Markit: To ΑΕΠ της Ελλάδας θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2007 το... 2040

Πώς μπορεί να επιταχυνθεί η ανάπτυξη και να μειωθεί το χρέος
Πέμπτη, 31 Ιανουαρίου 2019 11:15
UPD:11:22
EUROKINISSI/ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Υποτονικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που δεν αρκούν για την μείωση του χρέους, προβλέπει η IHS Markit για την ελληνική οικονομία μεσπρόθεσμα. Εάν δεν γίνει κάτι να ανεβάσει η οικονομία ταχύτητα, το πραγματικό ΑΕΠ, όπως υπολογίζει η εταιρεία ερευνών, θα επανέλθει στα επίπεδα του 2007 το... 2040. Όσο για το χρέος, το 2030 θα είναι σχεδόν είκοσι μονάδες υψηλότερα από τον επίσημο στόχο. 

Σύμφωνα με τη μελέτη, που συντάχθηκε από κορυφαία ομάδα οικονομολόγων της IHS Markit, επικεφαλής της οποίας ήταν η Elisabeth Waelbroeck-Rocha, υπεύθυνη του τομέα Διεθνών Οικονομικών - και παρουσιάστηκε χθες στην Αθήνα φέτος η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμούς μόλις 1,7% και το διάστημα 2020-2030 θα κατεβάσει ταχύτητα στο 1,4%. 

Ο εκτιμώμενος αυτός ρυθμός ανάπτυξης, σε συνδυασμό με τις μέτριες πληθωριστικές πιέσεις, δεν θα είναι αρκετός για να προκαλέσει σημαντική μείωση του ακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης, σημειώνεται στην μελέτη. Ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί σε 137,4% μέχρι το 2030, δηλαδή σαφώς πάνω από το 118% που ήταν ο στόχος που τέθηκε σε συνεργασία με τους θεσμικούς πιστωτές της Ελλάδας.

Η Markit παρουσιάζει ένα εναλλακτικό της σημερινής πολιτικής σχέδιο για το πώς η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να πετύχει βιώσιμη ανάπτυξη και να μειώσει το χρέος.

Πώς επηρεάζει η φορολογία

Στην ανάλυση πραγματοποιήθηκαν αρκετές προσομοιώσεις, με σκοπό την ποσοτικοποίηση της επίπτωσης εναλλακτικών μέτρων τόνωσης της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών και για να διαπιστωθεί αν μία ριζική αλλαγή του προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής θα μπορούσε να βελτιώσει τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας. 

Αναλύθηκαν τέσσερα μέτρα: μείωση του συντελεστή του ΦΠΑ, μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου, μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και αλλαγή του συνταξιοδοτικού πακέτου, η οποία συνδυάζει μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών με την κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι.

Τα τρία πρώτα μέτρα, σύμφωνα πάντα με την μελέτη, δίνουν κάποια τόνωση στη δραστηριότητα, αλλά το κόστος για τον Προϋπολογισμό είναι υψηλό. Η μείωση του ΦΠΑ και του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων τονώνει την κατανάλωση των νοικοκυριών, παράλληλα όμως οδηγεί σε υψηλότερες εισαγωγές, γεγονός που περιορίζει τον θετικό αντίκτυπο στην εγχώρια ανάπτυξη και απασχόληση.

Η μείωση του συντελεστή του εταιρικού φόρου από την άλλη δεν τονώνει επαρκώς την ανάπτυξη, λόγω του χαμηλού ύψους των καταβαλλόμενων φόρων στην Ελλάδα (τα έσοδα από τους εταιρικούς φόρους ανέρχονταν μόλις στο 1,7% του ΑΕΠ το 2015 και σε 1,5% το 2017). 

Τι πρέπει να γίνει με το ασφαλιστικό 

Το συνταξιοδοτικό πακέτο καταργεί τις ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι, αυξάνει την ηλικία συνταξιοδότησης στα 67 έτη, διακόπτει την πληρωμή συντάξεων σε άτομα μικρότερης ηλικίας, με μία επιλογή για προστασία των υφιστάμενων δικαιούχων και θέτει ως οροφή στις συντάξεις τα 700 ευρώ τον μήνα.

Με βάση αυτό το σενάριο, εκτιμούν οι συντάκτες της μελέτης, οι απώλειες ύψους 21,6 δις ευρώ εσόδων που έχει το κράτος ως αποτέλεσμα της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών (δηλαδή για τις συντάξεις και για την υγεία) δεν αντισταθμίζονται πλήρως από τις ετήσιες εξοικονομήσεις στις καταβαλλόμενες συντάξεις ύψους 16,4 δισ. ευρώ, αλλά υπάρχει προσδοκία ότι η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα θα υποκινήσει υψηλότερη ανάπτυξη και θα έχει θετικό αποτέλεσμα διάχυσης στα κυβερνητικά έσοδα.

Η διατήρηση των εισφορών υπέρ υγείας που ανέρχονται σε 5 δισ. ευρώ περίπου τον χρόνο, θα έχει ως αποτέλεσμα η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση να έχει μηδενική επίπτωση στον Προϋπολογισμό, ενώ η προστασία των συνταξιούχων γήρατος κάτω των 67 ετών, με την εκχώρηση συντάξεων ύψους 700 ευρώ τον μήνα, θα κοστίσει 5,9 δισ. ευρώ περίπου τον χρόνο (το 3,3% του ΑΕΠ). Η επίδραση όμως αυτής της προστασίας, θα διαρκέσει μερικά μόνο χρόνια, ανάλογα με την ηλικιακή σύνθεση των σημερινών συνταξιούχων.

Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες και τους εργαζόμενους αναμένεται να πυροδοτήσει την ανάκαμψη του ιδιωτικού τομέα για τρεις λόγους. Πρώτον, μειώνει το εργατικό κόστος, το οποίο μειώνει τις τιμές, βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας και τονώνει την αύξηση της απασχόλησης και της παραγωγής.

Δεύτερον, το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα αυξάνεται άμεσα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση. Τρίτον, το μειωμένο εργατικό κόστος και η αυξημένη εγχώρια ζήτηση τονώνουν τις πάγιες επενδύσεις. Η κατάργηση όμως των συντάξεων σε άτομα ηλικίας κάτω των 67 ετών και η οροφή στις συντάξεις για άτομα ηλικίας 67 ετών και άνω, μετριάζουν αυτά τα οφέλη, και η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης αναγκάζει πολλούς συνταξιούχους να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας, γεγονός που αυξάνει και τη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό και το ποσοστό ανεργίας. Η αύξηση του αριθμού των ατόμων που αναζητούν εργασία, αυξάνει τον ανταγωνισμό για θέσεις εργασίας, ασκώντας μία προς τα κάτω πίεση στα ημερομίσθια και τους μισθούς.

Η θετική οικονομική επίδραση της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών εκτιμούν οι αναλυτές, αντισταθμίζεται επομένως σε μεγάλο βαθμό από τη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών. Η κατάργηση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, αυξάνει άμεσα το πραγματικό ατομικό διαθέσιμο εισόδημα, γεγονός που τονώνει την εγχώρια ζήτηση. Όμως η τόνωση δεν είναι τόσο μεγάλη όσο η μείωση φόρου, επειδή μέρος της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος τοποθετείται σε αποταμιεύσεις και ένα άλλο μέρος δαπανάται σε εισαγωγές. Ως αποτέλεσμα, η τόνωση της δραστηριότητας του ιδιωτικού τομέα είναι σχετικά μετριασμένη.

Η καθαρή επίπτωση αυτού του συνταξιοδοτικού πακέτου είναι ένα ελαφρώς υψηλότερο πραγματικό ΑΕΠ (1,9% πάνω από το σενάριο βάσης μέχρι το 2022 και 1,6% μακροπρόθεσμα), μία αύξηση της απασχόλησης κατά 2,6% έως το 2028, αλλά ένα δημοσιονομικό ισοζύγιο -5,0% του ΑΕΠ το 2028 (αντί -1,8% στο βασικό σενάριο πρόβλεψης), που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην αποπληθωριστική επίδραση του πακέτου στο ονομαστικό ΑΕΠ.

Πώς θα προσελκυθούν επενδύσεις

Σύμφωνα με τους αναλυτές, κανένα από αυτά τα μέτρα, εάν ληφθεί μόνο του, δεν επιταχύνει το πραγματικό ΑΕΠ μειώνοντας παράλληλα το δημόσιο χρέος. Γι' αυτόν τον λόγο εξετάστηκε ένα εναλλακτικό σενάριο που εστιάζει στην προσέλκυση στοχευμένων ΞΑΕ: Ο συνδυασμός της επικέντρωσης στην προσέλκυση ΞΑΕ με τις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις, βελτιώνει την ελκυστικότητα της Ελλάδας για τους ξένους επενδυτές, μειώνοντας το κόστος λειτουργίας και παρέχει σημαντικό και βιώσιμο οικονομικό κίνητρο.

Σύμφωνα με την μελέτη, οι πολιτικές που σχεδιάστηκαν για την προσέλκυση ΞΑΕ θα χαλαρώσουν τους περιορισμούς στη χρηματοδότηση και θα αποτελέσουν έναυσμα για την ίδρυση νέων βιομηχανιών, που έχουν πιο ελπιδοφόρες εξαγωγικές δυνατότητες από ό,τι οι σημερινές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της Ελλάδας. Τέτοιες πολιτικές θα σχεδιαστούν για την προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων σε κλάδους με καλές εξαγωγικές δυνατότητες. Οι πολιτικές προσέλκυσης ΞΑΕ πρέπει να συμπληρωθούν με αλλαγές της δημοσιονομικής πολιτικής, όπως είναι η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, που βοηθούν στην προσέλκυση Ξένων Άμεσων Επενδύσεων. 

Προσέλκυση επενδύσεων - όπως αναφέρουν μεταξύ άλλων οι αναλυτές - είναι απίθανο να υπάρξει χωρίς μια αναπτυσσόμενη, περισσότερο ανοιχτή και με λιγότερους ρυθμιστικούς περιορισμούς οικονομία, επαρκείς υποδομές και πολιτική σταθερότητα. Οι στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντων αποθαρρύνουν τους πιθανούς επενδυτές και περιορίζουν τις βελτιώσεις της παραγωγικότητας.

Οι κλάδοι που μπορούν να πρωταγωνιστήσουν

Θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν πέντε κριτήρια για τον εντοπισμό των κλάδων εκείνων στους οποίους μπορεί να στοχεύει η προσέλκυση ΞΑΕ:

- Ο βαθμός τροφοδότησης από άλλους ελληνικούς κλάδους (ή το μέγεθος των διαχεόμενων επιδράσεων). 

- Το μέγεθος και η ωριμότητα των κλάδων που υπάρχουν σήμερα στην Ελλάδα, με προτίμηση στους μικρότερους.

- Η εξαγωγική ένταση του κλάδου.

- Η κεφαλαιακή ένταση του κλάδου,

 Η ανάγκη για επέκταση του παραγωγικού δυναμικού ενός κλάδου στη Δυτική Ευρώπη για να εξυπηρετηθεί η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες του. 

Οι τρεις κλάδοι που πέτυχαν την υψηλότερη θέση με βάση και τα πέντε αυτά κριτήρια, είναι η κατασκευή αεροσκαφών και διαστημοπλοίων, τα ναυπηγεία και τα μηχανήματα και η μεταποίηση. Η προσέλκυση ΞΑΕ σε αυτούς τους κλάδους, θα αύξανε τις ελληνικές εξαγωγές, επειδή και οι τρεις είναι κλάδοι στους οποίους η Ευρώπη έχει ισχυρή θέση στις παγκόσμιες αγορές. Αυτό θα πυροδοτούσε αυξήσεις της παραγωγής και της απασχόλησης σε εγχώριους κλάδους προμηθειών.

Οι περικοπές στις ασφαλιστικές εισφορές θα διογκώσουν την επίδραση αυτής της μεταρρύθμισης. Η αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης θα παράγουν επιπλέον εισόδημα, πράγμα που θα τονώσει τις επενδύσεις σε άλλους κλάδους, θα ενισχύσει την κατανάλωση των νοικοκυριών και θα δημιουργήσει επιπρόσθετα φορολογικά έσοδα.

naftemporiki.gr με πληροφορίες από ΑΜΠΕ 



Προτεινόμενα για εσάς





Σχολιασμένα