Nα αναγνωρίσει την ύπαρξη υποχρεώσεως των επιχειρήσεων να εφαρμόζουν σύστημα μετρήσεως του πραγματικού ημερήσιου χρόνου εργασίας προτείνει ο γενικός εισαγγελέας G. Pitruzzella στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να καθορίσουν τους τρόπους και τις μεθόδους εφαρμογής της υποχρεώσεως αυτής. Η γνώμη έρχεται ύστερα από προσφυγή ισπανικού συνδικάτου κατά της Deutsche Bank.
To ιστορικό
Το ισπανικό συνδικάτο Federación de Comisiones Obreras (CCOO), υποστηριζόμενο από τέσσερις άλλες συνδικαλιστικές οργανώσεις, άσκησε συλλογική αγωγή ενώπιον του Audiencia Nacional (Κεντρικού Δικαστηρίου) κατά της Deutsche Bank SAE με αίτημα να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να εφαρμόζει σύστημα καταγραφής του πραγματικού ημερήσιου χρόνου εργασίας του προσωπικού της.
Κατά το συνδικάτο, το εν λόγω σύστημα θα πρέπει να καθιστά δυνατό τον έλεγχο της τηρήσεως του προβλεπόμενου ωραρίου εργασίας και της υποχρεώσεως ενημερώσεως των συνδικαλιστικών εκπροσώπων σχετικά με τις πραγματοποιηθείσες ανά μήνα υπερωρίες, κατ’ εφαρμογή της εθνικής νομοθεσίας. Η υποχρέωση εφαρμογής τέτοιου συστήματος απορρέει όχι μόνο από την εθνική νομοθεσία, αλλά και από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποστηρίζει.
Αντιθέτως, η Deutsche Bank υποστηρίζει ότι από τη νομολογία του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία) προκύπτει ότι το ισπανικό δίκαιο δεν προβλέπει τέτοια γενική υποχρέωση.
Συγκεκριμένα, στην απόφαση της 23ης Μαρτίου 2017, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) απέκλεισε την ύπαρξη γενικής υποχρεώσεως καταγραφής του κανονικού χρόνου εργασίας, υπογραμμίζοντας ότι η ισπανική νομοθεσία επιβάλλει μόνο την τήρηση αρχείου για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες και τη γνωστοποίηση στο τέλος κάθε μήνα των τυχόν υπερωριών των εργαζομένων στους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους τους.
Το σκεπτικό του εισαγγελέα
Με τις σημερινές προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας Giovanni Pitruzzella προτείνει στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι ο Χάρτης και η οδηγία 2003/88 επιβάλλουν στις επιχειρήσεις υποχρέωση να εφαρμόζουν σύστημα μετρήσεως του πραγματικού ημερήσιου χρόνου εργασίας για τους εργαζομένους πλήρους απασχολήσεως για τους οποίους δεν ισχύει ρητή ατομική ή συλλογική συμφωνία για την πραγματοποίηση υπερωριών και οι οποίοι δεν έχουν την ιδιότητα μετακινούμενων εργαζομένων, εργαζομένων στην εμπορική ναυτιλία ή στους σιδηροδρόμους και ότι αντιβαίνει στον Χάρτη και στην οδηγία 2003/88 εθνική κανονιστική ρύθμιση η οποία δεν προβλέπει τέτοια υποχρέωση.
Προσθέτει ότι τα κράτη μέλη είναι, εντούτοις, ελεύθερα να προβλέπουν τον τρόπο καταγραφής του πραγματικού ημερήσιου χρόνου εργασίας ο οποίος είναι καταλληλότερος για την επίτευξη της πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης. Υπέχουν εντούτοις σαφή και ανεπιφύλακτη υποχρέωση αποτελέσματος όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων που θεσπίζει η οδηγία 2003/88.
Ειδικότερα, τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίσουν εθνική κανονιστική ρύθμιση κατάλληλη προς επίτευξη της προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων (η οποία περιλαμβάνεται στους θεμελιώδεις σκοπούς της οδηγίας) μέσω της πραγματικής τηρήσεως των χρονικών ορίων εργασίας και να εξαλείψουν κάθε εμπόδιο το οποίο, εν τοις πράγμασι, θίγει ή περιορίζει την απόλαυση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η ως άνω οδηγία.
Στις υποχρεώσεις αυτές των κρατών μελών αντιστοιχεί ιδιαίτερη ευθύνη του εργοδότη ο οποίος υπέχει, με τη σειρά του, την υποχρέωση να θεσπίσει τα κατάλληλα μέτρα για να καταστήσει εφικτή την ανεμπόδιστη άσκηση από τους εργαζομένους των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει σε αυτούς η οδηγία 2003/88.
Κατά τον γενικό εισαγγελέα, η υποχρέωση μετρήσεως του ημερήσιου χρόνου εργασίας επιτελεί βασική υποστηρικτική λειτουργία στο πλαίσιο της τηρήσεως, από τον εργοδότη, όλων των άλλων υποχρεώσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2003/88, όπως τα όρια της ημερήσιας εργασίας, η ημερήσια ανάπαυση, τα όρια και η διάρκεια της εβδομαδιαίας εργασίας, η εβδομαδιαία ανάπαυση και οι ενδεχόμενες υπερβάσεις του κανονικού ωραρίου. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν συνδέονται μόνο με το δικαίωμα των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους να μπορούν να ελέγχουν περιοδικά την ποσότητα της παρασχεθείσας εργασίας για την καταβολή της αντίστοιχης αμοιβής, αλλά κυρίως με τον σκοπό προστασίας της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων στον χώρο εργασίας.
Σημειώνεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τείνει να ακολουθεί την πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα, χωρίς ωστόσο αυτή να το δεσμεύει.
naftemporiki.gr