ΙΟΒΕ: Οι προκλήσεις για τον κλάδο τροφίμων - ποτών

Τρίτη, 28 Μαρτίου 2006 12:40
UPD:13:30

Τα βασικά δεδομένα, οι εξελίξεις και οι προοπτικές της ευρωπαϊκής και κυρίως της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων-ποτών παρουσιάζονται στη δεύτερη έκδοση της έκθεσης-μελέτης που εκπονεί κάθε χρόνο το Τμήμα Έρευνας Βιομηχανίας Τροφίμων του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ).

Στην ετήσια έκθεση για το 2005 με τίτλο «Η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων-Ποτών», εκτός από την ανάλυση των πρόσφατων εξελίξεων στον κλάδο, περιλαμβάνεται ειδική μελέτη που αφορά τις σχέσεις αλληλεξάρτησης της βιομηχανίας τροφίμων με τη γεωργία αφενός και το λιανικό εμπόριο αφετέρου.

Στην έκθεση τονίζεται η καταλυτική επίδραση των εξελίξεων του κλάδου στην πορεία του συνόλου της ελληνικής βιομηχανίας ενώ γίνεται σαφές ότι οποιαδήποτε προσπάθεια ενίσχυσης της ελληνικής βιομηχανίας δεν μπορεί να είναι αποδοτική εάν ο σχεδιασμός και τα μέτρα αγνοήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της λειτουργίας των τροφίμων και ποτών και δεν λάβουν υπόψη την κυρίαρχη θέση τους και την υψηλή συμβολή τους σε όλα τα βασικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας.

Σε αδρές γραμμές, οι βασικές επιτακτικές ανάγκες και παράλληλα προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος των τροφίμων και ποτών:

- Πρώτον, η διαφοροποίηση των προϊόντων με την ανάπτυξη καινοτομικής δραστηριότητας για την ικανοποίηση των αυξανόμενων απαιτήσεων των καταναλωτών

- Δεύτερον, η αναδιάρθρωση και ο εκσυγχρονισμός των παραγωγικών μονάδων και τρίτον, η ενίσχυση της εξωστρέφειας που θα «απαγκιστρώσει» τον κλάδο από την εγχώρια αγορά και θα τροφοδοτήσει ταχύτερους ρυθμούς μεγέθυνσης

Όπως προκύπτει από την έκθεση, πολλές επιχειρήσεις βρίσκονται σ’ αυτή τη διαδικασία της αναδιάρθρωσης: το 2004, σύμφωνα και με την Έρευνα Επενδύσεων στη Βιομηχανία που διεξάγει το ΙΟΒΕ, οι επενδυτικές δαπάνες στον κλάδο αυξήθηκαν κατά 9,6%.

Οι επενδύσεις είχαν κατ’ αρχήν στόχο την αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας για ήδη παραγόμενα προϊόντα, και την αντικατάσταση του υπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Υπήρξαν όμως και υψηλά ποσοστά επενδυτικών δαπανών που κατευθύνθηκαν στον εκσυγχρονισμό και τις αναδιαρθρώσεις για παραγωγή νέων προϊόντων.

Από την ανάλυση εξάλλου των χρηματοοικονομικών δεδομένων του κλάδου προκύπτει με σαφήνεια ότι το μέγεθος των επιχειρήσεων παίζει καθοριστικό ρόλο στις επιδόσεις τους, καθώς οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις (άνω των 250 ατόμων) εμφανίζουν θετικότερη εικόνα από τις μικρότερες.

Γενικότερα, διαπιστώνεται η ύπαρξη έντονων στοιχείων δυϊσμού στον κλάδο, στον οποίο συνυπάρχουν εξωστρεφείς, αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις και βραδυπορούντες. Για να αμβλυνθούν οι σημαντικές αυτές διαφορές απαιτείται να ενθαρρυνθεί ο εκσυγχρονισμός όλων των επιχειρήσεων, να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και η εξωστρέφεια, να προωθηθούν συνεργασίες και συμπράξεις μεταξύ των επιχειρήσεων και να υπάρξει η μεγαλύτερη δυνατή διάχυση της γνώσης και των καινοτομιών. Οι προτάσεις αυτές συγκλίνουν σ’ ένα βασικό στόχο: τη δημιουργία θετικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος που θα συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου.

Α. Η Ευρωπαϊκή Βιομηχανία Τροφίμων - Ποτών

Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών αποτελεί το μεγαλύτερο κλάδο της ευρωπαϊκής μεταποίησης, από άποψη πωλήσεων αλλά και απασχόλησης. Η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων του κλάδου είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή με προσωπικό μέχρι 250 άτομα. Παράλληλα, στον κλάδο δραστηριοποιούνται και μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις με καθετοποιημένη οργάνωση της παραγωγής και ευρεία γκάμα προϊόντων, οι οποίες παίζουν σημαντικό ρόλο στην επίδοση του κλάδου διεθνώς.

Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών διακρίνεται σε εννέα βασικούς υποκλάδους προϊόντων. Τέσσερις από αυτούς ξεχωρίζουν από άποψη οικονομικής σημαντικότητας: τα «αρτοσκευάσματα, σνακ, ζαχαρώδη, ζυμαρικά», το «κρέας και προϊόντα κρέατος», τα «ποτά» και τα «γαλακτοκομικά προϊόντα». Οι υποκλάδοι αυτοί αντιπροσωπεύουν συνολικά περίπου το 77% των συνολικών πωλήσεων και το 84% του συνολικού αριθμού των απασχολουμένων στην ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων-ποτών.

Την τελευταία τριετία, ο όγκος παραγωγής και οι πωλήσεις του κλάδου στην ΕΕ-25 παρουσιάζουν σταθερά ανοδική πορεία. Αντίθετα, τα αποτελέσματα της απασχόλησης δεν είναι τόσο ενθαρρυντικά: πέρα από μικρές εποχικές επιδράσεις, η γενικότερη τάση την τελευταία τριετία διαμορφώνεται ελαφρά αρνητική.

Σε ό,τι αφορά το εξωτερικό εμπόριο της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, η ΕΕ-25 αποτελεί το μεγαλύτερο εισαγωγέα τροφίμων παγκοσμίως και το δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα, αμέσως μετά τις ΗΠΑ. Το εμπορικό ισοζύγιο τροφίμων-ποτών διαμορφώνεται αρκετά θετικό, αν και παρουσιάζει πτώση την τελευταία πενταετία (με εξαίρεση το 2002), κάτι που φανερώνει την αυξανόμενη ένταση του ανταγωνισμού και τη σταδιακή απώλεια ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών προϊόντων τροφίμων-ποτών.

Όσον αφορά στις καταναλωτικές τάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, παρατηρείται μείωση της συμβολής της δαπάνης για τρόφιμα και ποτά στο σύνολο των δαπανών των νοικοκυριών διαχρονικά, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Έτσι, καθώς το εισόδημα αυξάνει, η δαπάνη για είδη διατροφής αυξάνεται αναλογικά λιγότερο, με αποτέλεσμα να μειώνεται η συμμετοχή της τελευταίας, ως ποσοστό, στις συνολικές δαπάνες. Το 2002, τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά διέθεσαν κατά μέσο όρο το 13% των δαπανών τους σε τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο κλάδος τροφίμων-ποτών, σημειώνονται τα εξής:

• Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια συνεχώς αυξανόμενη ευαισθητοποίηση των πολιτών για την προστασία του περιβάλλοντος και στροφή προς πιο υγιεινές μορφές διατροφής. Έτσι, οι προτιμήσεις και οι συνακόλουθες απαιτήσεις των καταναλωτών για ποιότητα, ευκολία, ποικιλία, ασφαλή και υγιεινά προϊόντα με σταθερή παραγωγή – και παράλληλα σε προσιτή τιμή- υπογραμμίζουν τις κατευθύνσεις της έρευνας και τις ευκαιρίες για καινοτομία και διαφοροποίηση από μέρους των επιχειρήσεων. Επιπλέον,

• ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής εκτός ΕΕ κάνει επιτακτική την ανάγκη παραγωγής ποιοτικών προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, που ενσωματώνουν τις νέες τεχνολογίες, προκειμένου η ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων-ποτών να διατηρήσει και να ενισχύσει τα μερίδια αγοράς της.

• Για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή βιομηχανία τροφίμων προς αυτή την κατεύθυνση απαιτούνται στρατηγικές κινήσεις που θα ενισχύσουν την καινοτομική συμπεριφορά των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη συνεργασιών μεταξύ των βιομηχανικών μονάδων αλλά και με τους προμηθευτές πρώτων υλών και τα δίκτυα διανομής.

Β. Η Ελληνική Βιομηχανία Τροφίμων - Ποτών

Διαρθρωτικά στοιχεία και παραγωγή

Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών κατέχει κυρίαρχη θέση στο σύνολο της ελληνικής βιομηχανίας. Αποτελεί τον κλάδο με την υψηλότερη συμβολή σε όλα τα βασικά μεγέθη, όπως πωλήσεις, προστιθέμενη αξία παραγωγής, αριθμό επιχειρήσεων και απασχόληση. Ενδεικτικά, το 2002 ο κλάδος πραγματοποίησε το 24,4% των συνολικών πωλήσεων της μεταποίησης, με δεύτερο τον κλάδο παραγώγων πετρελαίου και άνθρακα και ποσοστό 16,1%.

Η πορεία της ελληνικής βιομηχανίας ως σύνολο την τελευταία δεκαετία έχει να επιδείξει δύο σαφώς διακριτές φάσεις: ταχεία άνοδο της παραγωγής μέχρι το 2000 και υποχώρηση στη δεύτερη πενταετία. Το 2004 υπήρξε μια αντιστροφή του αρνητικού κλίματος και άνοδος της παραγωγικής δραστηριότητας, όμως από το τελευταίο τρίμηνο άρχισαν να διαφαίνονται εκ νέου ενδείξεις υποχώρησης οι οποίες συνεχίστηκαν και στο 2005. Την τελευταία αυτή περίοδο το κλίμα επηρεάστηκε αρνητικά κυρίως από τη διαφαινόμενη υποχώρηση της ζήτησης.

Επενδύσεις

Σύμφωνα με τις Έρευνες Επενδύσεων στη Βιομηχανία που διεξάγει το ΙΟΒΕ, οι επιχειρήσεις του κλάδου τροφίμων-ποτών εκτιμούν ότι η επενδυτική τους δαπάνη το 2004 αυξήθηκε κατά 9,6% έναντι του προηγούμενου έτους. Η τελική αυτή εκτίμηση είναι σημαντικά μικρότερη έναντι των προβλέψεων που είχαν διατυπώσει οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι οι επενδυτικές προθέσεις των επιχειρήσεων επηρεάσθηκαν ιδιαίτερα από το γενικότερο οικονομικό κλίμα. Σχετικά με τις επενδυτικές προθέσεις των επιχειρήσεων του κλάδου για το 2005, τα αποτελέσματα συντείνουν μάλλον σε μείωση του ύψους των συνολικών επενδυτικών δαπανών έναντι του προηγούμενου έτους.

Από τις έρευνες προκύπτει επίσης ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδύσεων κατευθύνεται στην αύξηση της παραγωγικής δυναμικότητας για ήδη παραγόμενα προϊόντα και ακολουθεί η αντικατάσταση του υπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού. Σημαντικό μέρος των επενδύσεων κατευθύνεται επίσης στον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων αλλά και στην παραγωγή νέων προϊόντων.

Τέλος, ως προς τους παράγοντες που επηρεάζουν τις επενδύσεις, σημαντικότερες εμφανίζονται οι τεχνολογικές εξελίξεις, που ωθούν τις επιχειρήσεις σε εκσυγχρονισμό των μονάδων παραγωγής, ενώ ακολουθούν η προσδοκώμενη ζήτηση για τα προϊόντα τους, τα προσδοκώμενα κέρδη και τα εκάστοτε κίνητρα για επενδύσεις.

Τιμές

Το επίπεδο των βιομηχανικών τιμών τροφίμων-ποτών εκτιμάται με βάση το Δείκτη Τιμών Παραγωγού στη Βιομηχανία (ΔΤΠ). Το 2004, η ΕΣΥΕ προέβη σε αναθεώρηση του δείκτη αυτού με νέο έτος βάσης (2000=100) αλλά και -σημαντικότερο- με νέους συντελεστές στάθμισης. Ως αποτέλεσμα, η βαρύτητα κάποιων προϊόντων στους υποκλάδους αλλά και στον κλάδο έχει διαφοροποιηθεί. Σημαντικότερη είναι η περίπτωση του υποκλάδου φυτικών και ζωικών λιπών και ελαίων, ο οποίος έχει πλέον τη μεγαλύτερη βαρύτητα στη διαμόρφωση του ΔΤΠ για τον κλάδο και στο ΔΤΠ του οποίου αυξήθηκε πολύ η συμμετοχή του παρθένου ελαιόλαδου. Οι μεταβολές αυτές οδήγησαν σε πολύ υψηλότερες τιμές του δείκτη κατά το 2004, έναντι του προηγούμενου έτους, που μόνο εν μέρει οφείλονται σε πραγματικές αυξήσεις των τιμών, ενώ είναι κυρίως αποτέλεσμα των παραπάνω τεχνικών αλλαγών. Υπό αυτήν τη σημαντική αίρεση θα πρέπει να μελετηθούν και οι εξελίξεις των τιμών στον κλάδο τροφίμων-ποτών.

Την περίοδο 1995-2004, οι τιμές παραγωγού του κλάδου αυξήθηκαν κατά μέσο όρο ταχύτερα από αυτές του συνόλου της μεταποίησης και σωρευτικά κατά 42,6%. Σε σύγκριση με τις τιμές εκροών του πρωτογενή τομέα κατά την ίδια περίοδο, παρατηρείται ταχύτερη αύξηση των τελευταίων, γεγονός που αποτελεί ένδειξη ότι μέρος της μεταβολής των τιμών των γεωργικών προϊόντων απορροφάται τελικά από τη βιομηχανία και δε μετακυλύεται στους καταναλωτές. Σε σχέση με τις τιμές λιανικής –όπως αυτές εκτιμώνται από το Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) για τρόφιμα και ποτά- διαφαίνεται μια σχεδόν πλήρης μετακύλυση των αυξήσεων στις τιμές παραγωγού προς τους τελικούς καταναλωτές. Μάλιστα, αν εξαιρεθεί το 2004, η μέση ετήσια άνοδος του ΔΤΚ είναι 0,6 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερη της αντίστοιχης ανόδου του ΔΤΠ.

Τέλος, κατά το πρώτο επτάμηνο του 2005 καταγράφονται τάσεις σταθεροποίησης τόσο των τιμών εκροών γεωργικών προϊόντων, όσο και των τιμών παραγωγού αλλά και των τιμών λιανικής τροφίμων-ποτών.

Απασχόληση

Σύμφωνα με την Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΣΥΕ και τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, η απασχόληση στον κλάδο παρουσίασε άνοδο το 2002 ενώ μειώθηκε το 2003 και 2004, κυρίως λόγω περιορισμού του αριθμού των αυτοαπασχολουμένων και βοηθών σε οικογενειακή επιχείρηση. Το πρώτο εξάμηνο του 2005 η ΕΕΔ καταγράφει αύξηση της απασχόλησης στη βιομηχανία τροφίμων-ποτών, έναντι του αντίστοιχου περσινού.

Από τα αποτελέσματα της Έρευνας για την Απασχόληση και την Αγορά Εργασίας που πραγματοποίησε το ΙΟΒΕ την περίοδο Ιουνίου-Αυγούστου 2004 προκύπτει, ότι στον κλάδο τροφίμων-ποτών η πλειοψηφία των επιχειρήσεων απασχολεί περίπου τον απαιτούμενο αριθμό ατόμων (68%). Αν και ποσοστό 30% θεωρεί ότι λειτουργεί με πλεονάζον προσωπικό, σε άμεση ερώτηση για τις προθέσεις τους στο εγγύς μέλλον, μόλις ένα 14% του συνόλου των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προγραμματίζει μείωση της απασχόλησης, ενώ 60% δε σχεδιάζει καμία αλλαγή και 26% πρόκειται να προβεί σε προσλήψεις.

Σχετικά με τους παράγοντες που φαίνεται να επηρεάζουν τη σχεδιαζόμενη πολιτική των επιχειρήσεων για την απασχόληση, σημαντικότερος αυξητικός παράγοντας κρίθηκε το σημερινό και προσδοκώμενο επίπεδο ζήτησης των προϊόντων τους, ενώ δεύτερη σε σειρά κατάταξης έρχεται η εισαγωγή νέων τεχνολογιών ή προϊόντων, που συνδέεται με μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων ή διεύρυνσης των δραστηριοτήτων τους. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις που δήλωσαν ότι προγραμματίζουν μείωση του αριθμού των εργαζομένων τους θεωρούν, σε ποσοστό 93%, ως σημαντικότερη αιτία απόφασή τους για αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό της επιχείρησης. Πρόκειται επομένως για στρατηγική κίνηση βελτίωσης της αποδοτικότητάς τους. Μεγάλη σημασία αποδίδεται τέλος στο χαμηλό περιθώριο κέρδους λόγω υψηλού κόστους για μισθούς και ημερομίσθια αλλά και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας.

Γ. Χρηματοοικονομική Απεικόνιση της Βιομηχανίας Τροφίμων - Ποτών

Η βιομηχανία τροφίμων-ποτών αποτελεί τον κυρίαρχο κλάδο της μεταποίησης, κατέχοντας το 1/4 των συνολικών κεφαλαίων και απασχολώντας το 1/4 των εργαζομένων σε αυτήν. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού των ΑΕ και ΕΠΕ επιταχύνεται το 2003 (1.461 επιχειρήσεις), αν και το μέσο μέγεθός τους περιορίζεται στα 49 άτομα (51 άτομα το 2002), ενώ το 2003 αυξήθηκαν ταχύτερα οι ζημιογόνες από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις. Διαρθρωτικά, το 96% των επιχειρήσεων απασχολεί κάτω από 250 άτομα, κατέχει όμως μόνο το 48% του συνολικού τζίρου και το 22% των συνολικών καθαρών κερδών με πτωτικές τάσεις μάλιστα στην τριετία 2001-03. Επομένως, υπάρχει υψηλός βαθμός συγκέντρωσης στον κλάδο με ισχυρή παρουσία των μεγάλων ομίλων, ειδικά στην κερδοφορία του κλάδου.

Από τα αποτελέσματα χρήσης του 2003 προκύπτει μία επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των πωλήσεων (3,3% έναντι 7,1% το 2002 και 6% στη μεταποίηση), με αποτέλεσμα τη μείωση του μέσου τζίρου ανά επιχείρηση. Γενικά, η σημαντική αύξηση των εξόδων διοίκησης / διάθεσης προϊόντων αντιστάθμισε τον περιορισμό του κόστους πωληθέντων με αποτέλεσμα η διεύρυνση των μικτών κερδών να μην μεταφραστεί σε άνοδο των καθαρών κερδών.

Εξαιρώντας από την ανάλυση μία μεγάλη εταιρεία του κλάδου που αποφάσισε μια στρατηγική αλλαγή της μετοχικής σύνθεσής της - που επηρεάζει αρνητικά τα πάγια και τα ίδια κεφάλαια – η φαινόμενη άνοδος των παγίων και ιδίων κεφαλαίων είναι αποτέλεσμα μόνο της αριθμητικής αύξησης των επιχειρήσεων. Στα υπόλοιπα στοιχεία σημειώνεται η ισχυρά ανοδική πορεία των διαθεσίμων που αντιστάθμισε μεν την επιβράδυνση των απαιτήσεων, αλλά επέφερε μία μικρή άνοδο στο κυκλοφορούν ενεργητικό, ενώ διευρύνθηκε κατά μία ποσοστιαία μονάδα ο μακροχρόνιος δανεισμός στο σύνολο των ξένων κεφαλαίων.

Η ρευστότητα του κλάδου είναι γενικά ικανοποιητική, με παρουσία μόνιμου κεφαλαίου κίνησης και καλή ροή χρήματος (εξόφληση πιστωτών σε σχεδόν διπλάσιο χρόνο από την είσπραξη των απαιτήσεων). Οι δείκτες ανακύκλωσης ενεργητικού και ιδίων κεφαλαίων ακολουθούν ανοδική πορεία στην τριετία 2001-2003 και κρίνονται ικανοποιητικοί σε σχέση με τις μέσες τιμές στο σύνολο της μεταποίησης. Πάντως η χρηματοδότηση με ίδια κεφάλαια αμβλύνεται ελαφρά, μιας και επιλέγεται σταθερά ο δανεισμός (μακροπρόθεσμος όπου είναι εφικτό), χωρίς πάντως να επιβαρύνεται ιδιαίτερα ο δείκτης δανειακής επιβάρυνσης, που παραμένει σημαντικά χαμηλότερος από το σύνολο της μεταποίησης. Ο κλάδος «δουλεύει» με ένα μικτό περιθώριο κέρδους σταθερά στην περιοχή του 35% (31% στο σύνολο της μεταποίησης), ενώ το καθαρό περιθώριο μειώνεται οριακά στο 4,9%, όσο περίπου και για το σύνολο της μεταποίησης.

Οι πολύ μικρές επιχειρήσεις του κλάδου (<10 ατόμων) εμφανίζονται ζημιογόνες το 2003 παρά τη σημαντική αύξηση του τζίρου τους, καθώς αδυνατούν να ελέγξουν το κόστος πωλήσεων και αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Γενικά αυξάνεται το κυκλοφορούν ενεργητικό τους (τοποθέτηση κεφαλαίων σε ρευστοποιήσιμα στοιχεία), ενώ οι δείκτες ρευστότητας και δανειακής επιβάρυνσης ταυτίζονται με τις επιδόσεις του συνόλου του κλάδου.

Οι μικρές επιχειρήσεις (11-50 άτομα) υφίστανται το 2003 μεγάλη μείωση των καθαρών αποτελεσμάτων, παρά το σταθερό κύκλο εργασιών τους, ενώ οι σημαντικές επενδύσεις σε πάγια φαίνεται να χρηματοδοτούνται κυρίως από δανεισμό. Οι επιχειρήσεις αυτές διατηρούν τη χαμηλότερη ρευστότητα στον κλάδο, ενώ η δανειακή επιβάρυνση είναι εξαιρετικά υψηλή. Παρά τη στασιμότητα των πωλήσεων, οι δείκτες κυκλοφορίας υπερτερούν των μέσων όρων του κλάδου, φανερώνοντας αποτελεσματικότερη λειτουργία, αν και σε όρους αποδοτικότητας μάλλον υστερούν σε σχέση με τις υπόλοιπες επιχειρήσεις.

Οι επιχειρήσεις μεσαίου μεγέθους (51-250 άτομα) εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλη πτώση στα καθαρά αποτελέσματά τους. Η ρευστότητά τους αυξάνεται σταθερά την τριετία 2001-03, ενώ η δανειακή επιβάρυνση αν και υποχωρεί το 2003, παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Οι επιχειρήσεις αυτές δείχνουν στοιχεία αποτελεσματικής λειτουργίας πουλώντας το 2003 το 90% του ενεργητικού τους, ενώ και σε όρους αποδοτικότητας κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα. Πάντως βαθμός παγιοποίησης υστερεί σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες από τη μέση κλαδική τιμή φανερώνοντας σταθερή αποπαγιοποίηση.

Τέλος, οι μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου εμφανίζουν ικανοποιητική εικόνα, παρά τη δύσκολη γενικά χρονιά. Στην πλειοψηφία τους είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις οι οποίες βελτιώνουν την κερδοφορία τους και αντισταθμίζουν την αύξηση ζημιών στις λίγες ζημιογόνες επιχειρήσεις. Η αύξηση των πωλήσεων, η ενίσχυση των διαθεσίμων και των απαιτήσεων και η σταδιακή στροφή προς το δανεισμό (ιδιαίτερα το μακροχρόνιο), χαρακτηρίζουν την υποκατηγορία. ¶λλωστε, η δανειακή επιβάρυνση είναι υπό ελεγχόμενη αύξηση, η ρευστότητα είναι ικανοποιητική, οι δείκτες αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας διατηρούν καλές επιδόσεις, ενώ το καθαρό περιθώριο κέρδους είναι το υψηλότερο στον κλάδο.

Επομένως γίνεται σαφές ότι το μέγεθος της επιχείρησης παίζει καθοριστικά θετικό ρόλο στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις του κλάδου. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι «πυρήνες υγείας» υπάρχουν σε όλες τις κατηγορίες μεγέθους. Εντοπίζονται δηλαδή υποσύνολα επιχειρήσεων που έχουν σταθερά μία ικανοποιητική πορεία, είναι αποδοτικές και αποτελεσματικές. Η ανάπτυξή τους, στηρίζεται στο γεγονός είτε ότι έχουν αποκτήσει μία καλή θέση στην (τοπική) αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται, είτε ότι έχουν εξασφαλίσει τη συνεργασία με άλλες ισχυρές και μεγάλες επιχειρήσεις τροφίμων, τις οποίες τροφοδοτούν με ημικατεργασμένα προϊόντα ή γενικά με προϊόντα απαραίτητα για τα τελικά προϊόντα των τελευταίων.

Από τα πρώτα αποτελέσματα της χρήσης του 2004, προκύπτει μία αύξηση των καθαρών αποτελεσμάτων, ειδικά αν εξαιρεθεί μία εξαιρετικά ζημιογόνος εταιρεία από την ανάλυση, ενώ ο κύκλος εργασιών και τα μικτά κέρδη αυξάνονται ταχύτερα του 2003. Η σημαντική άνοδος του ενεργητικού τροφοδοτείται από πάγια και απαιτήσεις και χρηματοδοτείται κυρίως από ξένα κεφάλαια τα οποία πλέον ξεπερνούν το 50% των συνολικών κεφαλαίων.

Οι περισσότεροι αριθμοδείκτες παραμένουν στα επίπεδα του 2003: ικανοποιητική ρευστότητα, μικρή δανειακή επιβάρυνση, υψηλές τιμές αποτελεσματικότητας και μικρή μόνο υποχώρηση στους δείκτες αποδοτικότητας συνθέτουν μία καλή γενικά εικόνα για τον κλάδο και το 2004. Σε επίπεδο μεγέθους, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις ανακάμπτουν σε κερδοφορία και δείχνουν σημά-δια σχετικής ανάπτυξης (αύξηση ενεργητικού, προσέλκυση ξένων κεφαλαίων) και βελτίωσης. Αντίθετα, οι επιχειρήσεις 11-50 ατόμων εξακολουθούν να έχουν προβλήματα τα οποία εντείνονται το 2004, ενώ οι μεσαίες επιχειρήσεις (51-250 άτομα) αυξάνουν σημαντικά τον κύκλο εργασιών τους και βελτιώνουν την αποτελεσματικότητά τους. Τέλος, οι μεγάλες επιχειρήσεις το 2004 δε φαίνεται να μπορούν να επαναλάβουν τους πολύ μεγάλους ρυθμούς αύξησης του 2003, με αποτέλεσμα να επιβραδύνεται η αύξηση των πωλήσεων, κερδών, διαθεσίμων κ.α., ωστόσο σε επίπεδο δεικτών συγκρατούν την ισορροπία και την καλή τους γενικά εικόνα.

Δ. Εξελίξεις και Προοπτικές των Υποκλάδων της Βιομηχανίας Τροφίμων - Ποτών

Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων-ποτών, όπως και η ευρωπαϊκή, χωρίζεται σε εννέα βασικούς υποκλάδους. Οι υποκλάδοι αυτοί είναι οι εξής:

o «κρέας και προϊόντα κρέατος»,

o «παρασκευασμένα και διατηρημένα ψάρια και προϊόντα ψαριών»,

o «παρασκευασμένα και διατηρημένα φρούτα και λαχανικά»,

o «ζωικά και φυτικά έλαια και λίπη»,

o «γαλακτοκομικά προϊόντα και παγωτό»,

o «προϊόντα μύλων δημητριακών, άμυλα και αμυλώδη προϊόντα»,

o «παρασκευασμένες ζωοτροφές»,

o «αρτοσκευάσματα, σνακ, ζαχαρώδη, ζυμαρικά» (ή «άλλα προϊόντα διατροφής») και

o «ποτά».

Σημαντικότεροι από αυτούς, από άποψη συμβολής στα συνολικά διαρθρωτικά μεγέθη του κλάδου, είναι οι υποκλάδοι των φρούτων & λαχανικών, των γαλακτοκομικών προϊόντων, των αρτοσκευασμάτων, σνακ, ζαχαρωδών, ζυμαρικών και των ποτών. Αθροιστικά, οι τέσσερις αυτοί υποκλάδοι αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 75% των συνολικών πωλήσεων, της προστιθέμενης αξίας παραγωγής και της απασχόλησης στη βιομηχανία τροφίμων-ποτών.

Η παραγωγή παρασκευασμένων και διατηρημένων φρούτων και λαχανικών χαρακτηρίζεται από σημαντική εποχικότητα αλλά και μεγάλες διακυμάνσεις διαχρονικά. Το 2002 και κυρίως το 2003 υπήρξε σημαντική πτώση της παραγωγικής δραστηριότητας, η οποία όμως ανέκαμψε το 2004 φτάνοντας τα επίπεδα του 2000. Το 2005, έτσι όπως διαφαίνεται από τη μελέτη του πρώτου εννιαμήνου, η παραγωγή του υποκλάδου διαμορφώνεται σε επίπεδα ελαφρώς χαμηλότερα των περσινών. Όσον αφορά στα χρηματοοικονομικά μεγέθη, φαίνεται ότι το «δύσκολο» 2003 διαδέχεται μια καλύτερη χρονιά από άποψη πωλήσεων και κερδοφορίας. Χαρακτηριστικό της μέχρι τώρα λειτουργίας του υποκλάδου είναι τα σχετικά περιορισμένα ίδια κεφάλαια και η υψηλή εξάρτηση από βραχυπρόθεσμο δανεισμό.

Η παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων και παγωτού ενισχύεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, με μέση ετήσια μεταβολή 3,9% στην τετραετία 2001-2004. Ωστόσο, κατά το πρώτο εννιάμηνο του 2005 η παραγωγική δραστηριότητα εμφανίζεται μειωμένη έναντι της αντίστοιχης περσινής. Αντίστοιχα, οι βιομηχανικές τιμές γαλακτοκομικών προϊόντων αυξάνονται σταθερά από τις αρχές του 2003, ενώ επιδεικνύουν τάσεις σταθεροποίησης από το δεύτερο τρίμηνο του 2005. Από τη χρηματοοικονομική ανάλυση του υποκλάδου, προκύπτει ότι το 2003 κινήθηκαν ανοδικά οι πωλήσεις και τα μικτά κέρδη των επιχειρήσεων, ωστόσο αυτά δε μεταφράστηκαν και σε άνοδο των καθαρών κερδών, τα οποία διαμορφώθηκαν σε επίπεδα χαμηλότερα έναντι του 2002. Το 2004, σημαντική βελτίωση εμφανίζουν τα καθαρά κέρδη, ενώ άνοδο παρουσιάζουν και οι πωλήσεις.

Ο υποκλάδος αρτοσκευασμάτων, σνακ, ζαχαρωδών, ζυμαρικών εμφανίζει γενικά μεγάλη σταθερότητα της παραγωγής του διαχρονικά. Εξαίρεση αποτελεί το 2003, όπως άλλωστε και για άλλους υποκλάδους της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών. Το πρώτο εννιάμηνο του 2005, η βιομηχανική παραγωγή του υποκλάδου διαμορφώνεται σε επίπεδα ελαφρώς χαμηλότερα έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2004. Χαρακτηριστικό επίσης του υποκλάδου αποτελεί η βραδύτερη άνοδος των τιμών συγκριτικά με το σύνολο του κλάδου τροφίμων-ποτών.

Ο υποκλάδος αρτοσκευασμάτων, σνακ, ζαχαρωδών, ζυμαρικών είναι ο πολυπληθέστερος σε αριθμό επιχειρήσεων και απασχολεί το περισσότερο προσωπικό στη βιομηχανία τροφίμων-ποτών. Το 2003, σημαντική ήταν η αύξηση των επιχειρήσεων στον υποκλάδο, αλλά μεγαλύτερη ήταν η άνοδος των ζημιογόνων και των αντίστοιχων ζημιών τους, με αποτέλεσμα τα καθαρά κέρδη του συνόλου των επιχειρήσεων να υπολείπονται ελαφρώς αυτών του 2002. Το 2004, η πορεία διαφαίνεται η ίδια, με άνοδο των πωλήσεων και των μικτών κερδών, που ωστόσο δε συνεπάγεται και αντίστοιχη αύξηση στα καθαρά κέρδη, τα οποία και υποχωρούν. Παράλληλα, νέα κεφάλαια φαίνεται να εισέρχονται στον υποκλάδο –τόσο ίδια όσο και ξένα- που κατευθύνονται κυρίως σε ενίσχυση των παγίων αλλά και των ρευστών διαθεσίμων.

Τέλος, τα ποτά αποτελούν το σημαντικότερο υποκλάδο της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, καθώς αντιπροσωπεύουν πάνω από το 31% της συνολικής παραγωγής της τελευταίας. Έπειτα από δύο χρόνια σημαντικής ανόδου, η παραγωγή του υποκλάδου υποχώρησε το 2003 και 2004 και φαίνεται έτσι να επαναπροσδιορίζεται στα επίπεδα του 2000. Η παραγωγή του πρώτου εννιαμήνου του 2005 εμφανίζεται επίσης μειωμένη έναντι της αντίστοιχης περσινής. Αντίθετα, οι βιομηχανικές τιμές των ποτών παρουσιάζουν έντονα αυξητικές τάσεις διαχρονικά, ενώ μικρότερη φαίνεται να είναι η αύξησή τους κατά το 2005.

Εντυπωσιακή υπήρξε η άνοδος των κερδών του υποκλάδου το 2003, κατά 25,5%. Έτσι, οι επιχειρήσεις ποτοποιίας φαίνεται πως κατάφεραν να ελέγξουν αποτελεσματικά τα λειτουργικά, αλλά και μη λειτουργικά τους, έξοδα και να μεταφράσουν την άνοδο των πωλήσεων σε πολλαπλάσια άνοδο των κερδών. Ωστόσο, αυτό δε φαίνεται να επαναλαμβάνεται το 2004 όταν, παρά την ενίσχυση των πωλήσεων, τα καθαρά αποτελέσματα υποχωρούν.

Ε. Εξωτερικό Εμπόριο της Βιομηχανίας Τροφίμων - Ποτών

Το εμπορικό ισοζύγιο τροφίμων-ποτών παραμένει ελλειμματικό τα τελευταία χρόνια με τάσεις διεύρυνσης του ελλείμματος, που διαμορφώνεται το 2004 στα 2,1 δισ. ευρώ. Σ’ αυτό συνέβαλε τόσο η μεγάλη αύξηση των εισαγωγών την τελευταία επταετία (28,5%), όσο και η σημαντική μείωση των εξαγωγών (-13,8%).

Καθώς η εγχώρια παραγωγή τροφίμων-ποτών αυξάνεται, η επιβράδυνση των εξαγωγών που παρατηρείται το 2004 έχει ως αποτέλεσμα να ανακοπεί η τάση βελτίωσης των εξαγωγικών επιδόσεων του κλάδου τροφίμων-ποτών, που είχε παρατηρηθεί τον προηγούμενο χρόνο, και το ποσοστό της βιομηχανικής παραγωγής που εξάγεται να περιορισθεί στο 14%. Παράλληλα, σχετική σταθερότητα επισημαίνεται στην εισαγωγική διείσδυση του κλάδου. Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι η ελληνική βιομηχανία τροφίμων-ποτών υπέστη το 2004 απώλειες ανταγωνιστικότητας κυρίως στις αγορές του εξωτερικού.

Σε ό,τι αφορά την κατεύθυνση του εμπορίου, η ΕΕ-15 αποτελεί το βασικότερο εμπορικό εταίρο της ελληνικής βιομηχανίας τροφίμων-ποτών, καθώς είναι ο κύριος προμηθευτής των εισαγόμενων προϊόντων αλλά και βασικός αποδέκτης των ελληνικών εξαγωγών τροφίμων-ποτών. Το 2004, οι εισαγωγές τροφίμων & ποτών από χώρες-μέλη της ΕΕ-15 ξεπέρασαν τα 2,9 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 85% των συνολικών εισαγωγών τροφίμων-ποτών. Αντίστοιχα, πάνω από 65% των εξαγωγών του κλάδου είχε ως προορισμό χώρες-μέλη της ΕΕ.

Από την πορεία του δείκτη κάλυψης εισαγωγών, οι κατηγορίες προϊόντων της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών μπορούν να διακριθούν σε δύο ομάδες:

α) Σε εκείνες που διατηρούν ή και ενισχύουν την ανταγωνιστικότητά τους διαχρονικά, καθώς οι εξαγωγές αυξάνονται ταχύτερα ή τουλάχιστον όσο και οι εισαγωγές. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται οι κατηγορίες του κρέατος, των γαλακτοκομικών προϊόντων, των διαφόρων παρασκευασμάτων διατροφής και των ζωοτροφών. Ωστόσο και στις τέσσερις κατηγορίες, ο δείκτης κάλυψης εισαγωγών βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

β) Σε αυτές που εμφανίζουν απώλειες ανταγωνιστικότητας τόσο εγχώρια όσο και στις αγορές του εξωτερικού. Εδώ ανήκουν όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες προϊόντων, καθώς οι εισαγωγές τους αυξάνονται διαχρονικά ταχύτερα από τις εξαγωγές, οδηγώντας σε πτώση του δείκτη. Στην ομάδα αυτή ανήκουν και οι κατηγορίες των λιπών και ελαίων και των φρούτων και λαχανικών που αποτελούν κατεξοχήν εξαγωγικούς κλάδους, οι οποίοι όμως εμφανίζουν μείωση των εξαγωγών τους τα τελευταία χρόνια.

Αναφορικά με τις εξελίξεις κατά το 2005, η ανάλυση περιορίζεται στο πρώτο εξάμηνο του έτους. Από τη μελέτη των διαθέσιμων στοιχείων παρατηρείται βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου με μείωση του ελλείμματος έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου, ως αποτέλεσμα της συγκράτησης των εισαγωγικών δαπανών αλλά κυρίως της μεγάλης αύξησης των εξαγωγών. Δε σημειώνονται ουσιαστικές αλλαγές στη διάρθρωση των εμπορικών εταίρων, ενώ αξιοσημείωτη είναι η μεγάλη αύξηση της εμπορικής ροής κρεάτων –τόσο εισαγωγικής όσο και εξαγωγικής.

ΣΤ. Αλληλεξαρτήσεις της Βιομηχανίας Τροφίμων - Ποτών με την Αγροτική Παραγωγή και το Λιανικό Εμπόριο

1. Οι εξελίξεις στη γεωργία και οι επιπτώσεις στη βιομηχανία τροφίμων-ποτών

Ο κλάδος τροφίμων-ποτών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα γεωργικά προϊόντα, τα οποία αποτελούν τις βασικές πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί. Συνεπώς, κάθε εξέλιξη που θα επιφέρει αλλαγή στην ποιότητα, ποσότητα και τιμή των γεωργικών προϊόντων, επηρεάζει σημαντικά τις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Στο άμεσο μέλλον οι εξελίξεις στην παγκόσμια γεωργία θα επηρεασθούν καθοριστικά από δυο σημαντικά γεγονότα: τις διαπραγματεύσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου κα την αναθεώρηση της Ευρωπαϊκής Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.

Ένας από τους κύριους στόχους των διαπραγματεύσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) είναι η αποκατάσταση της ισορροπίας της αγροτικής παραγωγής καθώς και η εξομάλυνση των τιμών των αγροτικών προϊόντων, με τη δημιουργία ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που θα στρέψει τους γεωργούς στην υιοθέτηση νέων μεθόδων παραγωγής για την κάλυψη της πραγματικής ζήτησης και την απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος.

Παράλληλα με τις εξελίξεις των διαπραγματεύσεων του Π.Ο.Ε., το γεγονός που ήδη έχει αρχίσει να επηρεάζει την ευρωπαϊκή γεωργία είναι η πρόσφατη μεταρρύθμιση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, τα βασικότερα μέτρα της οποίας είναι:

• Η αντικατάσταση των άμεσων επιδοτήσεων από την Ενιαία Αποδεσμευμένη Ενίσχυση, η οποία θα χορηγείται κατ’ έτος ασχέτως ύψους παραγωγής και θα συνδέεται με το ύψος των ενισχύσεων που εισέπραττε κάθε δικαιούχος κατά την τριετία 2000-2002.

• Η ταυτόχρονη μείωση των τιμών στήριξης των αγροτικών προϊόντων με στόχο τη μείωση της τιμής τους καθώς και την εξάλειψη της πλεονασματικής γεωργικής παραγωγής.

• Ο σεβασμός των κοινοτικών οδηγιών σχετικά με τη δημόσια υγεία, την υγεία των φυτών και των ζώων και την προστασία του περιβάλλοντος (Πολλαπλή Συμμόρφωση), ο οποίος και θα αποτελεί προϋπόθεση για την είσπραξη της ενίσχυσης.

Οι αλλαγές που θα επέλθουν ως αποτέλεσμα των παραπάνω εξελίξεων θα δημιουργήσουν ένα νέο επιχειρηματικό περιβάλλον για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δραστική μείωση των δασμών θα αυξήσει την ανταγωνιστικότητα των αγροτικών προϊόντων από τρίτες χώρες. Παράλληλα, η σταδιακή εξάλειψη των εξαγωγικών επιδοτήσεων και η μείωση της εσωτερικής στήριξης θα δημιουργήσουν πρόσθετες πιέσεις στους ευρωπαίους αγρότες. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, οι ευρωπαίοι αγρότες θα προσανατολιστούν στην παραγωγή πιο ανταγωνιστικών προϊόντων. Ανταγωνιστικά, ως προς την τιμή, με στροφή σε καλλιέργειες με μικρότερο κόστος και αυξημένη ζήτηση, με εγκατάλειψη μη παραγωγικών μεθόδων, με ενσωμάτωση της νέας τεχνολογίας. Αλλά και ανταγωνιστικά ως προς την ποιότητα, με υιοθέτηση ελέγχων υγιεινής, με σεβασμό στο περιβάλλον, με βιολογικές και ενεργειακές καλλιέργειες.

Η αλλαγή του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, γεννάει νέες ευκαιρίες αύξησης της ανταγωνιστικότητας καθώς και ανάπτυξης των βιομηχανιών του κλάδου, αλλά περιέχει και αντίστοιχους κινδύνους από τις αγορές τρίτων χωρών.

Η δυνατότητα μείωσης του κόστους και διεύρυνσης της παραγωγής και των εξαγωγών είναι εμφανής σε αρκετές περιπτώσεις. Για τις βιομηχανίες που στηρίζουν την ανταγωνιστικότητά τους στις χαμηλές τιμές των προϊόντων τους, αυτή η εξέλιξη αποτελεί ευκαιρία ενδυνάμωσης της θέσης τους.

Σε άλλες περιπτώσεις είναι σαφής η ανάγκη στροφής προς προϊόντα που χαρακτηρίζονται από εγγυημένη ποιότητα (με κριτήρια την ασφάλεια και υγιεινή ή την προστασία του περιβάλλοντος) ή/και από το κύρος του «ονόματος» του προϊόντος ή του παραγωγού του (με κριτήρια την παράδοση, την αξιοπιστία, τη μοναδικότητα κτλ).

Παράλληλα όμως, με το άνοιγμα των αγορών, υπάρχει ο κίνδυνος δημιουργίας έντονων ανταγωνιστικών πιέσεων από τρίτες χώρες σε επίπεδο κυρίως έτοιμων τροφίμων και ποτών.

2. Λιανικό εμπόριο και βιομηχανία τροφίμων-ποτών

Ο πολυδιάστατος χαρακτήρας των παραγόντων που διαμορφώνουν τις σχέσεις της βιομηχανίας τροφίμων-ποτών με τον τομέα του λιανικού εμπορίου διαμορφώνει ένα ιδιαίτερο είδος αλληλεπίδρασης που είναι δύσκολο να γενικευτεί και που συνεχώς προσαρμόζεται στις νέες εξελίξεις.

Ο τομέας του λιανεμπορίου στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από:

• Λίγες μεγάλες αλυσίδες Supermarket που φαίνεται να διαθέτουν σημαντική διαπραγματευτική δύναμη και μπορούν δυνητικά να ασκήσουν πιέσεις σε επίπεδα τιμών στους βιομηχανικούς προμηθευτές.

• Αρκετές μικρές με ελάχιστο μερίδιο αγοράς και πιθανώς μειωμένη διαπραγματευτική δύναμη.

Οι σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ βιομηχανίας και λιανικού εμπορίου δεν μπορούν να γενικευτούν και τουλάχιστον στις περιπτώσεις των μεγάλων αλυσίδων Supermarket προσδιορίζονται από διμερείς συμφωνίες προσαρμοζόμενες κάθε φορά στις εξελίξεις στο εσωτερικό των δύο κλάδων, αλλά και στη γενικότερη οικονομική συγκυρία.

Οι τομείς στους οποίους οι δύο κλάδοι κυρίως συνεργάζονται είναι αυτός της παραγγελιοληψίας, καθώς και της προώθησης προϊόντων, με πρωταρχικό στόχο κάθε συνεργασίας την αύξηση των πωλήσεων των συνεργαζόμενων μερών, τη βελτίωση του μεριδίου αγοράς και τη μείωση του κόστους. Αντίθετα, χαμηλά επίπεδα συνεργασιών απαντώνται σε κρίσιμους τομείς, όπως αυτός της συνεργατικής πρόβλεψης πωλήσεων, της διαχείρισης αποθεμάτων και του στρατηγικού σχεδιασμού.

Ένας από τους κύριους παράγοντες αύξησης του εσωτερικού ανταγωνισμού στον τομέα του λιανικού εμπορίου τα τελευταία χρόνια είναι, η επιθετική είσοδος, σε αυτόν, των εκπτωτικών καταστημάτων (Hard Discount). Στο βαθμό που τα νέα αυτά καταστήματα προμηθεύονται τα προϊόντα τους κυρίως από ξένα κέντρα αγορών και όσο διευρύνουν τις πωλήσεις είναι ενδεχόμενο να υπάρξει μείωση της ζήτησης για τα ελληνικά προϊόντα τροφίμων-ποτών.

Όσον αφορά στη διαμόρφωση των λιανικών τιμών, σε σχέση με τις τιμές παραγωγού, η μακροχρόνια συμπόρευση των δυο υποδηλώνει ότι οι αυξήσεις των τελευταίων μετακυλίονται στις λιανικές τιμές. Υποστηρίζεται πάντως ότι οι αυξήσεις των λιανικών τιμών θα μπορούσαν να είναι βραδύτερες, αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι οι τιμές που καταβάλουν οι λιανοπωλητές στους παραγωγούς είναι, μέσω των χορηγούμενων εκπτώσεων, χαμηλότερες.

Προς την εξομάλυνση της σχέσης τιμών παραγωγού-λιανικών τιμών προσδοκάται ότι θα συμβάλει η πρόσφατη απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και η ρύθμιση που προωθεί το Υπουργείο Ανάπτυξης με την οποία δίνεται η δυνατότητα πώλησης προϊόντων κάτω από την τιμή του τιμολογιακού κόστους. Σύμφωνα με αυτή τη ρύθμιση, στο εξής οι πραγματικές εκπτώσεις και παροχές, με εξαίρεση αυτές που δεν συνδέονται άμεσα με το κόστος, θα μπορούν σε μεγάλο βαθμό να περνούν στον καταναλωτή.

Στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται, οι βιομηχανίες τροφίμων-ποτών αντιμετωπίζουν ευκαιρίες και προκλήσεις. Η σημαντικότερη απ’ αυτές είναι η αυξανόμενη ζήτηση για ποιοτικώς αναβαθμισμένα και ασφαλή προϊόντα.



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα