Από την έντυπη έκδοση
Το μέγεθος και οι επιδόσεις είναι τα ισχυρά στοιχεία που επιτρέπουν ή αποτρέπουν την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση. Αυτό αναφέρει η μελέτη της κ. Ευ. Γεωργίου «Περιορισμοί στη χρηματοδότηση και χαρακτηριστικά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα», που δημοσιεύεται στο οικονομικό δελτίο της ΤτΕ που κυκλοφόρησε χθες.
Η χώρα μας διαθέτει ένα σημαντικό πλήθος αποθαρρημένων δανειοληπτών. Με βάση τα όσα αναφέρει η μελέτη, οι αποθαρρημένοι δανειολήπτες φαίνεται να έχουν ιδιαίτερη σημασία στην περίπτωση της Ελλάδας. Τα ποσοστά τους είναι σχετικά υψηλά σε σύγκριση με τη ζώνη του ευρώ, και κυμαίνονται από 33% το 2014 έως 23% το 2017 σε ό,τι αφορά τραπεζικές πιστώσεις και από 18% έως 11%, αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά τις εμπορικές πιστώσεις.
Προτεινόμενες λύσεις
Η δημιουργία ενός κεντρικού πιστοληπτικού μητρώου μαζί με τις προσπάθειες της ΤτΕ να συλλέξει εξατομικευμένα στοιχεία για όλα τα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μπορεί να βοηθήσουν στην έγκαιρη και αξιόπιστη πληροφόρηση σχετικά με την πιστοληπτική αξιολόγηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Συγχρόνως οι αποτελεσματικές διαδικασίες για την αναδιάρθρωση των προβληματικών, αλλά βιώσιμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η συντονισμένη δράση για την κάλυψη των κενών όσον αφορά την τεχνογνωσία των μικρομεσαίων σε σχέση με τα διαθέσιμα προγράμματα και τα καινοτόμα εργαλεία χρηματοδότησης, θα μπορούσαν επίσης να συμβάλουν στη δημιουργία ενός πιο ευνοϊκού περιβάλλοντος για την άντληση πόρων από τις εταιρείες αυτές.
Σημαντικό είναι επίσης οι επιχειρήσεις να ενημερώνονται για τα διάφορα προγράμματα σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που υπάρχουν για τη χρηματοδότησή τους, για τους πόρους από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Επενδυτικό Ταμείο, τα οποία συνεργάζονται με ελληνικές τράπεζες, καθώς και για τα εναλλακτικά χρηματοδοτικά εργαλεία που έχουν σχεδιαστεί για την ενίσχυση της παραγωγικότητας, της εξωστρέφειας και της καινοτομίας των μμε.
Δεδομένα
H μελέτη εξετάζει τους περιορισμούς στην εξωτερική χρηματοδότηση που αντιμετώπισαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα την περίοδο 2014-2017. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιούνται μικροδεδομένα σε επίπεδο επιχείρησης που αντλούνται από την έρευνα για την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση (SAFE), η οποία διεξάγεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε έξι μήνες. Ειδικότερα, η μελέτη χρησιμοποιεί πληθώρα μεταβλητών, οι οποίες αποτυπώνουν τους χρηματοδοτικούς περιορισμούς από την πλευρά της ζήτησης και της προσφοράς, καθώς και τις εκτιμήσεις και την εμπειρία των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβασή τους σε τραπεζική χρηματοδότηση και εμπορικές πιστώσεις.
Τόσο το μέγεθος όσο και οι πρόσφατες οικονομικές επιδόσεις των επιχειρήσεων ενδεχομένως αντανακλούν γενικότερες αδυναμίες των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όπως η δραστηριότητά τους σε κλάδους χαμηλής προστιθέμενης αξίας, οι περιορισμένες δυνατότητές τους για αξιοποίηση συνεργειών και οικονομιών κλίμακας, ο χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας και καινοτομίας, η έντονη εξάρτησή τους από το τραπεζικό σύστημα ή και ενδεχόμενη δυσκολία από πλευράς των δυνητικών πιστωτών στη συλλογή αξιόπιστης πληροφόρησης για τις επιχειρήσεις αυτές. Αναδεικνύεται η ανάγκη για διοχέτευση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων των τραπεζών, των διεθνών οργανισμών και των διαρθρωτικών ταμείων σε παραγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις με υψηλές προοπτικές ανάπτυξης.
Χαρακτηριστικά επιχειρήσεων
Στην έκθεση αυτή εξετάστηκε το αποτέλεσμα των σταθερών χαρακτηριστικών των χρηματοδοτικών περιορισμών που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα με βάση στοιχεία της περιόδου 2014-2017.
Τα αποτελέσματα για τις τραπεζικές πιστώσεις δείχνουν πως το ισχυρό μέγεθος και οι ισχυρές επιδόσεις επιχειρήσεων αποτελούν σημαντικό χαρακτηριστικό συνδεδεμένο με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα σε ό,τι αφορά τη χρηματοδότηση.
Από την πλευρά της προσφοράς, παρότι υπάρχουν περισσότερες πιθανότητες οι μικρότερες και με τις πιο ασθενείς επιδόσεις επιχειρήσεις να έχουν αυξημένες ανάγκες χρηματοδότησης, η πιθανότητα οι επιχειρήσεις αυτές να ζητήσουν τραπεζικό δανεισμό βρέθηκε πως συσχετίζεται αρνητικά σε σχέση με τους δύο παράγοντες που προαναφέρθηκαν.
Επίσης διαμορφώθηκαν συμπεράσματα πως οι εξαγωγικές εταιρείες συνήθως ζητούν συνηθέστερα τραπεζική πίστωση. Στο επίπεδο της προσφοράς και πάλι τα παραπάνω χαρακτηριστικά (το μέγεθος και οι επιδόσεις) αναδεικνύονται ως ιδιαίτερα σημαντικά για να εξηγήσουν το γιατί κάποια επιχείρηση αντιμετωπίζει δυσκολίες στην τραπεζική χρηματοδότηση.
Οι νεότερες εταιρείες και οι επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό αντιμετωπίζουν λιγότερα προβλήματα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε χρηματοδότηση. Σε ό,τι αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις για τις τραπεζικές πιστώσεις, οι μικρότερες εταιρείες συχνά αποθαρρύνονται εξαιτίας του κόστους του δανεισμού. Οι εταιρείες με ασθενείς επιδόσεις αντιμετωπίζουν πρόβλημα εξαιτίας των υψηλών απαιτήσεων για εγγυήσεις, ενώ οι εταιρείες με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό εμφανίζουν τη χαμηλότερη πιθανότητα να αντιμετωπίσουν προβλήματα εξεύρεσης ενεχύρων.
Οι εξαγωγικές εταιρείες καταγράφουν την υψηλότερη ζήτηση για χρηματοδότηση, προφανώς λόγω των περισσότερων ευκαιριών ανάπτυξης σε σχέση με τις υπόλοιπες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επίσης επειδή έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Οι μικρότερες επιχειρήσεις ζητούν λιγότερο συχνά χρηματοδότηση. Ωστόσο το μέγεθος φαίνεται να παίζει μικρότερο ρόλο στην περίπτωση της εμπορικής πίστωσης. Αξίζει εξάλλου να σημειωθεί πως οι εταιρείες οι οποίες κατατάσσονται στην κατηγορία των επιχειρήσεων με ασθενικές επιδόσεις τείνουν να ζητούν λιγότερες τραπεζικές πιστώσεις, όμως δεν συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά τις εμπορικές πιστώσεις, όπου εκεί η ζήτηση είναι υψηλότερη.
Ένα από τα πιο σημαντικά θέματα πολιτικής στο πλαίσιο των πρόσφατων οικονομικών εξελίξεων και της χρηματοπιστωτικής κρίσης που επέδρασε καταλυτικά στην οικονομία της χώρας μας ήταν η αποκατάσταση των πιστώσεων ώστε να υποστηριχθεί η οικονομική ανάκαμψη και η ενίσχυση της δυναμικής της ανάπτυξης.
Αυτό το θέμα αφορά ακόμη περισσότερο τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (μμε), οι οποίες έχουν παραδοσιακά διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στο ΑΕΠ, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και, γενικότερα, στη δυναμική της εγχώριας οικονομίας.