωφελείται από το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Υγεία-Πρόνοια 2000-2006» (Γ΄ ΚΠΣ), συνολικού προϋπολογισμού €513,31 εκ., με την κοινοτική συμμετοχή να ανέρχεται σε 75% (32,1% το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης και 42,9% το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο). Συγκεκριμένα, ο ¶ξονας Προτεραιότητας 1 «Υγεία» (προϋπολογισμού €217,66 εκ.) και το Μέτρο 1.2 «Λειτουργικός εκσυγχρονισμός νοσοκομειακών μονάδων» υποστηρίζουν τα δημόσια νοσοκομεία να αναβαθμίσουν τις κτιριακές εγκαταστάσεις και την υλικοτεχνική υποδομή τους, κυρίως με μηχανήματα βιοϊατρικής τεχνολογίας, με στόχο τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τον πολίτη.
Επίσης, στα πλαίσια του Ν. 3329/2005 «Εθνικό σύστημα Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και λοιπές διατάξεις» προβλέπεται η εφαρμογή του θεσμού «Σύμπραξη Ιδιωτικών & Δημοσίων Κεφαλαίων» (ΣΔΙΤ) για την ανάληψη επενδύσεων στο χώρο της δημόσιας υγείας και ανάθεσης μέρους των υποστηρικτικών υπηρεσιών σε ιδιωτικούς φορείς. Η -έστω και με χαμηλούς ρυθμούς- σύγκλιση του επιπέδου παρεχόμενων υπηρεσιών μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις ως μοχλός πίεσης για διαρκή βελτίωση και αναβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιώ».