Από την έντυπη έκδοση
Tου Μιχάλη Μασουράκη*
Προικισμένη από φυσικές ομορφιές, καλό κλίμα και πλούσια ιστορία, η Ελλάδα έχει γίνει πόλος έλξης επισκεπτών απ’ όλο τον κόσμο. Έχει, λοιπόν, αναπτυχθεί ο τουρισμός, που δημιουργεί πρόσοδο, δηλαδή εισοδήματα από την εκμετάλλευση ενός περιουσιακού στοιχείου μοναδικής αξίας. Κάτι παρόμοιο όπως η Αίγυπτος, που εκμεταλλεύεται τη διώρυγα του Σουέζ, ή οι χώρες της Μέσης Ανατολής, που εκμεταλλεύονται τεράστια κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που βρέθηκαν εκεί. Στον τουρισμό, λοιπόν, με κάποιες σχετικά μικρές επενδύσεις, και εκμεταλλευόμενοι ουσιαστικά ό,τι μας χάρισε η Φύση, μπορούμε σχετικά εύκολα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, να δημιουργούμε εισοδήματα.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που δεν αναπτύχθηκε περισσότερο η βιομηχανία στην Ελλάδα, και δεν αναπτύχθηκε περαιτέρω και η χώρα, που θα ήταν δυνατό εάν πλουτοπαραγωγικοί πόροι είχαν γίνει όχι μόνο ξενοδοχεία, αλλά και εργοστάσια, μηχανήματα, προϊόντα πνευματικής ιδιοκτησίας, κ.ο.κ. Ο τουρισμός έχει τα περιθώρια να αναπτυχθεί περαιτέρω και η Ελλάδα να γίνει ένα παγκόσμιο τουριστικό κέντρο, ιδίως σε μια εποχή που χώρες όπως το Ντουμπάι αποκτούν τουριστική βιομηχανία. Μια χώρα, όμως, παράλληλα με την εκμετάλλευση οποιουδήποτε συγκριτικού πλεονεκτήματος διαθέτει, πρέπει να έχει όσο το δυνατόν πιο διαφοροποιημένη παραγωγική βάση, για κάθε ενδεχόμενο. Για παράδειγμα, είναι κοινός τόπος ότι χώρες που στηρίζονται σε προσόδους εκμετάλλευσης μοναδικών πλουτοπαραγωγικών πόρων, θα πρέπει να προετοιμάζονται για την επόμενη μέρα, που φέρνουν οι τεχνολογικές εξελίξεις, σε συνδυασμό με την υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Τα γνωστά κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου εξαντλούνται, ενώ νέα κοιτάσματα γίνεται όλο και πιο δύσκολο να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης (απαιτούν νέες τεχνολογίες και μεγαλύτερο κόστος).
Ακόμη και το Σουέζ κινδυνεύει, στον βαθμό που ανοίγουν οι θαλάσσιες μεταφορές μέσω του Αρκτικού Ωκεανού, που η κλιματική αλλαγή φέρνει πιο κοντά με το λιώσιμο των πάγων. Αλλά η κλιματική αλλαγή απειλεί, ενδεχομένως, και τον τουρισμό μας, λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της ανόδου της στάθμης των θαλασσών, αλλά και ακραίων καιρικών φαινομένων, που γίνονται όλο και πιο συχνά στις μέρες μας. Είναι, συνεπώς, εκ των ων ουκ άνευ, να αναπτυχθεί περαιτέρω και η βιομηχανία, και ιδίως η μεταποίηση. Και, βεβαίως, η μεταποίηση δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ο ανταγωνισμός στις διεθνείς αγορές απαιτεί συνεχώς επενδύσεις στις τελευταίες τεχνολογίες, στα πιο προηγμένα οργανωτικά συστήματα σε όλα τα επίπεδα της παραγωγής, και σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας στα πρότυπα της διεθνούς άριστης πρακτικής.
Όλα αυτά απαιτούν εργαζομένους με υψηλές δεξιότητες και, συνεπώς, με μεγαλύτερη παραγωγικότητα. Και κάπως έτσι προκύπτουν και οι καλοπληρωμένες δουλειές που έχουν οι εργαζόμενοι στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Και, βεβαίως, τίποτα δεν χαρίζεται. Μια χώρα πρέπει να επενδύει για να μπορεί να προσφέρει εφάμιλλα προϊόντα με τους διεθνείς ανταγωνιστές της και να κρατά το κόστος σε ανταγωνιστικά επίπεδα για να μπορέσει να βρίσκεται μέσα στο παιχνίδι και να μη χάνει μερίδιο αγοράς. Η μεταποίηση υπέστη τεράστια ζημιά στα χρόνια της κρίσης, όταν οι φόροι στην παραγωγή και την κατανάλωση, αλλά και στα εταιρικά κέρδη, εκτόξευσαν τα κόστη παραγωγής στα ύψη, με το κόστος της ενέργειας και το μη μισθολογικό κόστος να υποσκάπτουν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, προκαλώντας την έξαρση της ανάπτυξης παράλληλων αγορών, λόγω φοροδιαφυγής, λαθρεμπορίου, αδήλωτης εργασίας κ.ο.κ. Και οι συνθήκες αυτές ήταν ιδιαίτερα περιοριστικές στην ελληνική μεταποίηση, που αποτελείται κατά κανόνα από οργανωμένες επιχειρήσεις που διαθέτουν πολύ μικρότερη ευελιξία. Αλλά σε μια εποχή όπως η σημερινή, τίποτα δεν εμποδίζει μια χώρα να αυξήσει το βιομηχανικό της αποτύπωμα.
Απόδειξη η Κίνα, που ξεκίνησε από το πουθενά, όπως και το Ντουμπάι στον τουρισμό, και έχει γίνει μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές δυνάμεις του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που προκύπτει από τις εμπειρίες των χωρών αυτών, είναι ότι η ανάπτυξη απαιτεί την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και την εγκατάσταση ξένων διεθνώς ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στη χώρα, για να δημιουργηθούν οι απαιτούμενες παραγωγικές και τεχνολογικές συνέργειες με τις εγχώριες επιχειρήσεις. Μπορούν να γίνουν πολλά περισσότερα και στον τουρισμό και στη μεταποίηση.
Μια κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας, με δεδομένη τη μεταρρυθμιστική πνοή που φέρνει και την έμφαση που δίνει στη μείωση της υπερφορολόγησης για την τόνωση των ιδιωτικών επενδύσεων, έχει και το καρπούζι και το μαχαίρι. Ας τολμήσουμε.
* Ο κ. Μιχάλης Μασουράκης είναι οικονομολόγος, υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας.